Ενεργοποιούσε γλυπτικές επιφάνειες μέσα από τον λεπτό χειρισμό φωτός και σκιάς, χρησιμοποίησε το κείμενο και το νέον, γεφύρωσε την ποπ, τη μινιμαλιστική και την εννοιολογική προσέγγιση της τέχνης. Το έργο της Χρύσας Βαρδέα (1933-2013) είναι γνωστό στην Ελλάδα έστω και μόνο οπτικά, χάρη στην «Κλυταιμνήστρα» της που κοσμεί το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών ή το «Mott Street» στον σταθμό του Ευαγγελισμού. Ωστόσο στην Αμερική, όπου έζησε και μεγαλούργησε, θεωρείται παραγνωρισμένο, ιδίως όταν μιλάμε για μια γυναίκα και δη όχι Αμερικανίδα που έφτασε στο απόγειο της καριέρας της πριν από σχεδόν πενήντα χρόνια. Το όνομα της Chryssa όμως έρχεται ξανά στο προσκήνιο χάρη σε μια μεγάλη έκθεση που διοργανώνεται στο Dia Chelsea, το παράρτημα του Dia Art Foundation στη Νέα Υόρκη, και συνιστά την πρώτη μεγάλη διοργάνωση τέτοιου είδους που λαμβάνει χώρα στη Βόρεια Αμερική από το 1982.
Στην τιτλοφορούμενη «Chryssa & New York» θα παρουσιαστούν περί τα 70 έργα κομβικής σημασίας στην πορεία της, από τη δεκαετία του ’50 ως τις αρχές των 70s. Εργα όπως η αινιγματική σειρά των «Κυκλαδικών Βιβλίων» (1954-1957), των φημισμένων προάγγελων του μινιμαλισμού, τα οποία στην πλειονότητά τους είναι δανεισμένα από το ΕΜΣΤ (όσα είναι φιλοτεχνημένα από γύψο, άλλωστε έχει ορίσει ως κληρονόμο των έργων της το μουσείο) και ταξιδεύουν για πρώτη φορά στην πόλη όπου δημιουργήθηκαν από όταν τα δώρισε η δημιουργός τους στο Μουσείο το 2002, αλλά και τα «Projections», ανάγλυφα από γράμματα ή βέλη που αιχμαλωτίζουν το στατικό φως, δημιουργίες που έγιναν προτού ανακαλύψει το νέον και γίνει μία από τις πρώτες καλλιτέχνιδες που το χρησιμοποίησαν. Παρόντα στον χώρο από τα πρώιμα γλυπτά, εμπνευσμένα από τις διαφημιστικές πινακίδες της Νέας Υόρκης στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ως τα «Automat» των αρχών της δεκαετίας του ’70. Στο επίκεντρο βρίσκεται η μεγάλη γλυπτική εγκατάσταση «The Gates to Times Square» (1964-1966), ένα ψηλό γλυπτό από νέον, μέταλλο, πλέξιγκλας και χαρτί που αποτίνει φόρο τιμής στην εμπορική σήμανση και στα εκθαμβωτικά φώτα της διάσημης διασταύρωσης του Μανχάταν, το οποίο παρουσιάζεται συντηρημένο σε όλο του το μεγαλείο έπειτα από συνεργασία με το Buffalo AKG Art Museum που το έχει στην κατοχή του.
Από κοντά και σειρά έργων-«προπλασμάτων» που δημιούργησε η Χρύσα Βαρδέα για να φτάσει ως αυτό το magnum opus της, όπως η ίδια το θεωρούσε. «Πιστέψτε με όταν λέω ότι υπάρχει σοφία στα φώτα που αναβοσβήνουν στην Τimes Square. Η χυδαιότητα της Αμερικής όπως φαίνεται σε αυτά τα φώτα… είναι εξαιρετικά ποιητική. Ενας ξένος μπορεί να το παρατηρήσει, να το περιγράψει. Οι Αμερικανοί το νιώθουν… Η Τimes Square ήξερα ότι είχε αυτή τη μεγάλη σοφία – ήταν ομηρική» έλεγε η Χρύσα σε συνέντευξή της στις ΗΠΑ το 1968. «Το έργο της Χρύσας παραμένει διαχρονικό όσον αφορά τη μορφολογική και εννοιολογική του καινοτομία. Σχεδιάσαμε την έκθεση για να αναδείξουμε την κριτική συμβολή της στον ύστερο μοντερνισμό και για να τοποθετήσουμε το έργο στη ζωντανή ιστορία της τέχνης της υιοθετημένης πόλης της» θα πει στο BHMAgazino η Τζένιφερ Μόργκαν, διευθύντρια του Dia Art Foundation (συγκεκριμένα, φέρει τον τίτλο Nathalie de Gunzburg Director, σύμφωνα με τα αμερικανικά ήθη και έθιμα), στην οποία και ανήκει η ιδέα για τη διοργάνωση της έκθεσης. Η Χρύσα Βαρδέα – και αργότερα και Μαυρομιχάλη, καθώς επανέφερε στο όνομά της το επώνυμο των προγόνων της, της γνωστής οικογένειας από τη Μάνη – έφερε ωστόσο πάντα την Ελλάδα εντός της, ακόμα και όταν δεν την ήθελε τριγύρω της. Κάθε έργο της κουβαλά μια υποδόρια αναφορά στην Ελλάδα, από την Κυκλαδική και Βυζαντινή Τέχνη ως την Πύλη των Λεόντων στις Μυκήνες.
Ελληνικό άρωμα στη Νέα Υόρκη
Η έκθεση αποτελεί συνδιοργάνωση του Dia Art Foundation και του Μουσείου της Συλλογής Μενίλ (Menil Collection) στο Χιούστον – μια καθόλου τυχαία σύζευξη, καθώς η κόρη των Ντε Μενίλ, Φιλίπα, συνίδρυσε το Dia το 1974 με τον τότε σύζυγό της, Χάινερ Φρίντριχ – σε συνεργασία με το Αlphawood Foundation με έδρα του το Σικάγο. Εξού και θα μεταφερθεί και στη μεγαλούπολη του Τέξας τον Σεπτέμβριο του 2023 αλλά και στον εκθεσιακό χώρο Wrightwood 659 στο Σικάγο τον Μάιο του 2024. Την επιμελούνται η Μέγκαν Χόλι Γουίτκο από την πλευρά του Dia Art Foundation και η Μισέλ Γουάιτ από εκείνη της Συλλογής Μενίλ. Η πραγματοποίησή της ήταν όμως σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό και ελληνική υπόθεση. Ανάμεσα στους βασικούς χορηγούς της έκθεσης είναι η Ειρήνη Παναγοπούλου και το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, τη στήριξή της έχει προσφέρει και η Συλλογή Δημήτρη Δασκαλόπουλου, ενώ τα δημόσια προγράμματα που θα συνοδεύσουν την έκθεση έχουν την υποστήριξη του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στη Νέα Υόρκη. Last but not least, ο Γιώργος Οικονόμου, χάρη στη συνδρομή του οποίου διοργανώνονται τελικά όλες οι εκθέσεις στο Dia (τόσο η Ειρήνη Παναγοπούλου όσο και ο Γ. Οικονόμου είναι trustees στο Dia). Οπως θα πει σχετικά η Μόργκαν: «Η ελληνική κοινότητα στήριξε πολύ την πρωτοβουλία και αυτό ήταν καταπληκτικό, γιατί το όνομα της Χρύσας δεν είναι πολύ γνωστό πλέον στην Αμερική, οπότε ήταν δύσκολο να βρούμε υποστηρικτές στην προσπάθειά μας. Είναι σημαντικό για εμάς ότι θα παρουσιαστεί η δουλειά της και εκτός Νέας Υόρκης και θα εκτεθεί σε διαφορετικών ειδών φιλότεχνους στις ΗΠΑ».
Σημαντική είναι και η σύνταξη καταλόγου που συνοδεύει την έκθεση – o πρώτος του είδους του στην Αμερική τα τελευταία τριάντα χρόνια – και περιλαμβάνει κείμενα των επιμελητριών, καλλιτεχνών που εμπνεύστηκαν από το έργο της δημιουργού, συγγραφέων και ιστορικών τέχνης του queer μοντερνισμού και της ιστορίας της τέχνης (οι Λίζα Κόεν και Τζόναθαν Ντ. Κατζ αντίστοιχα), όπως και της ανεξάρτητης ερευνήτριας, επιμελήτριας και κριτικού Καλλιόπης Μηνιουδάκη, η οποία έχει γράψει για τη σχέση της Χρύσας με την Ελλάδα και τη Νέα Υόρκη. «Είχαν γραφτεί πολλά βιβλία για το έργο της τη δεκαετία του ’60, κάτι που δεν μπορούμε να πούμε για πολλούς καλλιτέχνες της δεκαετίας του ’60 στη δουλειά των οποίων εστιάζουμε στο Dia. Είναι σημαντικό για εμάς να προσδώσουμε μια σύγχρονη οπτική στο έργο της μέσα από κριτικά κείμενα που μιλούν για την τεχνολογία στη δουλειά της, για τα νέα στοιχεία που έφερε στην τέχνη ενταγμένα στο πλαίσιο της εποχής της. Είναι σημαντικό να μιλήσουμε και για τη ζωή της, γιατί στην περίπτωσή της έχει σημασία. Μια γυναίκα που έφυγε από την Ελλάδα, ήρθε στην Αμερική και ήταν μια λεσβία καλλιτέχνις στη Νέα Υόρκη, ανοιχτή με τη σεξουαλικότητά της. Είναι σημαντικό να αφηγηθούμε την ιστορία της» θα εξηγήσει η Μόργκαν. Η έκδοση κατέστη δυνατή χάρη και στην υποστήριξη του Ιδρύματος Αντώνιος Ε. Κομνηνός και στη συνδρομή της Κάθριν Εμπειρίκου και του Χρήστου Παπαζή.
Φιλί ζωής στο νέον
Πρόκειται για ένα μεγαλεπήβολο πρότζεκτ στο οποίο δόθηκε και ο απαραίτητος χρόνος για να έρθει εις πέρας. «Χρειάστηκαν οκτώ χρόνια για να ετοιμάσουμε την έκθεση. Αφενός για να βρούμε τα έργα και αφετέρου για να τα συντηρήσουμε. Χρειάστηκε να γίνει μεγάλη δουλειά αποκατάστασης γιατί ιδίως τα έργα με νέον είχαν «πεθάνει», έπρεπε να τους εμφυσήσουμε εκ νέου ζωή» θα εξηγήσει η Τζένιφερ Μόργκαν. Ολα τα έργα προέρχονται από δανεισμούς, γιατί η συλλογή του Dia δεν διαθέτει έργα της Χρύσας Βαρδέα.
«Η Χρύσα ήταν καιρό στην Αμερική και είχε εισπράξει αναγνώριση. Είχε ατομική έκθεση στο Μουσείο Γκούγκενχαϊμ το 1961, κάτι πραγματικά αξιοσημείωτο για γυναίκα καλλιτέχνιδα η οποία επιπλέον δεν ήταν Αμερικανίδα, την εκπροσωπούσε η Pace Gallery και η καριέρα της ήταν πολύ σημαντική. Το ΜοΜΑ έχει μια πολύ εντυπωσιακή συλλογή με έργα της τα οποία δεν έχουν εκτεθεί ποτέ, ενώ δουλειά της υπάρχει μεταξύ άλλων στα Whitney Museum of American Art, Philadelphia Institute of Contemporary Art, Solomon R. Guggenheim Museum, Walker Art Center στη Μινεάπολη και αλλού στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εργα της υπάρχουν και σε ιδιωτικές συλλογές ανθρώπων που τη γνώριζαν, ήταν φίλοι ή συνεργάτες της και έπρεπε να γίνει εκτενής έρευνα για να αναζητηθούν και να βρεθούν αυτά. Ελπίζουμε ότι με αφορμή την έκθεση θα έρθει στο φως περισσότερη δουλειά της. Διότι δυστυχώς αυτό το οποίο συμβαίνει με καλλιτέχνες/καλλιτέχνιδες που βγαίνουν εκτός της δημόσιας σφαίρας είναι ότι ο κόσμος που μπορεί να έχει έργα τους δεν συνειδητοποιεί ποια μπορεί να είναι η σπουδαιότητά τους. Ελπίζουμε ότι η έκθεση θα πυροδοτήσει συζητήσεις μεταξύ άλλων για την τέχνη και την τεχνολογία, την ποπ-αρτ και τον πρώιμο μινιμαλισμό, το φύλο και τη σεξουαλικότητα και ότι θα αποτελέσει έναυσμα για μελλοντικές εκθέσεις και εκδόσεις».
Για την έκθεση αντλήθηκαν έργα και από ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα, «όπου υπάρχει μεγαλύτερη κατανόηση του έργου της», όπως θα πει η Μόργκαν, ενώ εξήχθησαν και πληροφορίες για τη ζωή και το έργο της, πάντως γενικά το Dia δεν ανοίχτηκε πολύ σε δανεισμούς από μουσεία εκτός Αμερικής. «Οταν δεν δουλεύουμε με τη συλλογή μας προσφεύγουμε μεν στον δανεισμό, αλλά προσπαθούμε να δρούμε τοπικά όσο γίνεται, για να μην αυξάνουμε το περιβαλλοντικό μας αποτύπωμα. «Υπάρχει ένα καταπληκτικό έργο της στο Staatliche Museen zu Berlin, Preussischer Kulturbesitz, Nationalgalerie, στο Βερολίνο, μια «Κλυταιμνήστρα» που είχε φιλοτεχνήσει για την documenta 4 το 1968. Είναι τεράστιο, ύψους τριών μέτρων, το οποίο καταστράφηκε κάποια στιγμή και σκέφτηκαν να το ανακατασκευάσουν γιατί υπάρχουν πολύ λεπτομερείς οδηγίες σχετικά. Ωστόσο το κόστος ήταν πολύ μεγάλο, οπότε αποφασίσαμε να μην το προχωρήσουμε».
H ίδια η Μόργκαν είχε πρωτοέρθει σε επαφή με το έργο της Χρύσας όταν εργαζόταν ως επιμελήτρια διεθνούς τέχνης στην Tate Modern (συγκεκριμένα, έφερε τον τίτλο The Daskalopoulos Curator) και προετοίμαζε την έκθεση «EY Exhibition: The World Goes Pop» η οποία εγκαινιάστηκε τελικά το 2015. «Μου άρεσε πολύ η δουλειά της. Οταν πήγα στο Dia Art Foundation θεώρησα ότι ήταν απολύτως φυσικό να ερευνήσουμε το έργο της και να το αποκαλύψουμε στο κοινό, δεδομένου ότι υπήρξε μια σπουδαία καλλιτέχνιδα η σχέση της οποίας με την πόλη της Νέας Υόρκης ήταν κομβικής σημασίας».
Το εικαστικό προφίλ της Χρύσας συνάδει με την κατεύθυνση του προγραμματικού άξονα στον οποίο κινείται το Dia Art Foundation, τουλάχιστον τον έναν από τους δύο. «Από τη μία εστιάζουμε σε καλλιτέχνες που έφτασαν στο απόγειο της καριέρας τους δημιουργικά στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 (σ.σ.: όπως ο Νταν Φλέιβιν ή ο Γουόλτερ ντε Μαρία) με έργα τους που έχουμε στη συλλογή μας και σε ορισμένες από τις εγκαταστάσεις του Ιδρύματος. Από την άλλη, σε καλλιτέχνες της εποχής μας που έχουν κάποια σχέση με την εννοιολογική κατεύθυνση του Dia και που δεν εκπροσωπούνται από κάποια γκαλερί, στους οποίους/ες αναθέτουμε νέα δουλειά και τους βοηθούμε να πραγματοποιήσουν τα μακρόπνοα οράματά τους. Η περίπτωση της Χρύσας εμπίπτει βέβαια στην πρώτη κατηγορία, η οποία περιλαμβάνει πρωτοπόρους καλλιτέχνες ως προς τα εργαλεία που χρησιμοποίησαν ή ως προς τη μεθοδολογία τους. Η δουλειά της είναι μοναδική γιατί συστήνει πολλές διαφορετικές τεχνικές, προσεγγίσεις και εννοιολογικές ιδέες. Είτε μιλάμε για τη χρήση της σειριακότητας στη χαρακτική της, τα γλυπτικά της έργα, τη χρήση του νέον στις δημιουργίες της και τον τρόπο που το συνδυάζει με τις γλυπτικές μορφές, είτε για τη δουλειά της ως τεχνίτριας σε μέταλλο θα έλεγα ακόμα. Είναι μια καλλιτέχνις που αφορά το Dia έτσι όπως ανοίγει την πόρτα σε διαφορετικές εικαστικές προσεγγίσεις. Δεν πιστεύω ότι το έργο της έχει αναγνωριστεί στον βαθμό που του αξίζει, και σίγουρα παρουσιάζει ενδιαφέρον για τους νεότερους καλλιτέχνες. Στη διάρκεια της προετοιμασίας της έκθεσης πολλοί εικαστικοί μού έλεγαν πόσο σημαντική μορφή ήταν γι’ αυτούς και όχι απαραίτητα μόνο όσοι χρησιμοποιούσαν νέον στην πρακτική τους, όπως η Τζένι Χόλζερ ή η Μέρι Γουέδερφορντ. Στο Dia μάς ενδιαφέρει η συνομιλία μεταξύ των γενεών και αποτελεί μέρος του σκεπτικού μας όταν διοργανώνουμε ένα πρότζεκτ σαν κι αυτό».
Οταν η Ιστορία ξαναγράφεται
Η έκθεση για τη Χρύσα Βαρδέα βρίσκεται μέσα στο κλίμα των τελευταίων ετών που ευνοεί την ανάδειξη παραγνωρισμένων γυναικών και εικαστικών από μειονότητες που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη σύγχρονη τέχνη του 20ού αιώνα. Η ίδια η Τζέσικα Μόργκαν ανέλαβε τη διεύθυνση του Dia με την αποστολή να αλλάξει τη συλλογή του και την ανθρωπογεωγραφία της. «Αν κοιτάξει κανείς καταλόγους από οποιαδήποτε έκθεση γινόταν στην Αμερική τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, θα αντιληφθεί ότι συμμετείχαν και γυναίκες και καλλιτέχνες από μειονότητες. Απλώς οποιαδήποτε/οποιοσδήποτε δεν επιλεγόταν να εκπροσωπηθεί από γκαλερί, κοινώς δεν ήταν λευκός άνδρας, έβγαινε εκτός του κυρίαρχου αφηγήματος της σύγχρονης τέχνης. Οπου κι αν βρίσκεσαι, ξεκινάς ερευνώντας το πρώτο επίπεδο που γνωρίζουν όλοι ως την αποδεκτή ιστορία και μετά πρέπει να σκάψεις για να συναντήσεις έναν καλλιτέχνη/μια καλλιτέχνιδα που θα σου δείξει μια άλλη, υποφωτισμένη πτυχή του αφηγήματος. Γιατί η Ιστορία δεν είναι η αλήθεια, δεν συνέβη όπως τη μαθαίνουμε και πρέπει να αναλογιστούμε τι χάνουμε όταν την αποδεχόμαστε ως θέσφατο. Η Χρύσα είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Πολλά έργα της βρίσκονταν σε συλλογές χωρίς κάποιος να ασχολείται με αυτά. Ελπίζω όταν επιστρέψει το «Gates to Times Square» στο Buffalo AKG Art Museum να ενταχθεί στην έκθεση των συλλογών του. Γιατί είναι ένα αριστούργημα και ελπίζω το μουσείο να συνειδητοποιήσει ότι δεν πρέπει να βρίσκεται σε κάποια αποθήκη».
ΙNFO
«Chryssa & New York»: Dia Chelsea, Νέα Υόρκη, έως τις 23 Ιουλίου. Στη συνέχεια η έκθεση θα ταξιδέψει στο Χιούστον και στο Σικάγο.