Στις 15 Μαρτίου έκλεισε αισίως τα 86 του χρόνια και συνεχίζει να μαγεύει τόσο με το σαξόφωνο και τις συνθέσεις του όσο και με τη γοητευτική προσωπικότητά του. Αλλωστε μαθήτευσε δίπλα σε θρύλους της τζαζ και της μπλουζ μουσικής, όπως μεταξύ άλλων οι Howlin’ Wolf, BB King και Phineas Newborn Jr. O λόγος για τον Charles Lloyd, από τους θρυλικότερους – εν ζωή – δημιουργούς, ο οποίος στις 18 Ιουλίου θα εμφανιστεί στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου.
Ο αμερικανός μουσικός και συνθέτης με την εντυπωσιακή καλλιτεχνική πορεία, στην τελευταία περιοδεία του έχει συνοδοιπόρους τρία κορυφαία ονόματα της παγκόσμιας μουσικής: τον πιανίστα Jason Moran, καλλιτεχνικό διευθυντή του Kennedy Center για την τζαζ, τον μπασίστα Larry Grenadier και τον ντράμερ Eric Harland. Στην αθηναϊκή βραδιά συμμετέχουν ο Σωκράτης Σινόπουλος, δεξιοτέχνης της λύρας, και η Μαρία Φαραντούρη, φίλη του Lloyd από τις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Η διαδρομή του Charles Lloyd αρχίζει από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν έπαιξε με σημαντικούς καλλιτέχνες στη σκηνή της τζαζ του Λος Αντζελες, συμπεριλαμβανομένων των Ornette Coleman, Eric Dolphy, Charlie Haden, Billy Higgins και Gerald Wilson. Το 1960 ο Lloyd έγινε music director στο Chico Hamilton Quintet και αργότερα εντάχθηκε στο Cannonball Adderley Sextet για μία διετή θητεία προτού φύγει για να επικεντρωθεί στη δική του καριέρα.
Το ντεμπούτο άλμπουμ του με τίτλο «Discovery!» κυκλοφόρησε το 1964. Το 1965 σχημάτισε το πρώτο του μεγάλο κουαρτέτο με τον τότε νεαρό πιανίστα Keith Jarrett, τον μπασίστα Cecil McBee και τον ντράμερ Jack DeJohnette. Το άλμπουμ με τίτλο «Forest Flower: Live at Monterey», που κυκλοφόρησε το 1967, ήταν εκείνο που χάρισε στον Charles Lloyd διεθνή φήμη, μαζί με εκατομμύρια πωλήσεις ανά τον κόσμο.
Το Κουαρτέτο του εμφανίστηκε σε μουσικά φεστιβάλ όπως το Fillmore Jazz Festival στο Σαν Φρανσίσκο (στο ίδιο φεστιβάλ είχαν εμφανιστεί, μεταξύ άλλων, οι Τζίμι Χέντριξ και Τζάνις Τζόπλιν), ενώ ο Lloyd συνεργάστηκε επίσης με τους Beach Boys, τους Grateful Dead και τους Doors. Στη συνέχεια, στο απόγειο της δημοτικότητάς του, απροσδόκητα και οικειοθελώς αποφάσισε να αφήσει τη σόλο καριέρα του σε δεύτερη μοίρα προκειμένου να αφιερωθεί στον υπερβατικό διαλογισμό σε ένα καταφύγιο στο Big Sur της Καλιφόρνιας για το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1970 (αν και όλο αυτό το διάστημα συνεργαζόταν και με τους Beach Boys).
Εμφανίστηκε για λίγο στις αρχές της δεκαετίας του ’80, προτού «εξαφανιστεί» ξανά έως το 1989, χρονιά που ξεκίνησε η μακροχρόνια γόνιμη σχέση του με την εναλλακτική δισκογραφική εταιρεία ECM. Τα 16 άλμπουμ του Lloyd με την ετικέτα της ECM επανάφεραν τον καταξιωμένο αμερικανό σαξοφωνίστα ως μία από τις κορυφαίες δημιουργικές φωνές της τζαζ μέσα από συνεργασίες με καλλιτέχνες όπως οι Bobo Stenson, John Abercrombie, Billy Higgins, Brad Mehldau, Geri Allen και Zakir Hussain. Φεύγοντας από την ECM, συνεργάστηκε με άλλη μία εταιρεία-θρύλο, την Blue Note, για να υπογράψει, ενδεχομένως, μερικές από τις κορυφαίες στιγμές της καριέρας του – πιο πρόσφατη και άκρως ενδιαφέρουσα δουλειά του είναι το άλμπουμ «The Sky Will Still Be There Tomorrow» του 2023.
Τζαζ με ελληνικές πινελιές
Μιλώντας στο BHMAgazinο με αφορμή την επικείμενη συναυλία του στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, ο Charles Lloyd στάθηκε μεταξύ άλλων και στη γνωριμία του με τη Μαρία Φαραντούρη αλλά και στη συνεργασία του με τον Σωκράτη Σινόπουλο: «Με τη Μαρία γνωριστήκαμε στη Σάντα Μπάρμπαρα – νομίζω ότι ήταν γύρω στο 2002. Ηταν εδώ κατόπιν παράκλησης του φίλου μου, Τζίμυ Αργυρόπουλου, για να δώσει μια συναυλία για τα εγκαίνια της Εδρας Ελληνικών Σπουδών στο University of California, Santa Barbara (UCSB). Δεν την ήξερα, αλλά ενθουσιάστηκα εντελώς από τη μεγάλη δύναμη της φωνής της και από την έντονη ενέργεια και δύναμη που έφερε.
»Ετσι, όταν είχα την επόμενη συναυλία μου στην Αθήνα, την κάλεσα να έρθει μαζί μου ως καλεσμένη στον Λυκαβηττό. Αναπτύξαμε μια πολύ στενή φιλία και μοιραζόμασταν πάντα μουσικές ιδέες μεταξύ μας. Η Μαρία είναι καταπληκτική, η «Μητέρα του Σύμπαντος», μια τόσο θετική δύναμη. Οταν ήμουν μικρός λάτρευα την Billie Holiday – δεν πρόλαβα να τραγουδήσω ποτέ μαζί της, αλλά τώρα έχω τη Μαρία Φαραντούρη. Καθώς περνούσαν τα χρόνια, αποφασίσαμε ότι επιτέλους ήρθε η ώρα να κάνουμε κάτι μαζί».
Το «μαζί» θα επαναληφθεί την προσεχή Πέμπτη, με κέντρο της βραδιάς τoν τελευταίo του δίσκο, «The Sky Will Still Be There Tomorrow»: «Θα παίξω τραγούδια από το νέο άλμπουμ, κάποια του Μίκη Θεοδωράκη και μια σουίτα βασισμένη σε λόγια αρχαίων ποιητών σε μουσική της Λένας Πλάτωνος. Oταν επισκέφθηκα τη Μαρία το 2022, έπαιξε μερικά από αυτά τα έργα για μένα και τα ερωτεύτηκα. Είναι αρχαία και σύγχρονα ταυτόχρονα. Ο μεγάλος Σωκράτης Σινόπουλος έχει κάνει ειδικές προσαρμογές για εμάς και θα είναι και αυτός μέλος του συνόλου».
Επειτα από τόσα χρόνια δημιουργίας, ο Charles Lloyd συνεχίζει να βρίσκει δύναμη «στη μοναξιά και στη φύση. «Ευδοκιμώ» μέσα σε αυτά τα δύο. Από εκεί πηγάζει η έμπνευσή μου και κάθε τόσο θέλω να τη μοιράζομαι με τον κόσμο. Είμαι 86 ετών, σαφώς ταξιδεύω λιγότερο συχνά – σωματικά δεν είμαι ο ίδιος – αλλά το πνεύμα μου είναι νεότερο από την… άνοιξη. Νομίζω ότι η μουσική είναι υπεύθυνη για αυτό».
Ο αμερικανός μουσικός δεν έχει κάποιο «μυστικό επιτυχίας», ενώ θεωρεί ότι καθοριστικό ρόλο στην καριέρα του έπαιξε «το ανοιχτό μυαλό που είχα πάντα». Σύμφωνα πάντα με τον ίδιο, οι άνθρωποι που καθόρισαν την πορεία του ήταν «ο πιανίστας Phineas Newborn Jr., μέντορας και δάσκαλός μου στο Μέμφις. Με πήρε υπό τη σκέπη του και με έβαλε στον σωστό δρόμο στη μουσική. Δεύτερος ήταν ο τζαζ σαξοφωνίστας Lester Young. Λατρεύω τον Charlie Parker και τον John Coltrane, αλλά εκείνος στον οποίο επιστρέφω ξανά και ξανά δεν είναι άλλος από τον «Prez» (σ.σ.: προσωνύμιο του Young). Ηταν τόσο μεγάλος «ποιητής». Πέθανε την ημέρα που γιόρταζα τα 21α γενέθλιά μου. Νομίζω, τώρα που το σκέφτομαι, ότι άφησε κάτι για εμένα».
O Charles Lloyd θεωρεί πως «ό,τι κι αν επιλέξει κάποιος να κάνει στη ζωή του, θα πρέπει να το κάνει γιατί το αγαπά. Το να είσαι μουσικός, ειδικά ένας μουσικός της τζαζ, σημαίνει μια δύσκολη ζωή, οπότε αν επιλέξεις αυτό το μονοπάτι, φρόντισε να το αγαπάς πραγματικά». Η τελευταία του δισκογραφική δουλειά θα μπορούσε να περιγραφεί ως «αυτοβιογραφική»:
«Στα 86 μου χρόνια έχω συγκεντρώσει πολλές μουσικές εμπειρίες, τις οποίες και καταθέτω στους δίσκους μου. Αρα, υπό αυτή την έννοια, αυτή η ηχογράφηση είναι μια αντανάκλαση της μακρόχρονης ζωής μου». Τη μουσική πάντως δεν την εγκαταλείπει: «Είμαι σε… υπηρεσία και όσο μπορώ θα συνεχίσω να κάνω μουσική. Η μουσική ήταν ο δρόμος μου προς την ελευθερία και ελπίζω να φέρω κάτι παρηγορητικό και έμπνευση στους άλλους. Είμαι πολύ κοντά στο να αποχωρήσω, αλλά όχι ακόμη».