Περπατούσα στο Μεταξουργείο, ανάµεσα σε σπίτια µε κόκκινα φωτάκια πάνω από τις πόρτες τους. Σε δρόµους µε νεοκλασικά που καταρρέουν, που έπειτα από χρόνια εγκατάλειψης τίποτα δεν τα σώζει. Σε µια γωνία περισσότερες από δέκα ψωραλέες γάτες είχαν κυκλώσει µια ρακένδυτη γυναίκα που τους έβαζε φαγητό κάτω από ένα τοιχοκολληµένο «Μην ταΐζετε εδώ τις γάτες, το φαγητό γίνεται εστία µόλυνσης». «Τι µε κοιτάς;» γύρισε και µου είπε τη στιγµή που την προσπερνούσα, «θα πεθάνουµε όλοι». Στη γωνία έστριψε µία µηχανή πάνω στην οποία καθόταν ένας γυµνός από τη µέση και πάνω ηλικιωµένος άνδρας µε µακριά µαλλιά. Νοµίζω πως είχε και γένια, δεν είµαι όµως σίγουρος, γιατί όλα έγιναν γρήγορα. Με το ένα χέρι οδηγούσε, µε το άλλο βαστούσε προτεταµένο έναν µεγάλο σταυρό. Σκέφτηκα πως αν έβλεπα αυτή τη σκηνή σε κάποια από τις κουλτουριάρικες ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του ’70 και του ’80 θα σχολίαζα την αρρωστηµένη έµπνευση του σκηνοθέτη, αφού «αυτά δεν γίνονται!». Να που γίνονται! Η γυναίκα µε τις γάτες γύρισε και µούντζωσε τον άνδρα µε τον σταυρό. Αυτός προσπέρασε αφήνοντας πίσω ένα παχύ σύννεφο δύσοσµου καπνού. Λίγο πιο κάτω µε πλησίασε ένα από τα καταταλαιπωρηµένα παιδιά που επαναλαµβάνουν το ποίηµα «συγγνώµη φίλε, ντρέποµαι που σ’ το ζητώ, αλλά είµαι έξι µήνες άνεργος και δεν έχω λεφτά ούτε για εισιτήριο». Γέρασα και ακόµα δεν έχω αποφασίσει αν είναι πιο σωστό να τους δίνω κάτι για το… εισιτήριό τους ή να µην τους διευκολύνω σε αυτό το ταξίδι του θανάτου. Εκείνη την ηµέρα προσπέρασα γρήγορα, έφυγα σχεδόν τρέχοντας. Οµως, κακά τα ψέµατα, όσο και αν τρέξεις, η παρακµή σε ακολουθεί πλέον σε όλο το κέντρο της πόλης. Μια παρακµή που ενίοτε γίνεται σουρεαλισµός. Ετσι, λίγο µετά τον ξέγνοιαστο καβαλάρη µε τον σταυρό συνάντησα έναν άλλον, ξυπόλυτο αυτή τη φορά, άνδρα, τυλιγµένο µε µία ελληνική σηµαία. Περνούσε έξω από ένα καφενείο, κάτι είπε στους θαµώνες για τους Τούρκους, κάτι του απάντησαν γελώντας. Πλησιάζοντας, είδα πως κάπνιζαν ναργιλέ – καινούργια µόδα αυτή, που πολύ έλειπε από την κουλτούρα µας. Στο απέναντι παρκάκι µία παρέα µε αγόρια από τη Συρία και τα πέριξ αυτής άκουγαν στη διαπασών κάτι φρικτούς χιπ χοπ αµανέδες. Διασχίζοντας τους δρόµος προς τη γειτονιά µου, είδα µπροστά στα µάτια µου το Χαλέπι να διαδέχεται το Μπανγκλαντές, τη Νιγηρία να διαδέχεται το Ζεφύρι, την Κόλαση να διαδέχεται την Κόλαση – κυρίως στα στενά που είχαν συγκεντρωθεί και έκαναν τις ενέσεις τους οι ναρκοµανείς. Πλησίαζα στο σπίτι µου όταν ένας νεαρός που µοίραζε προσπέκτους µού άπλωσε το χέρι. Πήρα το χαρτί που µου έδωσε (κάνοντας τη σκέψη πως έπρεπε να απολυµανθώ) και διάβασα: «Μεγάλο µέντιουµ Κανµβέµβα: Πάνω από 20 χρόνια εµπειρίας». Μπήκα στον πειρασµό να κλείσω ραντεβού για να ρωτήσω τον µεγάλο Κανµβέµβα αν θα καταφέρω ποτέ να φύγω από εδώ, να ζήσω π.χ. σε µια ερηµιά των highlands παρέα µε ένα σκυλί και µερικά πρόβατα. Το έχω τόση ανάγκη!
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος