Πώς μια κοινωνία μπορεί να διαβρωθεί, να οδηγηθεί στην υποταγή, στο έγκλημα, στη συγκάλυψη και στη συλλογική άρνηση; Το ερώτημα και θέμα της ταινίας «Πίσω από τις θημωνιές», της πρώτης μεγάλου μήκους δημιουργίας της Ασημίνας Προέδρου, που, έχοντας ήδη παιχθεί και διακριθεί σε φεστιβάλ τόσο του εσωτερικού (Θεσσαλονίκη) όσο και του εξωτερικού (Γκόα, Ινδία), προβάλλεται τώρα και στις αίθουσες (σε διανομή Tanweer). Τοποθετώντας την ιστορία σε ένα χωριό στην παραμεθόριο της Βόρειας Ελλάδας, η Προέδρου μοιράζει το «Πίσω από τις θημωνιές» σε κεφάλαια και παρακολουθεί τα δρώμενα ανάμεσα στα μέλη μιας οικογένειας σε κρίση: ο πατέρας (Στάθης Σταμουλακάτος) που πνιγμένος στα χρέη αναγκάζεται να γίνει μεταφορέας λαθρομεταναστών, η θεούσα γυναίκα του (Λένα Ουζουνίδου) η οποία αρχίζει να αμφιβάλλει για τον ρόλο της Εκκλησίας και η κόρη τους (Ευγενία Λάβδα) που μην αντέχοντας το καταπιεστικό περιβάλλον στο οποίο ζει εγκαταλείπει το σπίτι της. Οταν όμως μια τραγωδία αλλάζει τις ισορροπίες, κάθε ήρωας αναγκάζεται να κοιτάξει κατάματα τον εαυτό του και να του πει την αλήθεια…

Κατά πόσο η ταινία «Πίσω από τις θηµωνιές» είναι βασισµένη σε πραγµατικά γεγονότα και κατά πόσο σε µυθοπλασία;

«Σε σχέση με τη βασική πλοκή, την ανάπτυξη των κεντρικών χαρακτήρων και τις σχέσεις τους, η ταινία αποτελεί εξ ολοκλήρου μυθοπλασία. Επιμέρους στοιχεία, όμως, βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα, όπως π.χ. τα όσα συμβαίνουν στον συνεταιρισμό: είναι βασισμένα στην πραγματική ιστορία ενός συνεταιρισμού, της οποίας υπήρξα μάρτυρας. Η διεθνής συγκυρία που περιγράφεται στην ιστορία είναι επίσης πραγματική, γιατί το 2015 κάποιες ευρωπαϊκές χώρες έκλεισαν τα νότια σύνορά τους, μπλοκάροντας έτσι τον βαλκανικό διάδρομο των προσφύγων και μεταναστών από την Ελλάδα προς τη Βόρεια Ευρώπη. Προϊόν μυθοπλασίας είναι το ότι υπήρξαν πρόσφυγες που επιχείρησαν να διασχίσουν τα βόρεια σύνορα της Ελλάδας μέσω της λίμνης Δοϊράνης, που είναι διασυνοριακή».

Αγγίζοντας και το φλέγον ζήτηµα της λαθροµετανάστευσης αποσκοπούσατε σε κάτι συγκεκριµένο; Ποια είναι γενικότερα η άποψή σας πάνω σε αυτό το θέµα σε σχέση µε την Ελλάδα;

«Επέλεξα να τοποθετήσω την ιστορία στο 2015, όταν η Γερμανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες έκλεισαν τα νότια σύνορά τους, αίροντας παράνομα τη συνθήκη Σένγκεν – κάτι που είχε ως αποτέλεσμα χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες να εγκλωβιστούν στην ουδέτερη ζώνη μεταξύ Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας (τότε πΓΔΜ). Η διεθνής αυτή συγκυρία δίνει ένα δεύτερο επίπεδο στην ταινία: υπογραμμίζει την εξάρτηση που έχουν οι επιλογές των κεντρικών ηρώων, όχι μόνο από την τοπική κοινωνία στην οποία ζουν αλλά και από τις εγκληματικές επιλογές των ευρωπαϊκών κρατών – κάτι που εντείνει την τραγικότητά τους. Την ίδια στιγμή, όμως, αποτελεί και ένα σχόλιο για τις ευρωπαϊκές, δυτικές, «πολιτισμένες» κοινωνίες μας, οι οποίες είναι συνένοχες στην εκμετάλλευση, στην εξαθλίωση, στον διωγμό και στον θάνατο εκατομμυρίων ανθρώπων».

Πιστεύετε ότι το επίµαχο ζήτηµα των οικογενειών µε προβλήµατα έχει οξυνθεί στις µέρες µας;

«Στόχος μου δεν ήταν να μιλήσω για τα προβλήματα της ελληνικής οικογένειας ή της οικογένειας γενικά – αυτό έγινε κάπως φυσικά, μέσα από την προσπάθειά μου να αφηγηθώ μια συγκεκριμένη ιστορία, να αποτυπώσω με έναν ρεαλιστικό τρόπο μια οικογένεια της επαρχίας, αλλά και μέσα από μια διαδικασία όπου αποτυπώνονταν εσωτερικές παρορμήσεις, προσωπικές αναμνήσεις, σχέσεις, εικόνες, κρυφοί φόβοι, συναισθήματα και επιθυμίες, μετατρέποντας τελικά το υλικό της ιστορίας σε κάτι πολύ προσωπικό και υπαρξιακό. Χωρίς να μπορώ να επεκταθώ, θεωρώ ότι, ναι, η οικογένεια έχει πρόβλημα. Είναι μέρος της κοινωνίας μας, η οποία επίσης έχει πρόβλημα, άρα είναι κομμάτι μιας προβληματικής κοινωνίας. Και τα τελευταία χρόνια, από την οικονομική κρίση και μετά – ειδικά αν σκεφτείς τι σήμαιναν για όλους μας τα τελευταία χρόνια του εγκλεισμού -, πιστεύω ότι το πρόβλημα έχει οξυνθεί και συνεχίζει να οξύνεται».

 

Υπήρξε κάποια συγκεκριµένη έλξη σας προς την ευρύτερη περιοχή στο Κιλκίς ή απλώς ως χώρος εξυπηρετούσε την ιστορία;  

«Για τη λίμνη Δοϊράνη μού μίλησε μια φίλη το 2014, όταν ήμουν στο Λονδίνο, στο πλαίσιο των κινηματογραφικών σπουδών μου. Είδα φωτογραφίες – η λίμνη είχε μια πολύ άγρια ομορφιά που με μαγνήτιζε. Ομως δεν είχα ακόμα τότε εικόνα της ιστορίας που ήθελα να πω. Αποφάσισα ωστόσο να τοποθετήσω την ιστορία – αυτή που δεν είχα ακόμη σκεφτεί – στη συγκεκριμένη λίμνη και ξεκίνησα την έρευνα. Την πρώτη φορά που επισκέφθηκα την περιοχή, το 2015, στο ξενοδοχείο όπου έμεινα διανυκτέρευσαν περίπου 50 σύροι και ιρακινοί πρόσφυγες, οι οποίοι είχαν προσπαθήσει για πολλοστή φορά να περάσουν τα σύνορα προς τη Βόρεια Μακεδονία. Με έναν περίεργο τρόπο, λοιπόν, δεν με οδήγησαν τα σύνορα στη λίμνη, αλλά το αντίστροφο – η λίμνη με οδήγησε στα σύνορα».

 

Ηταν οι καιρικές συνθήκες η βασική δυσκολία σας στα γυρίσµατα;

«Είχαμε να αντιμετωπίσουμε πολύ άσχημο καιρό – ήταν η χρονιά που λόγω χιονιά είχαν «παραλύσει» η Αττική, η Βοιωτία και το Κιλκίς, όλοι οι νομοί δηλαδή όπου κάναμε γύρισμα. Να πω ενδεικτικά ότι όταν κάναμε γύρισμα στο Κιλκίς, η παραγωγή δεν μπορούσε να βρει τρόπο να ανεβάσει κάποιους ηθοποιούς από την Αθήνα (δεν λειτουργούσαν τα τρένα και τα αεροπλάνα), ενώ για ημέρες κάναμε δεκάωρα εξωτερικά γυρίσματα στους -10°C. Η άλλη τεράστια δυσκολία ήταν ότι τα γυρίσματα της ταινίας πραγματοποιήθηκαν Ιανουάριο με Μάρτιο του 2021, μέσα στο lockdown. Αυτό σήμαινε ότι το γύρισμα έπρεπε να γίνει με μαγαζιά κλειστά, δημιουργώντας τεράστιο πρόβλημα σε τμήματα όπως το σκηνογραφικό και το ενδυματολογικό. Σήμαινε επίσης πολύ μεγάλες δυσκολίες στις μετακινήσεις, μεγάλη δυσκολία στην εξεύρεση χώρων για γύρισμα, αντίστοιχες δυσκολίες με τους κομπάρσους, επιπρόσθετο κόστος, άγχος και ανασφάλεια».

Ποιες είναι οι κινηµατογραφικές επιρροές σας; Ποιο σινεµά εκτιµάτε και αγαπάτε;

«Νιώθω ότι έχω χιλιάδες κινηματογραφικές αναφορές, οι οποίες μάλιστα είναι πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Ωστόσο, οι ταινίες που επηρέασαν εμφανώς το «Πίσω από τις θημωνιές» είναι ο «Ενας χωρισμός» (σ.σ.: του 2011) του Ασγκάρ Φαραντί, σε σχέση κυρίως με την ανάπτυξη των χαρακτήρων, καθώς επίσης και οι πρώτες ταινίες του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου, κυρίως σε σχέση με τη σεναριακή δομή – μελέτησα δηλαδή πολύ τα σενάρια του Γκιγιέρμο Αριάγα. H κινηματογραφική γραφή της ταινίας έχει επίσης εμφανείς επιρροές από το σινεμά της Aντρεα Αρνολντ, ενώ έχω πολύ έντονες επιρροές και από το σινεμά των Βαλκανίων».

Πόσο αισιόδοξη νιώθετε σε ό,τι αφορά την ελληνική κινηµατογραφία στη δύσκολη µετα-COVID-19 εποχή – αν µπορούµε να την αποκαλέσουµε έτσι;

«Η ελληνική κινηματογραφία – συνολικά μιλώντας – είναι κατά τη γνώμη μου εδώ και πολλά χρόνια σε κρίση. Και αυτό έχει να κάνει με μια σειρά από παράγοντες όπως η υποχρηματοδότηση, η έλλειψη – επί σειρά ετών – σοβαρής κινηματογραφικής παιδείας, η κινηματογραφική παραγωγή επιπέδου «βιοτεχνίας» και οι επακόλουθες συνέπειες στο επίπεδο του τρόπου δουλειάς, αντίληψης και νοοτροπίας. Η μετά COVID-19 εποχή έφερε επιπλέον μαζί της και μια μεγάλη κρίση στην «αίθουσα». Δεν μπορώ να προβλέψω ποιο μπορεί να είναι το μέλλον των αιθουσών. Σίγουρα δεν είναι μια καλή στιγμή για το σινεμά. Και δεν είναι ελληνικό το πρόβλημα, είναι παγκόσμιο».