Υπάλληλος του Bρετανικού Μουσείου – όχι ο οποιοσδήποτε, αλλά ένας διακεκριμένος συντηρητής, επιμελητής μεσογειακών πολιτισμών, με μακρά εμπειρία στην αρχαιοελληνική τέχνη – φέρεται να εμπλέκεται στην κλοπή αρχαιοτήτων, μεταξύ των οποίων κοσμήματα και πολύτιμοι λίθοι. Στη συνέχεια τις πωλούσε κυρίως μέσω eBay. Μείζον σκάνδαλο, άλλο ένα από αυτά που το ένα μετά το άλλο ξεσπούν τελευταίως στη Γηραιά Αλβιώνα, στην πολιτική (ο πρώην πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον παραιτήθηκε και από βουλευτής λόγω του «partygate»), στη δημοσιογραφία (παρουσιαστής του BBC κατηγορείται ότι πλήρωνε νεαρό για να του στέλνει φωτογραφίες πορνογραφικού περιεχομένου), στην υγεία (ασθενής πέθανε μετά τη χορήγηση μη αδειοδοτημένων σκευασμάτων χημειοθεραπείας) κ.α. Εν προκειμένω, το νέο αρχαιολογικό σκάνδαλο του Βρετανικού Μουσείου έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον για εμάς τους Ελληνες, καθώς εγείρει ανησυχίες για την ασφαλή φύλαξη των Γλυπτών του Παρθενώνα. Και οι ανησυχίες μπορεί, γράφτηκε, να οδηγήσουν σε επανεξέταση του αιτήματός μας για επιστροφή της ξενιτεμένης Καρυάτιδας και της παρέας της. Μπορεί; Και ως πότε κρυμμένα πίσω από τον χαρακτηρισμό Οικουμενικά Μουσεία (δηλαδή μουσεία που κατέχουν πολιτιστικά αγαθά τα οποία προέρχονται από διαφορετικές χώρες και πολιτισμούς με σκοπό να αναδείξουν την ποικιλία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς) ιδρύματα όπως το Βρετανικό Μουσείο ή το Μουσείο του Λούβρου θα υποθάλπουν τους ανά τους αιώνες Ελγιν; Περιλαμβάνοντας στις συλλογές τους αρχαιότητες που είναι αποτέλεσμα κλοπών και λεηλασιών; Αρνούμενα να τις επιστρέψουν στους δικαιούχους τους;
Η «εξολοθρευτική κακουργία» του Ελγιν
Κρατάει χρόνια, αιώνες, η ιστορία της απόσπασης και κακομεταχείρισης των Γλυπτών του Παρθενώνα από τον λόρδο Ελγιν, με τον Κυριάκο Σιμόπουλο να σημειώνει στο εξαιρετικό «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1800-1810» (εκδόσεις Πιρόγα): «Η λεηλασία των γλυπτών θεωρήθηκε προσωπική υπόθεση του λόρδου και εναντίον του αποκλειστικά στράφηκε κατά καιρούς η παγκόσμια κατακραυγή για τις καταστροφές των αρχαιοτήτων. Αλλά ο Ελγιν υπήρξε πιστός ερμηνευτής της αγγλικής πολιτικής, εκτελεστής των οδηγιών των προϊσταμένων του.
Η πρωτοβουλία της αρπαγής ανήκει όχι στον Ελγιν αλλά στην κυβέρνηση Πιτ που κατεχόταν από τον φόβο μήπως οι Γάλλοι ανταγωνιστές επαναλάβουν, κάτω από ευνοϊκότερες συνθήκες, την αρχαιοθηρική πολιτική που είχαν ήδη εγκαινιάσει. (…) Ο Ελγιν, φιλάρχαιος και φιλόδοξος, προχώρησε με ταχύτητα και ωμότητα». Αυτή την ωμότητα καυτηριάζει και ο ιρλανδός περιηγητής Εντουαρντ Ντόντουελ, ο οποίος βρέθηκε στην Αθήνα την εποχή που ο Ελγιν εκτελούσε τη θλιβερή και τερατώδη αποστολή του, γράφοντας: «Κατά το πρώτο ταξίδι μου στην Ελλάδα δοκίμασα την ταπείνωση να παρευρεθώ στην απογύμνωση του Παρθενώνα από τα λαμπρότερα γλυπτά του και να παρακολουθήσω το γκρέμισμα μερικών αρχιτεκτονικών μελών του ναού. Το νοτιοανατολικό αέτωμα (…) τώρα είναι κατερειπωμένο, όλο συντρίμμια. (…) Με θλίψη αναλογίζεται κανείς ότι αυτά τα τρόπαια της μεγαλοφυΐας που αντιστάθηκαν στην αδιόρατη φθορά του χρόνου επί είκοσι δύο και πλέον αιώνες (…) είχαν την τύχη να υποστούν την εξολοθρευτική κακουργία που θα θρηνούμε πάντοτε. Δεν πρόκειται μόνο για το ηθικό στίγμα που θα ακολουθεί αυτή την πράξη. Το κακό είναι που στο μέλλον καθένας θα μπορεί να επικαλείται το προηγούμενο του Ελγιν και να δικαιολογεί παρόμοιες αρπαγές. Ετσι οι ναοί της Αθήνας αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο καταστροφής εξαιτίας των γλυπτικών τους διακοσμήσεων, που αντί να παραμείνουν στην αρχική τους θέση, κτήμα της οικουμένης, θα λαφυραγωγούνται από τους ισχυρούς κάθε εποχής. Αν θελήσουμε να ερευνήσουμε τα βαθύτερα αίτια του κακού θα διαπιστώσουμε ότι η ευθύνη βαραίνει εκείνους που πρώτοι παραβίασαν ανόσια όσα σέβεται και καθιερώνει η αγάπη του ωραίου».
Ξεριζωμένες αρχαιότητες
Λόγια σοφά που δεν μπορείς να μην τα αναλογιστείς κάθε φορά που σε ένα μεγάλο μουσείο του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας, της Γερμανίας, των ΗΠΑ κ.λπ. βλέπεις ξεριζωμένες/ξενιτεμένες αρχαιότητες, πολλές εκ των οποίων δεν έχουν αποκτηθεί με τους πιο διάφανους και νόμιμους τρόπους. Ειδικά εμείς οι Ελληνες, παντού, όπου και να πάμε, συναντούμε την Ελλάδα: Η Αφροδίτη της Μήλου, το αριστουργηματικό άγαλμα που βρέθηκε στο αιγαιοπελαγίτικο νησί λίγα χρόνια μετά την κλοπή των Γλυπτών του Παρθενώνα, το 1820, κατέληξε έπειτα από πολλές περιπέτειες στο Μουσείο του Λούβρου. Ο Δήμος Μήλου έχει κάνει αιτήματα για την επιστροφή της. Και η Νίκη της Σαμοθράκης, ένα από τα σημαντικότερα εκθέματα του Λούβρου, έφυγε από την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, όταν δεν υπήρχε ελληνικό κράτος για να την προστατεύσει και να τη διεκδικήσει. Παρόμοια η τύχη των γλυπτών από τα αετώματα του ναού της Αφαίας Αθηνάς, στην Αίγινα, τα οποία κατέληξαν στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου. Κριτική για τους τρόπους με τους οποίους απέκτησε διάφορα αρχαία αντικείμενα δέχεται και το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης, με τον εισαγγελέα του Μανχάταν να ανακοινώνει τον περασμένο Μάιο την επιστροφή στον κινεζικό λαό δύο πέτρινων γλυπτών του 7ου αιώνα, αξίας σχεδόν 3,5 εκατ. δολ. – γιατί ως γνωστόν δεν έχει λεηλατηθεί μόνο η Ελλάδα. Η εισαγγελία του Μανχάταν είναι εκείνη που κατάφερε να αποδείξει και πως η μεγαλοσυλλέκτρια και μέλος του ΔΣ του ΜΕΤ Σέλμπι Γουάιτ κατείχε παρανόμως 29 ελληνικές αρχαιότητες. Είχε προηγηθεί η απόφαση να επιστραφούν στην Ελλάδα 47 αρχαία αντικείμενα από την τεράστια συλλογή του Μάικλ Στάινχαρντ – ο οποίος έχει τροφοδοτήσει κατά καιρούς τις συλλογές και τα ταμεία του Μητροπολιτικού Μουσείου, εξασφαλίζοντας και αίθουσα με το όνομά του. Στην εν λόγω συλλογή εντοπίστηκαν και άλλες παρανομίες, με τον Στάινχαρντ να υποχρεώνεται να επιστρέψει αρχαιότητες σε συνολικά έντεκα χώρες! Χιλιάδες αρχαία αντικείμενα και έργα τέχνης έχουν επιστρέψει τα τελευταία χρόνια οι ΗΠΑ και στο Ιράκ και την Αίγυπτο (άλλη μία χώρα οι αρχαιότητες της οποίας έχουν λεηλατηθεί), ανάμεσά τους και προϊόντα λεηλασιών και λαθρανασκαφών (όπως αποδείχτηκε έπειτα από ελέγχους) που περιλαμβάνονταν στη συλλογή του μεγιστάνα Στιβ Γκριν, του ανθρώπου που έχει ιδρύσει το Μουσείο της Βίβλου στην Ουάσιγκτον. Αλλά και στη χώρα μας, ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων ζήτησε να ερευνηθεί η προέλευση της συλλογής με τα κυκλαδικά ειδώλια του Λέοναρντ Στερν, αμφισβητώντας τη νομιμότητά της. Μέσα σε όλα ο Πάπας Φραγκίσκος επέστρεψε στη χώρα μας τρία θραύσματα Γλυπτών του Παρθενώνα που βρίσκονταν στα Mουσεία του Βατικανού. «Η απόφαση αυτή έρχεται αρωγός στην εργώδη προσπάθεια που καταβάλλει η ελληνική κυβέρνηση για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο και την επανένωσή τους με εκείνα που εκτίθενται στο Μουσείο της Ακρόπολης» έγραφε η ανακοίνωση που εξέδωσε του υπουργείο Πολιτισμού με αφορμή τη δωρεά (πείτε την και διορθωτική κίνηση).
Μιλώντας βεβαίως για την κλοπή και το παράνομο εμπόριο πολύτιμων αρχαιοτήτων και έργων τέχνης, εκτός από τις ιστορίες των μουσείων και των μεγάλων και γνωστών συλλεκτών που περιλαμβάνουν στις συλλογές τους προϊόντα αρχαιοκαπηλίας βρισκόμαστε και μπροστά σε μυστηριώδεις, γεμάτες σασπένς και αγωνία, ιστορίες ευφυών ή απλώς θρασύτατων και αδίστακτων κλεφτών. Φαντομάδων που κατάφεραν να αποσπάσουν ακόμα και από εξαιρετικά καλά φυλασσόμενους χώρους αριστουργήματα ανεκτίμητης αξίας, τις περισσότερες φορές για να τα εμπορευθούν. Κάποιοι από αυτούς εντοπίστηκαν (όπως φαίνεται πως συνέβη τώρα στην υπόθεση του Βρετανικού Μουσείου), μερικοί άλλοι όμως δεν αποκαλύφθηκαν ποτέ. Ομοίως, κάποια σπουδαία έργα που εκλάπησαν δεν βρέθηκαν ποτέ!
Η απαγωγή της Μόνα Λίζα
Το πρωί της 22ας Αυγούστου 1911, ο ζωγράφος Λουί Μπερού, ο οποίος φιλοτεχνούσε αντίγραφα της «Μόνα Λίζα» και τα πωλούσε στους επισκέπτες του Μουσείου του Λούβρου, παρατήρησε ότι ο κοσμαγάπητος πίνακας του Λεονάρντο Ντα Βίντσι έλειπε από τη θέση του. Θορυβημένος, έσπευσε να ειδοποιήσει τον αρμόδιο φύλακα, ο οποίος απάντησε πως μάλλον τον είχαν πάρει για συντήρηση. Οταν οι συντηρητές δήλωσαν απόλυτη άγνοια, σήμανε συναγερμός.
Ο διευθυντής του μουσείου, αρχαιολόγος Τεοφίλ Ομόλ, ετέθη σε διαθεσιμότητα, λίγες μόνο ημέρες αφότου είχε δηλώσει πως ουδείς μπορεί να κλέψει έναν πίνακα από το Λούβρο. Ανάμεσα στους υπόπτους για την κλοπή συνελήφθησαν έπειτα από εσφαλμένες καταγγελίες ο ποιητής Γκιγιόμ Απολινέρ και ο ζωγράφος Πάμπλο Πικάσο. Εννοείται πως και οι δύο αφέθηκαν ελεύθεροι. Τελικά ο ένοχος βρέθηκε: Ηταν ένας ιταλός μικροκακοποιός, ο Βιντσέντζο Περούτζια. Ο οποίος, μεταμφιεσμένος σε υπάλληλο, αποκαθήλωσε τον πίνακα, τον τύλιξε με ένα ρούχο και… μην τον είδατε! Τον έκρυψε στο διαμέρισμά του για δύο χρόνια αδυνατώντας να τον πουλήσει, και τελικά συνελήφθη όταν προσπάθησε να έρθει σε συμφωνία με έναν ιταλό γκαλερίστα και με τον διευθυντή της Πινακοθήκης Ουφίτσι στη Φλωρεντία.
Ο Περούτζια φυλακίστηκε, όμως στην Ιταλία ορισμένοι τον χαρακτήρισαν ακόμα και εθνικό ήρωα, θεωρώντας πως κίνητρό του ήταν η επιστροφή του έργου στην πατρίδα του, στην πατρίδα του δημιουργού του.
Ενας Καραβάτζιο για την ιταλική μαφία
Τον Οκτώβριο του 1969, ο πίνακας του Καραβάτζιο «Η Γέννηση με τον Αγιο Φραγκίσκο και τον Αγιο Λαυρέντιο» εκλάπη από το παρεκκλήσι του Σαν Λορέντζο στο Παλέρμο της Σικελίας. Εκτοτε έχει αντικατασταθεί από αντίγραφο. Οι κλέφτες αφαίρεσαν το έργο (ύψους περίπου 2,7 μέτρων και πλάτους δύο μέτρων) χρησιμοποιώντας ξυράφι, το τύλιξαν σε ένα χαλί και εξαφανίστηκαν. Interpol και FBI συνεργάστηκαν για την αποκάλυψη και τη σύλληψή τους χωρίς όμως αποτέλεσμα. Λέγεται πως υπεύθυνη για την κλοπή είναι η ιταλική μαφία και πως ο πίνακας εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να βρίσκεται κρυμμένος κάπου στη Σικελία. Μάλιστα, μέλος της μαφίας έχει αποκαλύψει στην Αστυνομία πως συμμετείχε στον κλοπή. Και πως ο ιδιώτης που κρυβόταν πίσω από την επιχείρηση, και που κινούσε τα νήματα, αρνήθηκε τελικά να αγοράσει τον πίνακα όταν είδε την καταστροφή που του είχαν προκαλέσει. Ακούγονται και άλλες τέτοιες ιστορίες, άλλοτε με τους αγοραστές να είναι οικογένεια Ιταλών (που τον έκρυψαν σε έναν αχυρώνα όπου καταστράφηκε από τους ποντικούς και τα γουρούνια), άλλοτε μεγάλοι συλλέκτες και έμποροι. Μία θεωρία θέλει τον πίνακα να πέρασε στα χέρια του διαβόητου μαφιόζου Γκαετάνο Μπανταλαμέντι.
Ασύλληπτοι φαντομάδες
Θα μπορούσε να είναι σκηνή από ταινία της περιπετειώδους σειράς με ήρωα τον Τζέιμς Μποντ: Στις 4 Σεπτεμβρίου 1972 ένοπλοι εισέβαλαν από έναν φεγγίτη στο Μουσείο Καλών Τεχνών του Μόντρεαλ, έδεσαν τους φύλακες και έφυγαν παίρνοντας μαζί τους 18 πίνακες, ανάμεσά τους έργα των Ντελακρουά, Κορό, Μπρίγκελ, Ρέμπραντ, Ρούμπενς, Γκένσμπορο, και κοσμήματα μεγάλης αξίας. Ενας από τους πίνακες επιστράφηκε από τους κλέφτες ως δείγμα καλής διάθεσης για να αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις για την εξαγορά των υπολοίπων. Ομως τα έργα δεν βρέθηκαν ποτέ. Ούτε εκείνοι που τα αφαίρεσαν.
Περιζήτητη «Κραυγή»
Η έκφραση αγωνίας που έχει το ανδρικό πρόσωπο στην «Κραυγή», τον διασημότερο πίνακα του Εντβαρντ Μουνκ, συμβαδίζει απόλυτα με τις περιπέτειες που έχει ζήσει το δις κλεμμένο έργο. Πρώτη φορά εκλάπη από την Εθνική Πινακοθήκη του Οσλο στις 12 Φεβρουαρίου 1994, ημέρα έναρξης των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του Λιλεχάμερ. Οι δύο άνδρες που τον πήραν μαζί τους άφησαν πίσω τους σημείωμα που έγραφε «ευχαριστούμε για την ανεπαρκή ασφάλεια». Ακολούθως ζήτησαν ένα εκατομμύριο δολάρια για να τον επιστρέψουν. Επειτα από οργανωμένη επιχείρηση ο πίνακας επέστρεψε στη θέση του στις 7 Μαΐου 1994. Σε δίκη που ακολούθησε τον Ιανουάριο του 1996 τέσσερις άνδρες καταδικάστηκαν για την κλοπή. Ενας εξ αυτών, ο Παλ Ενγκερ, είχε καταδικαστεί και παλαιότερα για κλοπή πίνακα του Μουνκ. Ομως τα βάσανα της «Κραυγής» δεν είχαν τελειώσει. Η «Κραυγή» (η εκδοχή του 1910 συγκεκριμένα) έκανε φτερά και στις 22 Αυγούστου 2004, αυτή τη φορά από το Μουσείο Μουνκ του Οσλο, μαζί με ένα ακόμα έργο του καλλιτέχνη, τη «Μαντόνα». Αυτή τη φορά την κλοπή διέπραξαν ένοπλοι μασκοφόροι. Το 2006 η νορβηγική Αστυνομία ανακοίνωσε πως βρέθηκαν και οι δύο πίνακες χωρίς να ανακοινώσει κάτι περισσότερο. Τα έργα είχαν υποστεί αρκετές φθορές τις οποίες οι ειδικοί κατάφεραν να αποκαταστήσουν σε μεγάλο βαθμό. Για την κλοπή δικάστηκαν έξι άνδρες και στους τρεις επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης.
Το μυστικό πίσω από τον κισσό
Πιατσέντσα, Ιταλία, 2019. Κηπουροί που εργάζονταν στην Πινακοθήκη Μοντέρνας Τέχνης Ricci Oddi, ενώ κλάδευαν τον κισσό έξω από το κτίριο, ανακάλυψαν στον τοίχο ένα μικρό μεταλλικό πάνελ. Οταν το μετακίνησαν βρήκαν μια μαύρη σακούλα απορριμμάτων. Και όταν άνοιξαν και τη σακούλα ανακάλυψαν τον πίνακα του Γκούσταβ Κλιμτ «Πορτρέτο κυρίας» που είχε κλαπεί 23 χρόνια νωρίτερα από το ίδιο μουσείο. Λίγες ημέρες μετά, σε επιστολή τους σε ιταλό δημοσιογράφο, οι αυτουργοί ομολογούσαν την πράξη τους, η οποία είχε πλέον παραγραφεί.
Ο Βαν Γκογκ αρέσει πολύ
Στις 7 Δεκεμβρίου 2002 κλέφτες χρησιμοποίησαν μια σκάλα για να σκαρφαλώσουν στη στέγη του Μουσείου Βαν Γκογκ του Αμστερνταμ και για να μπουν μέσα σπάζοντας ένα παράθυρο. Ακολούθως ξεκρέμασαν τους πίνακες «Εξοδος από την εκκλησία της Νουνέν» (1884) και «Αποψη της παραλίας του Σεβενίνγκεν» (1882) του κορυφαίου ζωγράφου και έφυγαν. Επειτα από 14 χρόνια, το 2016, τα έργα βρέθηκαν στη Νάπολι κατά τη διάρκεια έρευνας της ιταλικής Αστυνομίας για υπόθεση οικονομικών εγκλημάτων. Τη στιγμή της κλοπής ενός ακόμα πίνακα του Βαν Γκογκ, αυτή τη φορά από το μουσείο Singer Laren του Αμστερνταμ που ήταν κλειστό κατά την πανδημία της COVID-19, κατέγραψε η κάμερα ασφαλείας στις 30 Μαρτίου 2020.
Και άλλοι κλεμμένοι πίνακες
To 1934 αφαιρέθηκε από τον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Βονιφάτη στη Γάνδη ο πίνακας «Οι δίκαιοι κριτές και ο Αγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής», μέρος πολύπτυχου που είχαν φιλοτεχνήσει οι αδελφοί Βαν Aϊκ. Ο κλέφτης επέστρεψε το κομμάτι με τη μορφή του Αγίου Ιωάννη ως χειρονομία καλής θέλησης, όμως όταν ο επίσκοπος του ναού αρνήθηκε να καταβάλει λύτρα για την επιστροφή και των «δίκαιων κριτών» έκοψε κάθε επικοινωνία. Το μυστήριο παραμένει… Μάλιστα, ο Αλμπέρ Καμύ στο μυθιστόρημά του «Η πτώση» έβαλε τον ήρωά του, δικαστή Ζαν-Μπατίστ Κλαμάνς, να κρύβει τους «δίκαιους κριτές» στο διαμέρισμά του, στο Αμστερνταμ! Το 1985 πέντε μασκοφόροι ακινητοποίησαν με την απειλή όπλου επισκέπτες και προσωπικό στο παρισινό Musée Marmottan Monet και έκλεψαν εννέα πίνακες η αξία των οποίων αποτιμήθηκε στα 12.000.000 δολάρια. Τα έργα βρέθηκαν το 1990 σε μια βίλα στην Κορσική, ενώ όπως αποκαλύφθηκε στην κλοπή είχε εμπλοκή και η ιαπωνική Γιακούζα. Για περισσότερα από 500.000.000 δολάρια αποτιμώνται οι 13 πίνακες που έκαναν φτερά από το μουσείο Isabella Stewart Gardner της Βοστώνης στις 18 Μαρτίου 1990, στη μεγαλύτερη σε αξία κλοπή έργων τέχνης στην Ιστορία. Το έγκλημα διέπραξαν δύο άνδρες μεταμφιεσμένοι σε αστυνομικούς οι οποίοι έπεισαν τους φύλακες να τους βάλουν στο κλειστό μουσείο (ήταν αργά το βράδυ), λέγοντας πως δήθεν είχαν λάβει κλήση για έκτακτο συμβάν. Ανάμεσα στα κλεμμένα αριστουργήματα περιλαμβάνονται έργα του Ρέμπραντ και του Βερμέερ. Το 2010 το έργο του Πικάσο «Περιστέρι με μπιζέλια» εκλάπη από το Musée d’Art Moderne de la Ville de Paris. Δεν βρέθηκε ποτέ. Το 2012 κλοπή σημειώθηκε και στην Αθήνα, στην Εθνική Πινακοθήκη. Πενηντάχρονος ελαιοχρωματιστής αφαίρεσε έργο του Πικάσο με τον τίτλο «Γυναικείο Κεφάλι», έργο του Μοντριάν με τον τίτλο «Μύλος» και σχέδιο θρησκευτικού θέματος του Μονκάλβο. Ο δράστης, που συνελήφθη το 2021, ισχυρίστηκε πως έγινε κλέφτης από αγάπη για την τέχνη. Παρέδωσε στις αρχές τους δύο πίνακες και υποστήριξε πως το σχέδιο καταστράφηκε όταν κόπηκε, στην προσπάθειά του να διαφύγει από την Πινακοθήκη, και το χρησιμοποίησε για να σκουπίσει τα αίματα! Η εμφάνιση παρόμοιου έργου του Μονκάλβο σε δημοπρασία στη Φλωρεντία κάνει τους ειδικούς να υποπτεύονται πως ίσως το κλεμμένο σχέδιο υπέστη «καλλωπισμό» για λόγους παραπλάνησης.