Η ενδοκρινολόγος μου, που είναι μια καταπληκτική γιατρός, όταν πριν από λίγους μήνες τής πήγα τις γενικές εξετάσεις αίματος, που κάνω περιοδικά, ήταν σαφής ως προς το τι ακριβώς με περιμένει. Μου εξήγησε πως ή θα έχανα τουλάχιστον δέκα κιλά, ακολουθώντας ένα κάπως σκληρό πρόγραμμα διατροφής και άσκησης που οι συνεργάτες της θα μου ετοίμαζαν μετά από τεστ DNA το οποίο θα έδειχνε τι με παχαίνει, ή θα έπρεπε να αρχίσω να παίρνω τέσσερα χάπια την ημέρα προτού επισκεφθώ και τον καρδιολόγο μου, που όλο και κάποιο χάπι θα μου έδινε κι αυτός.
Εχω περάσει πολλές ιατρικές περιπέτειες, αλλά δεν αισθάνομαι για αυτόν τον λόγο ατρόμητος: ίσα-ίσα. Η ιδέα ότι θα πρέπει ανάμεσα στις τόσες σκοτούρες μου να προστεθούν και τα χάπια, με τρόμαξε. Είπα θα χάσω 10 κιλά. Και έχασα πάνω από 15. Αισθάνομαι καλύτερα; Κάπως ναι: χαίρομαι π.χ. που μου κάνουν πάλι παλιά πουκάμισα και παλιά παντελόνια – το vintage έχει την πλάκα του. Αλλά αυτό κατά βάση που κατάλαβα μετά την απώλεια τόσων περιττών κιλών είναι ότι οι άνθρωποι έχουν συνδέσει το αδυνάτισμα με κάποιου τύπου ασθένεια. Από τότε που έχασα τα κιλά, κερδίζοντας όλες τις μάχες με τη ζυγαριά μου, όποιος με βλέπει και έχει καιρό να με συναντήσει με ρωτάει τι έπαθα και αν η ασθένεια που έχω αντιμετωπίζεται. Με ρωτούν με φανερή αγωνία (και τους ευχαριστώ δημοσίως για το ενδιαφέρον) κυρίως όσοι για χρόνια με νουθετούσαν πως πρέπει να χάσω κανένα κιλό: τώρα που το έκανα, τρομάζουν!
Ενα από τα πράγματα που έχουν αλλάξει στην ιστορία της ανθρωπότητας είναι η αντίληψή μας για τη σχέση της ευεξίας με τα κιλά. Ας αφήσουμε στην άκρη τα «νοῦς ὑγιής ἐν σώματι ὑγιεῖ» των αρχαίων Ελλήνων: η συγκεκριμένη παρατήρηση έχει να κάνει πιο πολύ με το μυαλό, νομίζω, παρά με το κορμί – όποιος την πρωτοέκανε ήταν σαν να λέει πως σίγουρα δεν έχει μυαλό όποιος δεν φροντίζει τον εαυτό του. Ας μην ασχοληθούμε επίσης καθόλου με το αναγεννησιακό μοντέλο ομορφιάς, που ήθελε ειδικά τις γυναίκες εύσωμες, τόσο ώστε να ασφυκτιούν στους κορσέδες τους, που ήταν έργα τέχνης. Ας μείνουμε στα της εποχής μας.
Ολοι, θαρρώ, μεγαλώσαμε με μια γιαγιά και μια μάνα που όχι μόνο μας κυνηγούσαν να φάμε, αλλά παραπονιόντουσαν και στον παιδίατρο γιατί το παιδί τους δεν τρώει. Δεν νομίζω πως στη δεκαετία του ’60, του ’70 και του ’80 υπήρχε συζήτηση για αυτό που σήμερα αποκαλούμε «παιδική παχυσαρκία». Αν κάποιο παιδί είχε κιλά παραπάνω, η ετυμηγορία του σπιτιού (με τη σύμφωνη γνώμη θείων και γειτόνων) ήταν ότι «το παιδί το παραπάνω βάρος θα το ρίξει σε μπόι». Αν αυτές οι προβλέψεις πραγματοποιούνταν, η Ελλάδα μας θα ήταν μια μοναδική χώρα στην οποία θα ζούσαν οι πιο ψηλοί άνθρωποι του κόσμου: ο μέσος άνδρας θα κοιτούσε τον Παναγιώτη Φασούλα από ψηλά. Αλλά και το να είχε ο άνδρας ή η γυναίκα (και όχι απλά ο κάθε μπόμπιρας) κανένα κιλό παραπάνω εκείνες τις μακρινές πλέον δεκαετίες, δεν ήταν πρόβλημα: πρόβλημα ήταν να είσαι «κοκαλιάρης» ή «κοκαλιάρα». Οταν μάλιστα ήθελε κάποιος να επισημάνει πως υπήρχε μια εποχή που δεν ήταν καλά, ξεκινούσε τη διήγησή του λέγοντας πως είχε μείνει «πετσί και κόκαλο»! Μερικοί από τους πιο αντιπαθητικούς χαρακτήρες ήταν αδύνατοι, ψηλόλιγνοι: π.χ. ο νεκροθάφτης στον Λούκι Λουκ ή ο μυταράς Ιούλιος Καίσαρας του Αστερίξ – ο Οβελίξ, αντίθετα, που είχε πέσει στο μαγικό φίλτρο μικρός, ήταν μια χαρά χοντρούλης, άλλο αν ήθελε να τον αποκαλούν «εύσωμο». Δύο γενιές μεγάλωσαν με ξαδερφούλες που κοίταζαν τον καθρέφτη και έλεγαν αυτάρεσκα «τα πάχη μου, τα κάλλη μου» και είχαν και δίκιο, αφού στα μάτια μας ήταν κούκλες. Οπως άλλωστε ωραίος ήταν και ο μπαμπάς που αποκτώντας μια ωραία κοιλίτσα ήταν σαν να κάνει δημόσια δήλωση πως στη ζωή τα πράγματα τού έχουν πάει καλά.
Και μετά; Μετά ήρθαν τα 90s και για κάποιον λόγο όποιος είχε κανένα κιλό παραπάνω έπρεπε να απολογείται. Οι γυναίκες έτρεχαν στα μεγάλα ινστιτούτα αδυνατίσματος. Τα lifestyle περιοδικά της εποχής αποθέωναν μοντέλες χωρίς καμπύλες. Ξεκίνησαν να εμφανίζονται αναψυκτικά χωρίς ζάχαρη. Oσοι είχαμε συνηθίσει να γυρνάμε με το σπαστό καλαμάκι τη ζάχαρη που ήταν στον πάτο του ποτηριού του φραπέ, έπρεπε να αρχίσουμε να τον πίνουμε σκέτο – δεν αντεχόταν η πίκρα του. Ακόμα και στα παραδοσιακά καφενεία, κανείς δεν παρήγγελλε έναν «γλυκύ βραστό» και ο εσπρέσο εισέβαλε: πολλοί τον έπιναν με ζαχαρίνη που κουβαλούσαν σε μια πλαστική θήκη ειδική. Στο ξεκίνημα της νέας χιλιετίας είχε σχεδόν ποινικοποιηθεί οτιδήποτε μας πάχυνε: οι πατάτες τηγανητές, το αλκοόλ, η πίτσα και οι μακαρονάδες, τα σουβλάκια με πίτα και μουστάρδα. Ξεκινήσαμε τη ζωή θεωρώντας υποχρέωση να βουτάμε το ψωμί στο λάδι της σαλάτας και σήμερα τη σαλάτα τη ραντίζουμε με λάδι: τα κάναμε τόσο σαλάτα που και τη σαλάτα με ενοχές την αντιμετωπίζουμε. Αλλά όταν οι γιατροί άρχισαν να λένε ότι η νευρική ανορεξία είναι μάστιγα και όταν οι ψυχολόγοι υποστήριζαν πως πρέπει να αποδεχόμαστε τον εαυτό μας χωρίς να καταπιεζόμαστε από λογιών-λογιών στερεότυπα, μπλέξαμε ακόμα πιο πολύ: σήμερα δεν ξέρουμε τι είναι πρόβλημα – το να έχεις κιλά παραπάνω και να σε καμαρώνει ο ψυχολόγος γιατί έχεις αυτοπεποίθηση ή το να έχεις κιλά λιγότερα και να είναι ευχαριστημένος ο γιατρός σου;
Υπάρχει πάντα ως οδηγός το «πᾶν μέτρον ἄριστον». Πολύ ωραία. Αλλά ποιος το ορίζει το μέτρο; Το μέτρο το ορίζουν οι γενικές εξετάσεις, θα πει κάποιος: οι δείκτες του σακχάρου και της χοληστερόλης – μαζί και τα τρομερά τριγλυκερίδια που κάθε φορά που ακούω για αυτά νομίζω πως πρόκειται για νιτρογλυκερίνη που κουβαλάμε στον οργανισμό μας. Oμως αν η απώλεια των κιλών προκύπτει μετά από τρομερή καταπίεση στην οποία υποβάλλουμε τον εαυτό μας, δεν θα έχει για αυτό αντιρρήσεις ο ψυχολόγος μας; Και αν αυτή η απώλεια είναι απλώς σημάδι μιας μεγάλης θέλησης, τότε γιατί όλοι με ρωτούν μήπως αρρώστησα; Δεν περιμένω απαντήσεις. Μοιράζομαι απλώς μαζί σας απορίες γιατί ευτυχώς είμαι καλά. Και ας δείχνουν φανερά τη δυσπιστία τους όσοι το ακούν από εμένα. «Τόσα κιλά δεν χάνονται με διατροφή» διαβάζω στο συννεφάκι της σκέψης τους. Και σημειώνω να θυμηθώ αυτή μου τη συνήθεια να τη συζητήσω με έναν ψυχολόγο.