Με την πρόσφατη εμφάνισή του στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, όπου ερμήνευσε Σούμπερτ, Σούμαν και Λιστ, επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά την υψηλή του κλάση. Μέγας δεξιοτέχνης του πιάνου, ο Αρκάντι Βολόντος έχει τον τρόπο να παρασύρει το κοινό σε έναν κόσμο γεμάτο χρώματα, φαντασία και ευγενικά αισθήματα, μετατρέποντάς κάθε εμφάνισή του σε μοναδική εμπειρία.

Ο γεννημένος το 1972 στην Αγία Πετρούπολη πιανίστας από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, οπότε ξεκίνησε τη διεθνή καριέρα του, μέχρι σήμερα εξακολουθεί να εντυπωσιάζει με την ανυπέρβλητη τεχνική και τη βιρτουοζιτέ του. Και ενώ μας χαρίζει γενναιόδωρα τη μουσική του και αποθεώνεται σχεδόν καθημερινά στις μεγαλύτερες αίθουσες συναυλιών του πλανήτη, ο ίδιος πορεύεται σε έναν δρόμο μοναχικό, αναζητώντας πάντα την ανέφικτη τελειότητα αλλά και τη… σιωπή.

Τη σιωπή γύρω και εντός του, ως μονοπάτι που οδηγεί στην ωρίμαση, όπως αποκαλύπτει στην αποκλειστική συνέντευξη που παραχώρησε στο ΒΗΜΑgazino λέγοντας: «Πιστεύω βαθιά μέσα μου ότι μόνο έτσι η τέχνη μας θα βρει νέα φρεσκάδα, μόνο αφού βιώσει ή επιστρέψει στη σιωπή».

Εσείς, εκτός από το να καταφεύγετε στη σιωπή, πώς αλλιώς, με ποιους άλλους τρόπους ανταποκρίνεστε στις σωματικές και στις ψυχικές απαιτήσεις του αυστηρού προγράμματος που ακολουθείτε;

«Ο εσωτερικός πλούτος, συναισθηματικός και διανοητικός, είναι μια ζωτική αναγκαιότητα. Μετά από τόσα χρόνια καριέρας, δεν μπορώ να σας πω πόσο μισώ τα αεροδρόμια, τους σταθμούς τρένων, τις μετακινήσεις από τα ξενοδοχεία στις αίθουσες συναυλιών, τη γραφειοκρατική ρουτίνα της δουλειάς! Τρέχω μακριά της. Αποσύρομαι για ενάμιση μήνα κάθε χρόνο για να ξεκουραστώ και να φτιάξω τα προγράμματά μου. Λατρεύω τον διαλογισμό και την ομορφιά της φύσης. Η σημερινή πανταχού παρούσα «μουσική» δεν είναι τίποτε άλλο παρά οργανωμένος θόρυβος. Θόρυβος, θόρυβος, θόρυβος! Πού βρίσκεται η γαλήνη; Γι’ αυτό σας λέω, η τέχνη μας θα βρει νέα φρεσκάδα – αναφέρομαι και στον χώρο της σύνθεσης – μόνο αφού βιώσει τη σιωπή».

Εχετε σπουδάσει, πολύ νέος ακόμη, φωνητική μουσική και έπειτα διεύθυνση ορχήστρας. Πώς επηρέασε αυτό την εξέλιξή σας και την προσέγγισή σας στο πιάνο;

«Και οι δύο γονείς μου ήταν λυρικοί τραγουδιστές, ομολογώ όμως ότι το τραγούδι δεν ήταν ποτέ η αγαπημένη μου ασχολία. Επιπλέον, στη σχολή που είχα πάει σπουδάσαμε κυρίως διεύθυνση χορωδίας, όχι τραγούδι. Επειτα πολλοί μαθητές στράφηκαν προς τη διεύθυνση ορχήστρας χάρη στις γερές μουσικές βάσεις που διέθεταν. Τραγουδούσα βέβαια στη χορωδία, αλλά ήταν μάλλον βαρετό, γιατί εκτός από το ρεπερτόριο της κλασικής χορωδίας μελετήσαμε πολλά σοβιετικά τραγούδια κακής ποιότητας. Οπότε, δεν μπορώ να πω ότι το τραγούδι έπαιξε τον κύριο ρόλο στην προσέγγισή μου στο πιάνο. Αυτό που σίγουρα με βοήθησε ήταν οι πολύπλευρες μουσικές σπουδές που έλαβα και φυσικά η γενικότερη ατμόσφαιρα που επικρατούσε σε αυτό το σχολείο, οι μουσικοί που δούλευαν εκεί και οι φίλοι μου που ήταν παθιασμένοι με τη μουσική».

Τελικά τι σας ενέπνευσε να ξεκινήσετε να παίζετε πιάνο και να αφοσιωθείτε σε αυτό;

«Δεν ήμουν παιδί-θαύμα, δεν ήμουν ο συνηθισμένος τύπος «wunderkind». Για πολύ καιρό δεν ήμουν καν σίγουρος για τη μουσική μου κλίση. Οπως σας είπα, ξεκίνησα την εκπαίδευσή μου στην Αγία Πετρούπολη, στην Glinka State Academic Capella. Γύρω στα δεκαέξι μου χρόνια αποφάσισα να αφοσιωθώ αποκλειστικά στο πιάνο, κάτι που δεν ήταν εύκολο, αφού με χώριζε χάσμα από εκείνον τον κόσμο.

Στη Μόσχα η Γκαλίνα Εγκουιζάροβα, η πρώτη μου δασκάλα, με έσωσε κυριολεκτικά. Είχαν πει ότι ήταν πολύ αργά για εμένα να ξεκινήσω σοβαρές σπουδές, ότι θα μπορούσα, αν επέμενα, να γίνω χορδιστής, γιατί είχα απόλυτο αφτί. Η Γκαλίνα ήταν η πρώτη που είπε: «Θα γίνεις πιανίστας». Ηταν η πρώτη που ανέλαβε τη μουσική μου εκπαίδευση.

Που διεύρυνε τις γνώσεις μου ανοίγοντάς μου νέους δρόμους. Μια μέρα ένας ταλαντούχος μαθητής έπαιξε στην τάξη. Κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά η Γκαλίνα δεν του είπε τίποτα. Μου εξήγησε γιατί: «Σύντομα θα το καταλάβει χωρίς τη βοήθειά μου και θα διορθωθεί μόνος του, είναι καλύτερο από το να τον διόρθωνα εγώ». Ημουν πολύ τυχερός με τους δασκάλους μου. Δεν μου επέβαλαν τίποτα. Ούτε ο Ζακ Ρουβιέ, αργότερα, στο Ωδείο του Παρισιού, ούτε ο Ντμίτρι Μπασκίροφ στη Μαδρίτη. Η λέξη «μαθήματα» είναι πολύ λίγη για να περιγράψει τη σχέση που ανέπτυξα μαζί τους».

Σας έχουν επαινέσει για την αξιοσημείωτη τεχνική σας. Πώς αναπτύξατε τις δεξιότητες που σας ξεχωρίζουν;

«Διαφωνώ με την τρέχουσα χρήση του όρου «βιρτουόζος». Η δεξιοτεχνία δεν έχει να κάνει μόνο με την ταχύτητα, τη δύναμη, τον χαρακτήρα μιας εκτέλεσης. Δεν περιορίζεται σε αυτά. Οι αθλητικές επιδόσεις δεν με τράβηξαν ποτέ. Η θεαματική και φανταχτερή πλευρά δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Βιρτουόζος δεν είναι εκείνος που εντυπωσιάζει τον ακροατή με τα πυροτεχνικά εφέ του. Είναι εκείνος που αφήνει την τεχνική ικανότητα να ξεθωριάζει κάτω από τη δύναμη, την ποικιλομορφία, την ομορφιά των χρωμάτων και των αποχρώσεων, κάτω από τη συναισθηματική επίδραση της ερμηνείας του. Ετσι κι εγώ, προσπαθώ να ξεπεράσω την παρτιτούρα, να ξεχάσω την τεχνική υπέρ της μουσικής εικόνας».

Πώς όμως διατηρείτε αυτή την απαραίτητη αίσθηση φρεσκάδας και πρωτοτυπίας στις ερμηνείες σας όταν παίζετε τα ίδια κομμάτια ξανά και ξανά;

«Είναι ένας δρόμος για να πηγαίνεις πάντα βαθύτερα στη μουσική. Είτε ξεκουράζομαι είτε δουλεύω, η μουσική ηχεί μέσα μου διαρκώς, θέλω δεν θέλω. Οι σονάτες του Σούμπερτ, του Μπετόβεν και όλα τα μεγάλα έργα, μας συντροφεύουν σε όλη τη ζωή μας, ταξιδεύουμε μαζί τους σε όλη τη ζωή μας, η σχέση μας μαζί τους αλλάζει σε όλη τη ζωή, χάρη σε αυτά εξελισσόμαστε ως μουσικοί. Οταν εμείς οι κοινοί θνητοί παίζουμε τη μουσική των ιδιοφυών συνθετών, προσπαθούμε να έρθουμε λίγο πιο κοντά στην υπέρβασή τους, στον κόσμο τους.

Ο Φερούτσιο Μπουζόνι, που τον θαυμάζω πολύ, είπε ότι η ζωή μας είναι πολύ μικρή για να κατανοήσουμε τη Σονάτα για πιάνο Νο. 29 «Hammerklavier» του Μπετόβεν! Μου αρέσει όταν τα έργα ζουν μέσα μου και γίνονται μέρος του εαυτού μου. Γι’ αυτό επιστρέφω συνέχεια στους ίδιους συνθέτες και στις ίδιες συνθέσεις. Τις ανακαλύπτω ξανά και ξανά με τα χρόνια. Στενοχωριέμαι όταν πρέπει να εγκαταλείψω ένα πρόγραμμα. Δεν ανήκω στους μουσικούς που επιδιώκουν να φτιάξουν μεγάλο ρεπερτόριο, χρειάζομαι τη διαδικασία του καλλιτεχνικού προβληματισμού: Επιδιώκω να εκφράζω πλήρως τις προθέσεις μου και αυτό μπορώ να το πετύχω μόνο μέσω της διαρκούς, έστω συχνής, επαφής μου με τα έργα».

Εχετε ηχογραφήσει μεταγραφές ορχηστρικών έργων. Πώς προσεγγίζετε την τέχνη της μεταγραφής;

«Οταν ήμουν νέος κατέγραφα με το αφτί όλες τις μεταγραφές του Βλαντίμιρ Χόροβιτς, κυρίως από ενδιαφέρον για αυτές τις περίπλοκες φόρμουλες που με γοήτευαν. Ηταν ένα διασκεδαστικό χόμπι. Αυτό που με ενδιέφερε ήταν η διαδικασία μιας μεταγραφής – πώς να αλλάξω στοιχεία, πώς να παίξω ένα τέτοιο κομμάτι με διαφορετικό τρόπο. Ολες μου οι μεταγραφές, το «Rondo Alla Turca» – που δεν μπορώ πια να ακούσω, το μισώ τόσο πολύ! –, το «Andante» από τη Σονάτα για τσέλο Οp. 19, όλες είναι γεννημένες από αυθόρμητο αυτοσχεδιασμό.

Ο Γκιόργκι Τσίφρα μού είπε ότι οι μεταγραφές του ήταν καθαροί αυτοσχεδιασμοί που συνελήφθησαν μια συγκεκριμένη στιγμή. Αυτός είναι ο λόγος που δεν βρίσκω νόημα στο να επαναλαμβάνω τις μεταγραφές πολλές φορές ή να τις δημοσιεύω. Εκπλήσσομαι που άλλοι πιανίστες προτιμούν να παίζουν τις μεταγραφές μου αντί να φαντάζονται τις δικές τους. Εχει γραφτεί ότι με ενδιαφέρει μόνο η μεταγραφή για τα εφέ που παράγει στο κοινό. Αλλά αυτό που παίζω δεν είναι δύσκολο, το αντίθετο, γιατί είναι πάντα πολύ καλά σχεδιασμένο για το όργανο! Κοιτάξτε την «τρομακτική» μεταγραφή του «Πετάγματος της μέλισσας»που έκανε ο Τσίφρα. Ακούγεται υπέροχο, είναι υπέροχο, από την άποψη της γραφής πιάνου, αλλά την ίδια στιγμή οποιοσδήποτε μαθητής μπορεί να καταφέρει να παίξει αυτούς τους καταρράκτες οκτάβας martellato, αν διαθέτει την τεχνική. Ο Τσίφρα ήξερε πώς να εκμεταλλεύεται τα πλήκτρα. Αυτό είναι που μου αρέσει, βασικά να διαμορφώνω ένα υλικό με διαφορετικούς τρόπους, να το επεκτείνω, να το αντιστρέφω, να τροποποιώ την αρμονία του, την αντίστιξη…».

Οι ερμηνείες σας συχνά χαρακτηρίζονται ποιητικές και βαθιά συναισθηματικές. Πώς μελετάτε για να βρείτε την «ψυχή» ενός κομματιού;

«Η Μαρία Γιούντινα, της οποίας η ερμηνεία της «Lacrimosa» από το «Ρέκβιεμ» του Μότσαρτ είναι το μεγαλύτερο μνημείο πνευματικότητας που υπάρχει, ζούσε σε ένα μικρό δωμάτιο στη Μόσχα. Κάποια στιγμή, στη μέση του χειμώνα, το παράθυρό της έσπασε. Οταν το έμαθαν οι φίλοι της έκαναν έρανο για να το επισκευάσει και να μην πεθάνει από το κρύο. Εκείνη προτίμησε να δώσει όλα αυτά τα χρήματα σε φτωχά παιδιά. Ποιος πιανίστας σήμερα μπορεί να καυχηθεί για τέτοιο επίπεδο ανθρωπιάς; Ολα έχουν αλλάξει: νοοτροπίες, αξίες, πολιτισμικές αναφορές. Πολλοί νέοι με ρωτούν: «Μα, Αρκάντι, πώς παράγεις αυτόν τον ήχο;».

Ομως δεν έχει να κάνει με τα δάχτυλά μου. Ο ήχος προέρχεται από την καρδιά, γι’ αυτό ο ήχος του Γκουλντ, του Ρίχτερ ή του Χόροβιτς είναι ασύγκριτος. Κάθε ένας από αυτούς έχει μια μοναδική ψυχή που αντανακλάται στον ήχο του. Αλλά αν η ψυχή σου είναι άδεια… Σήμερα υπάρχει μια γενική τυποποίηση, αντανάκλαση του βιομηχανικού και μηχανιστικού μας κόσμου. Πιστεύω ότι γι’ αυτό η κλασική μουσική υποφέρει τόσο πολύ, γιατί δύσκολα είναι συμβατή με τον υλισμό που είναι από τα κύρια χαρακτηριστικά αυτού του κόσμου. Εχει να κάνει κυρίως με τον εσωτερικό κόσμο, αλλά αυτό που βλέπουμε παντού είναι άνθρωποι που δεν συνδέονται με τον εαυτό τους. Δηλητηριασμένοι από τα κοινωνικά δίκτυα, φοβούνται τη σιωπή. Δεν υπάρχει πια σιωπή πουθενά. Αλλά η μουσική βγαίνει από τη σιωπή».

Ποιοι καλλιτέχνες σάς έχουν επηρεάσει;

«Στη δισκογραφία το μεγαλύτερο σοκ μου ήταν ο Ραχμάνινοφ. Η ανακάλυψή του με συγκλόνισε. Μετά άκουσα Σοφρονίτσκι. Στη Σοβιετική Ενωση, ανακάλυψα τις σονάτες του Μπετόβεν μέσω του Αρτουρ Σνάμπελ. Οταν έφτασα στη Γαλλία, στα δεκαεπτά μου, δεν ήξερα τον Σαμσόν Φρανσουά, ήξερα μόνο τον Αλφρέντ Κορτό. Στο Παρίσι, η συναυλία που με εντυπωσίασε περισσότερο ήταν όταν ο Ράντου Λούπου έπαιξε Μότσαρτ στη Salle Pleyel. Ενα θαύμα! Με σημάδεψε για όλη μου τη ζωή».

Υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος συνθέτης ή κομμάτι που σας συγκινεί περισσότερο σε αυτό το στάδιο της καριέρας σας;

«Φυσικά, αυτοί που παίζω αυτή τη στιγμή, ο Σούμπερτ, ο Σούμαν, ο Λιστ. Χωρίς το πάθος που νιώθω για εκείνους δεν μπορώ να βγω στη σκηνή».

Ο πιανίστας πρέπει να μένει απόλυτα πιστός στην παρτιτούρα που ερμηνεύει ή να παρεμβαίνει και να βάζει με τον τρόπο του τη δική του υπογραφή;

«Θα απαντήσω όπως ο Βλαντίμιρ Σοφρονίτσκι που του έκαναν την ίδια ερώτηση: προτού βγω στη σκηνή, έχω ένα πολύ σαφές σχέδιο στο μυαλό μου και ξέρω όλα όσα θέλω να κάνω, ακόμα και τις σιωπές. Μόλις όμως βγω στη σκηνή, όλα μπορεί να αλλάξουν: μπορώ να αυτοσχεδιάσω, να αλλάξω τον ρυθμό, τη δυναμική, το rubato… Ομως, αν δεν έχω ένα ακριβές σχέδιο στην αρχή, ξέρω ότι θα παίξω άσχημα».

Ποια η σχέση μεταξύ του ερμηνευτή και του κοινού κατά τη διάρκεια ενός ζωντανού ρεσιτάλ;

«Αυτή είναι πραγματική μαγεία, που μπορεί όμως να μη συμβαίνει πολλές φορές! Θυμάμαι μια συναυλία του Σβιάτοσλαβ Ρίχτερ – ήταν τότε πολύ μεγάλος και πολύ αδύναμος – στο Μουσείο Πράδο. Μια συναυλία για μαθητές: Μια σονάτα του Προκόφιεφ, οι «Καθρέφτες» και τα «Valses nobles et sentimentales» του Ραβέλ… Ηταν ένας χρόνος πριν από τον θάνατό του, δεν μπορούσε να παίξει δυνατά. Στην αρχή σκέφτηκα, «Θεέ μου, πώς θα το βγάλει πέρα όλα αυτό;». Μετά μας υπνώτισε. Είχα την εντύπωση ότι μπορούσαμε να αγγίξουμε σωματικά τη μουσική. Δεν έχω βιώσει ποτέ παρόμοια αίσθηση με κανέναν. Μια ηχογράφηση δεν θα μπορούσε να αποτυπώσει αυτή τη μαγική εμπειρία, θα είχαμε ακούσει μόνο τα ελαττώματα.

Στις «Εικόνες από μία έκθεση» του Μουσόργκσκι υπάρχει μια ενότητα με τίτλο » Με τους νεκρούς σε νεκρή γλώσσα» («Cum mortuis in lingua mortua»). Κάπως έτσι, σε έναν τέτοιον διάλογο, ο Ρίχτερ γινόταν ο ενδιάμεσος που περνάει μέσα από τον καθρέφτη και μιλάει με τους συνθέτες στη γλώσσα τους. Μου αρέσει πολύ αυτή η ιδέα και την έζησα χάρη στον Ρίχτερ. Οσο για εμένα, μου είναι απαραίτητο να προκαλώ τη σιωπή από το κοινό, που είναι η πραγματική σύνδεση με τη μουσική. Οταν αντιλαμβάνομαι αυτή την απόλυτη σιωπή, νιώθω ότι «αυτό είναι!». Μετά έχω εξαντληθεί, είμαι χωρίς ενέργεια! Πολύ περισσότερο μετά από μία σονάτα του Σούμπερτ παρά με ένα δεξιοτεχνικό κομμάτι του Λιστ. Αυτή η εσωτερική μουσική ένταση με σκοτώνει! Αλλά όπως είπε και πάλι ο Σοφρονίτσκι, «πρέπει να έχουμε πάντα τη γεύση του αίματός μας να πέφτει στα πλήκτρα». Πρέπει δηλαδή να ξέρουμε να δίνουμε ένα κομμάτι του εαυτού μας για να καταφέρουμε να επικοινωνήσουμε το ουσιαστικό».

Τι ρόλο πιστεύετε ότι παίζει η κλασική μουσική στον σημερινό κόσμο και πώς τη βλέπετε να εξελίσσεται στο μέλλον;

«Η μουσική είναι για εμένα η πιο ολοκληρωμένη πνευματική δραστηριότητα που υπάρχει: μιλάει στην καρδιά, στην ψυχή, περισσότερο ή ακόμα καλύτερα από τον εγκέφαλο. Κατηγορείται ότι είναι ελιτίστρια – είναι, δεν υπάρχει αμφιβολία, αλλά η ελίτ στην οποία απευθύνεται δεν είναι κοινωνική, εξουσία ή χρηματική ελίτ. Η μουσική είναι ένα δώρο: μιλάει στη γη, σε όλα τα όντα που την κατέχουν και ως εκ τούτου δεν καταναλώνεται σαν ένα χυδαίο πολιτιστικό αγαθό.

Ξέρετε, η εποχή μας φοβάται ότι θα ξεπεραστεί από τις μηχανές που επινοεί, τρέμει στην ιδέα ότι τα ρομπότ που έχουν γίνει πολύ προηγμένα θα μπορούσαν μια μέρα να επαναστατήσουν εναντίον του ανθρώπου και να τον κυβερνήσουν. Αυτό το θέμα είναι επαναλαμβανόμενο στην επιστημονική φαντασία, αλλά για εμένα ο κίνδυνος είναι ακριβώς το αντίθετο. Μισώ τους υπολογιστές: η διαπροσωπική επικοινωνία μέσω οθονών και πληκτρολογίων με καταθλίβει. Αυτό το χαμογελαστό emoji είναι η πιο απεχθής παρενόχληση που μπορεί κανείς να φανταστεί! Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο φοβάμαι την απευαισθητοποίηση των ανθρώπων».

Υπάρχουν σήμερα νέοι πιανίστες ή μουσικοί των οποίων η δουλειά σάς εμπνέει ή σας δίνει ιδιαίτερη ώθηση;

«Νομίζω ότι υπάρχουν πολλά νεαρά ταλέντα. Ευτυχώς! Αυτό που με ανησυχεί περισσότερο είναι ότι η Δυτική μουσική δεν αναπτύσσεται πια, σαν να έχει εξαντλήσει τα μέσα της. Ο κόσμος της κλασικής μουσικής έχει μείνει στάσιμος. Δεν υπάρχουν πια νέες συνθέσεις με στοιχεία ιδιοφυΐας, δεν βγαίνουν άλλα αριστουργήματα. Στο ωδείο μελετάμε τα ίδια και τα ίδια, ακούμε όλο και πιο ξενέρωτες ηχογραφήσεις, στο Διαδίκτυο υπάρχουν πολλά «σκουπίδια» και ο κόσμος δεν ξέρει πια προς τα πού να στραφεί. Η μουσική είναι υπερβολικά φθαρμένη και ταπεινωμένη».

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, τι συμβουλή θα δίνατε στους επίδοξους πιανίστες που φιλοδοξούν να αφήσουν το αποτύπωμά τους;

«Θα συμβούλευα τους νέους μουσικούς πάνω από όλα να μη γίνουν σκλάβοι του οργάνου, να κοιτάξουν πέρα ​​από την αίθουσα του πιάνου, να ακούσουν τη σιωπή, να διαβάσουν, να αγαπήσουν, να ζωντανέψουν τη μουσική μέσα στον εαυτό τους».