Το ρωμαϊκό αμφιθέατρο που βρίσκεται στην πλατεία Μπρα της Βερόνας, μιας από τις ομορφότερες πόλεις της του ιταλικού Βορρά, θα ήταν πιθανώς ένα ακόμα αρχαιολογικό αξιοθέατο σε μια χώρα κατάσπαρτη από τέτοιου είδους θησαυρούς αν δεν τραβούσε την προσοχή του Τζιοβάνι Ζενατέλο. Ο γεννημένος στη Βερόνα τενόρος, ένας από τους μεγαλύτερους λυρικούς τραγουδιστές στην ιστορία του μελοδράματος, περιδιαβαίνοντας τα χαλάσματα του μνημείου συνέλαβε την ιδέα της μετατροπής του σε ανοικτή σκηνή όπερας. Και έσπευσε να κάνει το όνειρο πραγματικότητα, συνεπικουρούμενος από την εξίσου διάσημη σύζυγό του, τη φημισμένη ισπανίδα μεσόφωνο Μαρία Γκάι-Ζενατέλο και τον ιμπρεσάριο Οτόνε Ροβάτο. Χάρη στο όραμα και στις προσπάθειες αυτών των εμπνευσμένων και δυναμικών ανθρώπων η καταρρέουσα αρένα αναστηλώθηκε και απέκτησε νέα ζωή, καθώς από το καλοκαίρι του 1913 φιλοξενεί το σημαντικότερο διεθνώς φεστιβάλ λυρικού τραγουδιού. Ενα φεστιβάλ το οποίο εφέτος, που συμπληρώνονται τα 110 χρόνια από την έναρξή του, γιορτάζει τα εκατοστά γενέθλιά του – υπολογίζοντας στο μέτρημα τις ακυρώσεις των παραστάσεών του που είχαν επιβάλει οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι αλλά και πρόσφατα η πανδημία. Το πρόγραμμα των εκδηλώσεων θα είναι κάτι περισσότερο από λαμπρό χάρη στη συμμετοχή των κορυφαίων σταρ των ημερών μας, δηλαδή (μεταξύ άλλων) της Αννα Νετρέμπκο, του Πλάθιντο Ντομίνγκο και του Γιόνας Κάουφμαν. Η προπώληση των εισιτηρίων έχει ήδη ξεκινήσει, με τις τιμές για ορισμένες εκδηλώσεις να φτάνουν και τα 330 ευρώ ανά άτομο!

 

Η «βασίλισσα Αννα» επιστρέφει

Εναρκτήριο έργο των εορταστικών εκδηλώσεων είναι η «Αΐντα» στην ολοκαίνουργια παραγωγή του Στέφανο Πόντα που θα κάνει πρεμιέρα στην αρένα στις 16 Ιουνίου.
Η επιλογή δεν είναι τυχαία. Με την «Αΐντα» είχε ξεκινήσει την παραστάσεις του το φεστιβάλ το μακρινό 1913 τιμώντας τότε τη συμπλήρωση των 100 χρόνων από τη γέννηση του συνθέτη της, του Τζουζέπε Βέρντι. Στην εναρκτήρια παράσταση είχαν τραγουδήσει οι απόλυτοι σταρ της εποχής: Ο Ζενατέλο ήταν ο Ρανταμές, η Γκάι-Ζενατέλο ήταν η Αμνερις, ο Τζουζέπε Ντανίζε ήταν ο Αμονάσρο και η δραματική υψίφωνος Εστερ Ματσολένι ήταν η Αΐντα. Διηύθυνε ο Τούλιο Σεραφίν. Στην εφετινή αναβίωση πρωταγωνιστεί η Αννα Νετρέμπκο, η «βασίλισσα Αννα», όπως την αποκαλούν οι θαυμαστές της, η οποία προσφάτως θριάμβευσε τραγουδώντας τον ομώνυμο ρόλο στην Κρατική Οπερα της Βιέννης. Στο πλευρό της, Ρανταμές θα είναι ο σύζυγός της, τενόρος Γιουσίφ Εϊβάζοφ. Για την ιστορία, η Νετρέμπκο είχε τραγουδήσει την «Αΐντα» ξανά στη Βερόνα το 2022, στην κλασική παραγωγή της όπερας που είχε σκηνοθετήσει ο Φράνκο Τζεφιρέλι. Τότε είχε κατακριθεί από ορισμένους (φίλους της όπερας, δημοσιογράφους αλλά και συναδέλφους της) επειδή χρησιμοποίησε black face, δηλαδή επειδή έβαψε μαύρο το πρόσωπό της, πρακτική που πλέον αποφεύγεται καθώς έχει συνδεθεί με αρνητικά ρατσιστικά στερεότυπα. Η διεύθυνση του φεστιβάλ την είχε υπερασπιστεί δηλώνοντας πως η σταρ δεν έκανε κάτι διαφορετικό από αυτό που της ζητούσε η σκηνοθεσία. Οι πιο ψύχραιμες φωνές θύμισαν και το αυτονόητο: Πως η Αΐντα είναι πριγκίπισσα από την Αιθιοπία, είναι δηλαδή μαύρη, οπότε το black face δικαιολογείται απόλυτα για λόγους δραματουργίας. Ομως, την εποχή της (ακραίας) πολιτικής ορθότητας περισσότερο από αυτό που ήθελαν ο συνθέτης και ο λιμπρετίστας μετράει αυτό που θεωρεί σωστό η κοινή γνώμη, εν προκειμένω οι δυναμικές ακτιβιστικές ομάδες που δραστηριοποιούνται και στον χώρο της τέχνης. Απομένει να δούμε αν στη νέα παραγωγή η Αφρικανή Αΐντα της ρωσίδας σταρ θα είναι παραδοσιακά μαύρη, έστω μελαψή, με κίνδυνο πάλι η «βασίλισσα Αννα» να ακούσει τα εξ αμάξης, ή αν θα εμφανιστεί πιο λευκή από τη «Σνεγκούροτσκα» (γνωστή και ως «Κόρη του χιονιού») του Ρίμσκι-Κόρσακοφ (αποσπάσματα της οποίας η υψίφωνος έχει ηχογραφήσει στο παρελθόν). Η παράσταση του αριστουργήματος του Βέρντι θα μεταδοθεί live σε όλον τον κόσμο από τη RAI. Ο Πόντα, που εκτός από τη σκηνοθεσία υπογράφει τα σκηνικά και τα κοστούμια, έχει δηλώσει δίνοντας ένα πρώτο στίγμα της παράστασής του: «Η ιστορία της «Αΐντα» είναι αυτή ενός κόσμου σε πόλεμο, ενός πολέμου που χωρίζει δύο αδελφικούς και γειτονικούς λαούς σε θανάσιμους εχθρούς. Αλλά το ίδιο το έργο τελειώνει με έναν ψίθυρο ειρήνης: Ενα δαντικό ταξίδι, από μια κολασμένη αρχή σε ένα ουράνιο όραμα».

 

Η παρέλαση των σταρ συνεχίζεται

Το λαοφιλές αριστούργημα του Βέρντι θα ακολουθήσουν και άλλες δημοφιλείς όπερες σε παλαιότερες, δοκιμασμένες και επιτυχημένες παραγωγές: Η «Κάρμεν» του Μπιζέ (στη σκηνοθεσία του Τζεφιρέλι) θα κάνει πρεμιέρα στις 23 Ιουνίου, «Ο κουρέας της Σεβίλλης» του Ροσίνι στις 24 Ιουνίου, ο «Ριγκολέτο» του Βέρντι στην 1η Ιουλίου, «Η Τραβιάτα» του Βέρντι (πάλι σε σκηνοθεσία Τζεφιρέλι) στις 8 Ιουλίου, ο «Ναμπούκο» του ίδιου συνθέτη στις 15 Ιουλίου, η «Τόσκα» του Πουτσίνι στις 29 Ιουλίου και η «Μαντάμα Μπατερφλάι» του Πουτσίνι (και αυτή στη σκηνοθεσία του Τζεφιρέλι) στις 12 Αυγούστου. Κορυφαίες στιγμές του εορτασμού των 100 χρόνων θα είναι η βραδιά χορού με τον Ρομπέρτο Μπόλε στις 19 Ιουλίου, το ντεμπούτο στο αμφιθέατρο του περουβιανού σταρ τενόρου Χουάν Ντιέγκο Φλόρες με ρεσιτάλ στις 23 Ιουλίου, η βραδιά-αφιέρωμα στον Πλάθιντο Ντομίνγκο στις 6 Αυγούστου (ο οποίος εμφανίστηκε στην αρένα για πρώτη φορά το 1970!), το ρεσιτάλ του Γιόνας Κάουφμαν στις 20 Αυγούστου και η μεγάλη συναυλία της ορχήστρας και της χορωδίας της Σκάλας του Μιλάνου, για πρώτη φορά στον εν λόγω χώρο, υπό τον μαέστρο Ρικάρντο Σαγί στις 31 Αυγούστου (μάλιστα εκεί αναμένεται να φιλοξενηθεί η τελετή λήξης των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 2026). «Θέλουμε η εκατοστή επέτειος λειτουργίας του θεάτρου μας να είναι μια γιορτή για όλους μας, μια γιορτή που θα παρουσιάσει την ταυτότητά μας, τον παρελθόν, το παρόν, αλλά θα δώσει και μία γεύση από το μέλλον μας», δήλωσε η Τσετσίλια Γκασντία, παλαίμαχη σοπράνο καιπρώτη γυναίκα διευθύντρια του φεστιβάλ. Η διάσημη βερονέζα καλλιτέχνις στο παρελθόν υπήρξε μέλος της χορωδίας της Αρένας και μετά, ως σολίστ πια, ερμήνευσε εκεί μεγάλους ρόλους του ρεπερτορίου της.

Μικρή αναδρομή στην ιστορία

Η Αρένα της Βερόνας χτίστηκε τον 1ο αιώνα μ.Χ. και μπορούσε να φιλοξενήσει περί τις 30.000 θεατές, δηλαδή ολόκληρο τον πληθυσμό της πόλης εκείνη την εποχή. Ως σκηνή όπερας έχει χωρητικότητα 22.000 θεατών. Παρά τις καταστροφές που υπέστη κατά περιόδους από τους σεισμούς που σημειώθηκαν στην περιοχή και από τις λεηλασίες (ακόμα και από τους ντόπιους που μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας την είδαν ως πηγή οικοδομικών υλικών) θεωρείται ένα από τα καλύτερα διατηρημένα ρωμαϊκά αμφιθέατρα στον κόσμο. Στη μακραίωνη ιστορία της χρησιμοποιήθηκε για μονομαχίες, για αθλητικές διοργανώσεις, για θεατρικές παραστάσεις, για δημόσιες εκτελέσεις – μεταξύ άλλων στην πυρά που στήθηκε εκεί το 1278 κάηκαν 200 αιρετικοί ιερείς -, στέγασε ιερόδουλες(!) αλλά έγινε, τον 16ο αιώνα, και το πρώτο εμπορικό «πολυκατάστημα» της Βερόνας, με δεκάδες μικρά μαγαζάκια να λειτουργούν στις στοές της. Στη σύγχρονη ιστορία της εκτός από σκηνή όπερας και μπαλέτου φιλοξένησε συναυλίες πολλών αστέρων της ποπ και της ροκ μουσικής, όπως των Pink Floyd, των Duran Duran, των Dire Straits, του Λέοναρντ Κοέν, του Μπρους Σπρίνγκστιν, του Ροντ Στιούαρτ, της Björk και πολλών άλλων.

 

Η «Βερονέζα» Μαρία Κάλλας

Στην Αρένα της Βερόνας έκανε το ιταλικό ντεμπούτο της το 1947 η τότε 24χρονη Μαρία Κάλλας. Ολα ξεκίνησαν όταν ο βαθύφωνος Νικόλα Ρόσι-Λεμένι, καλός συνάδελφος και φίλος της, τη σύστησε στον μαέστρο Τούλιο Σεραφίν που αναζητούσε πρωταγωνίστρια για μια νέα παραγωγή της «Τζοκόντα» του Πονκιέλι. Ο Σεραφίν αλλά και ο Ζενατέλο, που παρίστατο στην ακρόασή της, εντυπωσιάστηκαν βαθύτατα από τη φωνή της και της έδωσαν αμέσως τον ρόλο: Στις 6 Αυγούστου η Μαρία Κάλλας έδωσε την πρώτη της παράσταση. Εκεί, στη Βερόνα, κατά τη διάρκεια ενός επίσημου δείπνου, η ελληνίδα υψίφωνος γνώρισε και τον κατά πολύ μεγαλύτερό της βερονέζο βιομήχανο και επιχειρηματία Τζοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι, ο οποίος θα γινόταν μετέπειτα σύζυγός της. To ζευγάρι παντρεύτηκε στη Βερόνα, στην εκκλησία Padri Filippini και έζησε για μερικά χρόνια στη Via Leoncino 14, καθώς και σε μια βίλα στο Σιρμιόνε, στις όχθες της λίμνης Γκάρντα, περίπου 40 χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Στην Αρένα της Βερόνας εκτός από την «Τζοκόντα» η Κάλλας τραγούδησε μεταξύ 1947 και 1954 την «Τουραντότ» του Πουτσίνι, την «Αΐντα», την «Τραβιάτα» και τον «Τροβατόρε» του Βέρντι και τον «Μεφιστοφελή» του Μπόιτο.