«Στην Αράχοβα βρήκαμε δύο μεγάλα, εντελώς γυμνά από έπιπλα δωμάτια, στα οποία εγκατασταθήκαμε σε συνθήκες απόλυτης λιτότητας. Κι εδώ, όπως και στους Δελφούς, δεν υπήρχαν παράθυρα με τζάμια, αλλά τα ανοίγματα ήταν κλειστά με ξύλινα παραθυρόφυλλα που μόνο στοιχειωδώς κρατούσαν έξω τον κρύο, βόρειο άνεμο που φυσούσε εκείνο το πρωί». Ξεπάγιασε και υπέφερε από την έλλειψη στοιχειωδών, για τους μαθημένους αλλιώς αστούς της Ευρώπης, ανέσεων η εύπορη σκανδιναβή περιηγήτρια Φρεντρίκα Μπρέμερ το 1859, όταν επισκέφθηκε την ιστορική κωμόπολη του Παρνασσού. Βρήκε τότε, όπως το περιγράφει στο βιβλίο «Η Ελλάδα και οι Ελληνες την εποχή του Οθωνα» (εκδόσεις Κάτοπτρο/Ιστορητής), ένα χωριό «που δεν είναι πολύ όμορφο, αλλά έχει αρκετά διώροφα σπίτια», οι 3.000 κάτοικοι του οποίου «ευημερούν λόγω της καλλιέργειας του αμπελιού και της βιοτεχνίας του μάλλινου υφάσματος». Αυτά τα λίγα.
Πού να φανταζόταν την ανάπτυξη που θα ζούσε αυτό το χωριό το οποίο τότε προσπέρασε μάλλον αδιάφορα, χάρη στην αποκάλυψη του αρχαιολογικού χώρου των γειτονικών Δελφών – η εκεί έρευνα ξεκίνησε το 1860 από τους Γερμανούς και συνεχίστηκε πιο εντατικά το 1892 από τους Γάλλους. Την ανάπτυξη που θα έφερνε πολλές δεκαετίες μετά και η λειτουργία, το 1976, του Χιονοδρομικού Κέντρου Παρνασσού. Ελάχιστα θυμίζουν πλέον την απομονωμένη Αράχοβα που είχε γνωρίσει η περιηγήτρια. Μόνο το βουνό, ο Παρνασσός, έχει την ίδια άγρια ομορφιά. Το μεγαλοπρεπές όρος στις νότιες πλαγιές του οποίου, σε υψόμετρο 960 μέτρων, η Αράχοβα δεσπόζει και ξεχωρίζει ως ο απόλυτος χειμερινός κοσμοπολίτικος προορισμός της χώρας μας.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος