Με την Κροατία ήταν ο Τάιλερ Ντόρσεϊ. Με την Ιταλία ο Γιάννης Αντετοκούνμπο. Με τη Μεγάλη Βρετανία ο Κώστας Σλούκας. Με την Ουκρανία και πάλι ο Γιάννης. Τέσσερις αριστείες, τέσσερις νίκες και η εθνική ομάδα μπάσκετ έκανε θριαμβευτικά την είσοδό της στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα που κατά τα νέα ήθη συνδιοργανώνεται από πληθυντικό αριθµό χωρών (Γερμανία, Ιταλία, Τσεχία, Γεωργία) και επανέρχεται έπειτα από απουσία πέντε ετών – τεσσάρων προγραμματισμένων συν ενός έξτρα λόγω κορωνοϊού. Ανεξάρτητα από τα υπόλοιπα αποτελέσματα, η πρόκριση στη φάση των νοκ άουτ αγώνων του Βερολίνου εξασφαλίστηκε γρήγορα και άνετα και την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές το σύνολο του Δημήτρη Ιτούδη, από τους βασικούς Νικ Καλάθη και Κώστα Παπανικολάου ως τους ρολίστες Γιαννούλη Λαρεντζάκη και Μιχάλη Λούντζη, εξασφάλιζε και την κατάκτηση της πρώτης θέσης του ομίλου προκειμένου να ξεκινήσει το επόμενο, δυσκολότερο στάδιο με τον πιο βατό αντίπαλο. Η αύρα του Γιάννη Αντετοκούνμπο αλλά και η αυτοπεποίθηση που η παρουσία του προσδίδει στους συναθλητές του αντανακλώνται στις προβλέψεις των στοιχηματικών εταιρειών όπου η Ελλάδα βρίσκεται εντός της τριάδας των φαβορί μαζί με τις ομάδες των άλλων κορυφαίων του ΝΒΑ, τη Σερβία του Νίκολα Γιόκιτς και τη Σλοβενία του Λούκα Ντόνσιτς (αν και κάποιοι ήδη λοξοκοιτούν προς την πληρέστατη Γερμανία των επίσης «Αμερικανών» Ντένις Σρέντερ και Ντάνιελ Τάις). Το εφετινό ταξίδι όμως της Εθνικής που τη φέρνει στο Βερολίνο έχει μακρινή αφετηρία: ξεκινά από το Κάιρο το 1949 και μετράει άλλους τέσσερις σταθμούς επιτυχίας με μετάλλια όλων των αποχρώσεων.

Πολύ μακριά από τη μνήμη των σημερινών φιλάθλων, το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα μπάσκετ του Καΐρου το 1949 ανήκε στη συνειδητή απόπειρα αναβίωσης ενοποιητικών θεσμών που συμβάδιζαν με την ανοικοδόμηση της ηπείρου μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Από την Εθνική που κέρδισε το χάλκινο μετάλλιο σε εκείνη τη διοργάνωση (Τάκης Ταλιαδώρος, Σωκράτης Αποστολίδης, Αλέκος Αποστολίδης, Στέλιος Αρβανίτης, Νίκος Νομικός, Νίκος Μήλας, Μίσσας Πανταζόπουλος, Ιωάννης Λάμπρου, Νίκος Μπουρνέλος, Θανάσης Κωστόπουλος), τα ονόματα που πιθανώς έφτασαν ως τις νεότερες γενιές ήταν δύο. Ο Αλέκος Σπανουδάκης, δύο φορές πρωταθλητής με τον Ολυμπιακό (1949, 1960), ήταν εκείνος που εισήγαγε το τζαμπ σουτ στα καθ’ ημάς και παρέμεινε ενεργός διδάσκοντας στις ακαδημίες του συλλόγου ως τη δεκαετία του ’80 στο τότε ανοικτό γήπεδο στο Πασαλιμάνι.
Ο Φαίδωνας Ματθαίου λογίζεται ως ο πατριάρχης του ελληνικού μπάσκετ, υπήρξε ένας από τους πρώτους Ελληνες που έπαιξαν στο εξωτερικό (με την ιταλική Παλακανέστρο Βαρέζε) και θεωρείται ο κατ’ εξοχήν δάσκαλος της ελληνικής προπονητικής σχολής, δημιουργός της μεγάλης ομάδας του Ολυμπιακού στη δεκαετία του ’70 και κόουτς του ΠΑΟΚ στη νίκη επί του Αρη στον μνημειώδη τελικό Κυπέλλου του 1984. Στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, κατά τις απαρχές του υψηλού ανταγωνισμού των συλλόγων της Θεσσαλονίκης, η εκτόξευση του αθλήματος στην Ελλάδα απείχε πια τρία μόλις χρόνια.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω