Το 2006 ο Ντάνιελ Κρεγκ πήρε το βάπτισμα του πυρός στον ρόλο του 007. Εύλογα κοινό και κριτικοί τον περίμεναν στη γωνία. Οπως δηλαδή όλους εκείνους που είχαν το προνόμιο και την κατάρα να αναμετρηθούν με τον πήχη που είχαν θέσει τις προηγούμενες δεκαετίες ο Σον Κόνερι και ο Ρότζερ Μουρ – άντε, ακροθιγώς και ο Πιρς Μπρόσναν.
Ομως ο τότε 38χρονος βρετανός ηθοποιός κατάφερε όχι μόνο να χωρέσει στα παπούτσια των προκατόχων του, αλλά να χαρακτηρίσει τόσο τον ρόλο του βρετανού πράκτορα ώστε τρία χρόνια μετά την πρεμιέρα του «No Time to Die» (2021), δηλαδή της τελευταίας ταινίας στην οποία ο Κρεγκ και ο Μποντ έγιναν σάρκα μία, η θέση του επόμενου 007 να παραμένει κενή διαδόχου.
Ο Κρεγκ – εντάξει, με τις ευλογίες των παραγωγών και των σκηνοθετών της κινηματογραφικής εποποιίας – ήταν αποφασισμένος όχι μόνο να αναδείξει την αρρενωπή πλευρά του πράκτορα που ποτέ δεν πεθαίνει, αλλά κατά το κοινώς λεγόμενο να την τερματίσει. Η πρόθεση έγινε σαφής και ξεκάθαρη ήδη από την πρώτη ταινία στην οποία πρωταγωνίστησε, το «Casino Royale» (2006).
Η στιγμή που ο Κρεγκ αναδύεται από τη θάλασσα της Καραϊβικής φορώντας ένα γαλάζιο μαγιό του οίκου La Perla – τόσο εμβληματικό πια ώστε να πωλείται με τιμές αλλά και σε τιμές συλλεκτικού αντικειμένου-φετίχ από τον Christie’s – σφράγισε την εικόνα και τον χαρακτήρα που είχε πλάσει τη δεκαετία του ’50 ο Ιαν Φλέμινγκ.
Ο Μποντ δεν ήταν πια ένας αποφασισμένος, επτάψυχος αλλά, στο τέλος της ημέρας, αβρός και ευγενής τζέντλεμαν που ξαπόσταινε από τις αποστολές του απολαμβάνοντας Martini (πάντα κουνημένο, όχι ανακατεμένο), αλλά ένα αρχετυπικό alpha αρσενικό με ματιά αρπακτικού και σώμα σμιλεμένο και μυώδες – κυρίως αλώβητο και άτρωτο από τις μπίρες που ο 007 κατέβαζε πια.
Ο ίδιος ο Ντάνιελ Κρεγκ έχει βαρεθεί να δαπανά σάλιο για να μιλάει για τον αγώνα – προσωπικό και επαγγελματικό – που έδωσε προκειμένου να αποτινάξει από πάνω του έναν ρόλο τόσο ταυτισμένο με τον ίδιο που έμοιαζε να είχε καταντήσει ρετσινιά. Η αλήθεια είναι πάντως ότι μέχρι τα αποκαλυπτήρια του επόμενου Τζέιμς Μποντ ο Βρετανός θα φαντάζει ο ιδανικότερος για τον ρόλο.
Και οι εμφανίσεις του με εικόνα διαφορετική από αυτή που έχει εντυπωθεί για εκείνον στο συλλογικό ασυνείδητο άλλους θα τους ξαφνιάζουν, κάποιους θα τους τρομάζουν και άλλους θα τους σοκάρουν.
Ο Μποντ που έγινε αρνάκι
Μόλις τον Ιούλιο που μας πέρασε, ο ηθοποιός που έχει αποκρυσταλλωθεί στον νου μας ως η επιτομή του macho άνδρα αποφάσισε να αποδομήσει την εικόνα του με τον πιο εμφατικό τρόπο. Η πρόταση του ισπανικού οίκου Loewe να πρωταγωνιστήσει στην καμπάνια για την ανδρική συλλογή φθινόπωρο/χειμώνας 2024-25 ήταν μια ευκαιρία που ο ίδιος δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεκμετάλλευτη.
Το brand, που ανήκει στο χαρτοφυλάκιο του κολοσσού LVMH – είναι μάλιστα το ιστορικότερο από άποψη παλαιότητας στον όμιλο εταιρειών του Μπερνάρ Αρνό –, στην πραγματικότητα επανασύστησε τον Κρεγκ στην οικουμένη.
Ο 56χρονος ηθοποιός καταγράφηκε ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του απροσποίητος, ανέμελος, περιβεβλημένος από μια χρωματιστή neo-hippy αχλή. Ο στιβαρός, ρωμαλέος και αδιαπραγμάτευτα αρρενωπός 007 πόζαρε στον φακό του βρετανού φωτογράφου Ντέιβιντ Σιμς προβάλλοντας και αναδεικνύοντας την αθέατη – για πολλούς θεωρητικά ακόμα και ανύπαρκτη – έως τώρα θηλυκή πλευρά του.
Τα ρούχα, με έμπνευση από έργα του αμερικανού εικαστικού Ρίτσαρντ Χόκινς, έγιναν η νέα στολή εργασίας του Κρεγκ, την οποία εκείνος ως ιδανικός πρεσβευτής του οίκου λάνσαρε και στην πρόσφατη Εβδομάδα Μόδας του Παρισιού, οδηγώντας τον περιοδικό Τύπο της πατρίδας του να περιγράψει με παιγνιώδη έως περιπαικτική διάθεση το στυλ του με τη φράση «μεγαλειώδες χάος».
Πολλοί ενδεχομένως θα σκεφτούν πως ο βρετανός ηθοποιός θυσίασε ασμένως την αρρενωπότητά του στον βωμό της συνεργασίας του με τον καλλιτεχνικό διευθυντή του οίκου Loewe. Ο 40χρονος Τζόναθαν Αντερσον είναι εκείνος που ανέλαβε να δημιουργήσει τα κοστούμια για το φιλμ «Queer», τη νέα δηλαδή ταινία του Κρεγκ, η οποία διαγωνίστηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο και στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας.
Στη βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Γουίλιαμ Μπάροουζ ταινία του Λούκα Γκουαντανίνο ο ηθοποιός υποδύεται έναν Αμερικανό που ζει απομονωμένος στο Μεξικό, μέχρι που ερωτεύεται σφόδρα έναν συμπατριώτη του βετεράνο του Πολεμικού Ναυτικού.
Για τον Αντερσον, η άνοδος του οποίου στην ελίτ της παγκόσμιας μόδας υπήρξε μετεωρική, ο σχεδιασμός των κοστουμιών για το φιλμ του Γκουαντανίνο είναι μια σπουδή αναφορικά με το πώς οι χαρακτήρες της μυθοπλασίας σχετίζονται, συνομιλούν και συχνά φτάνουν να ορίζονται από την εξωτερική εικόνα τους.
Ομως κανείς δεν μπορεί να αμφιβάλλει ότι η μεταμόρφωση του Κρεγκ, την οποία ο ίδιος φαίνεται πως υιοθέτησε και έξω από το όριο του κινηματογραφικού κάδρου, αντανακλά τη συζήτηση που έχει ανοίξει καιρό τώρα στους κόλπους της μόδας και πλέον έχει περάσει και στην κοινωνία. Σχετικά δηλαδή με το φύλο, τη ρευστότητα των ρόλων, την αναθεώρηση των στερεοτύπων και την αποδόμηση οτιδήποτε θεωρούνταν ενδυματολογικό και στυλιστικό θέσφατο.
Αρρενωποί άνδρες με πέρλες
Πριν από δύο χρόνια το Μουσείο Victoria & Albert του Λονδίνου, στο συμβούλιο του οποίου συμμετέχει και ο Αντερσον της Loewe, φιλοξένησε μια έκθεση σχετικά με το ανδρικό ένδυμα, η οποία δεν αποδεικνύεται μόνο επίκαιρη αλλά και προφητική.
Με οδηγό τους τον τίτλο «Fashioning Masculinities: The Art of Menswear», οι επιμελητές της έκθεσης ιχνηλάτησαν τον τρόπο με τον οποίο διαχρονικά οι κοινωνικές συνθήκες και τα αιτήματα κάθε εποχής καθρεφτίζονται στο πώς οι άνδρες αντιλαμβάνονται την αρρενωπότητα και τελικά τη μετουσιώνουν σε στυλ.
Από εκείνη τη μουσειακή αφήγηση δεν θα μπορούσαν να λείπουν ο Ντέιβιντ Μπόουι ή αλλιώς ο πατριάρχης του glam rock, αλλά και οι σύγχρονοι κατ’ αναλογίαν επίγονοί του, όπως ο ηθοποιός Τιμοτέ Σαλαμέ, ο τραγουδιστής Σαμ Σμιθ και βέβαια ο Χάρι Στάιλς.
Εάν η Μπίλι Αϊλις κατάφερε με το στυλ και την αλλοτινή στυλιστική άποψή της να εστιάσει την προσοχή του κοινού στον άφυλο ενδυματολογικό κώδικα που η ίδια είχε υιοθετήσει, ο 30χρονος βρετανός συνάδελφός της, πρώην μέλος του πάλαι ποτέ boyband-φαινόμενο One Direction και νυν superstar solo καλλιτέχνης, θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς ότι διέθεσε τον εαυτό του ως ένα πειραματόζωο προκειμένου να αποδείξει ότι τίποτα στη μόδα δεν μπορεί να θεωρείται πια αποκλειστικά ανδρικό ή γυναικείο προνόμιο.
Εκτός όλων των άλλων νεωτερισμών του (βλ. ολόσωμες φόρμες, πολύχρωμα σακάκια, γούνες, στρας και δαντέλες), ο Στάιλς, δηλαδή ένας νεαρός straight άνδρας με ποίμνιο εκατομμυρίων followers, δοκίμασε πρώτος και τελικά επέβαλε ένα κόσμημα που πλέον μοιάζει με εκ των ων ουκ άνευ αξεσουάρ των σύγχρονων νέων ανδρών: τις πέρλες.
Η μόδα έχει πάψει προ πολλού να κινείται γύρω από τον άξονα της δυαδικότητας των φύλων. Στην πρόσφατη επίδειξη της ανδρικής συλλογής τους φθινόπωρο/χειμώνας 2024-25, οι Dolce & Gabbana μπορεί, για παράδειγμα, να επέλεξαν την ασφάλεια της μαύρης, της γκρι και της λευκής παλέτας, όμως διάνθισαν τα looks τους με αναπάντεχες λεπτομέρειες τις οποίες θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς απευθείας δάνειο από τη γυναικεία γκαρνταρόμπα.
Ο λόγος για τις γούνες, τους υπερμεγέθεις γιακάδες, τη δαντέλα, τους φιόγκους που αντικατέστησαν τις γραβάτες και βέβαια τις χρυσές καρφίτσες που έδωσαν καίριο χτύπημα στις «πατροπαράδοτες» ποσέτ.
Φόρο τιμής στα χρυσά ανδρικά κοσμήματα είχε αποτίσει και ο οίκος Versace ήδη από το 2022, ενώ στην Εβδομάδα Μόδας του Μιλάνου πέρυσι την άνοιξη έγινε ηλίου φαεινότερο πως όλοι οι κορυφαίοι οίκοι εκφράζονται πια στη non-binary ιδιόλεκτο.
Αρωμα γυναίκας
Ο Αντονι Βακαρέλο είχε δηλώσει στο περιθώριο του σόου του ότι ο ίδιος δεν μπορεί να διακρίνει κάποιο όριο μεταξύ αρρενωπότητας και θηλυκότητας, πράγμα που αποτυπώθηκε μέχρι κεραίας στις δημιουργίες του για τον Saint Laurent.
Στο ίδιο παιχνίδι της αμφισβήτητης των «ιερών» και «οσίων» του ανδρικού στυλ ενέδωσε και ο Πιερπάολο Πικιόλι του οίκου Valentino, επιλέγοντας γυναικεία (πάντα θεωρητικά) χρώματα και floral μοτίβα αλλά και θηλυκές φόρμες για την ανδρική κολεξιόν του.
Ακόμα και ο οίκος Gucci, που βρισκόταν ακόμα τότε εν αναμονή του νέου καλλιτεχνικού διευθυντή του, συνέχισε την παράδοση του Αλεσάντρο Μικέλε και εμπλούτισε τις εμφανίσεις των ανδρών μοντέλων του με τσάντες – clutch bags –, οι οποίες πριν από λίγα μόλις χρόνια θα θεωρούνταν εξόχως, αν όχι ανεπίτρεπτα, γυναικείες για μια ανδρική γκαρνταρόμπα.
Συνεπαρμένος από το καινούργιο κύμα της ρευστότητας του φύλου, δήλωσε μέσα από τις δημιουργίες του τόσο ο Αλεσάντρο Σαρτόρι του οίκου Zegna, ο οποίος πέρυσι την άνοιξη παρουσίασε στο Μιλάνο την άποψή του για τον νέο, υβριδικό, όπως τον χαρακτήρισε, τύπο της απόλυτης ανδρικής στολής, ήτοι του κοστουμιού, όσο και ο Κιμ Τζόουνς της ανδρικής συλλογής του οίκου Dior, που αυτή τη φορά δεν πάντρεψε το streetwear με την υψηλή ραπτική – πράγμα στο οποίο είναι μάστορας –, αλλά μπόλιασε στοιχεία από τη γυναικεία μυθολογία του οίκου στην ανδρική σειρά. Μάλιστα, για τη συγκεκριμένη κολεξιόν έμπνευση και οδηγός του ήταν σκηνές από τη ζωή και την καριέρα του θρυλικού χορευτή Ρούντολφ Νουρέγεφ.
Η μόδα δεν ήταν ποτέ ασύνδετη και δεν θα είναι ποτέ αποκομμένη από όσα συμβαίνουν στον πραγματικό κόσμο. Μπορεί ενίοτε να προπορεύεται της εποχής της (ή έτσι να μοιάζει), όμως τελικά ερμηνεύει, εξηγεί και τελικά κωδικοποιεί όσα φέρει, διεκδικεί αλλά και αποζητεί να αναθεωρήσει κάθε κοινωνία.
Σε μια ιστορική περίοδο, λοιπόν, που η αποκαθήλωση της τοξικής αρρενωπότητας επέχει πια διαστάσεις ιερού δισκοπότηρου και ο άνδρας εκ των πραγμάτων αναζητεί να επανεφεύρει την ταυτότητά του, η μόδα τού προσφέρει μια νέα στολή εργασίας.
Κάποτε λέγαμε πως η γυναίκα του Καίσαρα δεν αρκεί να είναι τίμια, αλλά και να φαίνεται. Πλέον ένας άνδρας δεν αρκεί να δηλώνει απαλλαγμένος από τη ματσίλα του, αλλά, όπως επισημαίνουν μέσα από τις δημιουργίες τους οι στυλοβάτες της σύγχρονης μόδας, οφείλει πριν από όλα να την απεκδυθεί.