«Frankly, my dear, I don’t give a damn!» – «Ειλικρινά, αγαπητή μου, δεν δίνω δεκάρα» – είναι η τελευταία κουβέντα που ξεστομίζει αγανακτισμένος αλλά και με ένα αδιόρατα σαρκαστικό χαμόγελο ο Ρετ Μπάτλερ στη Σκάρλετ Ο’Χάρα στο φινάλε του «Οσα παίρνει ο άνεμος» (Gone with the Wind, 1939). Στην πραγματικότητα, βέβαια, το σκέφτεσαι αν ο Ρετ δίνει όντως δεκάρα ή όχι. Γιατί μεγάλο μέρος της ζωής αυτού του άνδρα υπήρξε αφιερωμένο στο ασταμάτητο κυνήγι ενός έρωτα και στόχος ήταν πάντα η Σκάρλετ, η γυναίκα που έμελλε να τον ταλαιπωρήσει όσο κανένας άλλος.
Μπορεί η ιστορία τους να είχε άδοξο τέλος, όμως ο Ρετ και η Σκάρλετ, τη ζωή των οποίων παρακολουθούμε πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το τέλος το Αμερικανικού Εμφυλίου, δεν παύουν να είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ερωτευμένα ζευγάρια του κινηματογράφου όλων των εποχών και το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα μνημονεύεται η χημεία του Κλαρκ Γκέιμπλ και της Βίβιαν Λι, των ηθοποιών που τους υποδύθηκαν στη μνημειώδη αυτή ταινία του Βίκτορ Φλέμινγκ, τα λέει όλα.
Oπως λίγα χρόνια αργότερα συνέβη με τον Ρικ και την Ιλζα, τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και την Ινγκριντ Μπέργκμαν, σε ένα άλλο εμβληματικό φιλμ, την «Καζαμπλάνκα» (Casablanca, 1942) του Μάικλ Κερτίζ. Με φόντο τη νυχτερινή Καζαμπλάνκα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ρικ και η παντρεμένη πια Ιλσα θα ξαναζήσουν λίγες στιγμές από τη χαμένη τους αγάπη στο Παρίσι και θα ξαναχωρίσουν υπέρ πίστεως, πατρίδας και ιδανικών σε αυτό το κλασικό φιλμ της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ που συνδυάζει πολλά είδη κινηματογράφου και παραμένει αξεπέραστο.
Από τον Σαίξπηρ στον Καπότε
Ο έρωτας είναι ο νούμερο 1 παράγοντας στα κινηματογραφικά σενάρια. Οι δύο στις τρεις ταινίες έχουν, κάπως, στο περιεχόμενό τους αυτό το στοιχείο, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στην πρόσφατη κολοσσιαία επιτυχία της Γκρέτα Γκέργουιγκ «Barbie» (2023) με τον «λοξό» έρωτα της κούκλας του τίτλου (Μάργκο Ρόμπι) και ενός άλλου κούκλου, του Κεν (Ράιαν Γκόσλινγκ). Με αυτό το δεδομένο, είναι κυριολεκτικά αδύνατον με αφορμή την Ημέρα των Ερωτευμένων να εντάξεις όλους τους έρωτες που έχουν αφήσει το δικό τους σημάδι στην ασημένια οθόνη κατά τη διάρκεια των 125 χρόνων και βάλε που υπάρχει κινηματογράφος.
Μπορείς όμως να ξεχωρίσεις αρκετούς από τους έρωτες που για διάφορους λόγους έχουν γράψει κινηματογραφική Ιστορία και που τελικά έχουν σημαδέψει (και εξακολουθούν να σημαδεύουν) ένα μεγάλο μέρος του κοινού. Μερικοί έρωτες μάλιστα έχουν χρησιμοποιηθεί κατά κόρον, αν κρίνει κανείς από τη δημοτικότητα του θεατρικού έργου του Ουίλιαμ Σαίξπηρ «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», το οποίο έχει μεταφερθεί πάμπολλες φορές και με πάμπολλες παραλλαγές και στον κινηματογράφο: καλύτερη παραμένει η παραγωγής 1968 ταινία του Φράνκο Τζεφιρέλι με τους Ολίβια Χάσεϊ και Λέοναρντ Γουάιτινγκ (αν και οδήγησε πρόσφατα σε δικαστικές περιπέτειες με αφορμή τις γυμνές σκηνές των τότε ανήλικων πρωταγωνιστών), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι προσωπικά δεν διασκέδασα με τη μιούζικαλ εκδοχή του Μπαζ Λούρμαν παραγωγής 1996, στην οποία μάλιστα ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο και η Κλερ Ντέινς απήγγειλαν το αυθεντικό κείμενο του Σαίξπηρ.
Ανεξίτηλος στον χρόνο κινηματογραφικός έρωτας παραμένει εκείνος ανάμεσα στην Οντρεϊ Χέπμπορν και τον Τζορτζ Πέπαρντ στο «Πρόγευμα στο Τίφανις» (Breakfast at Tiffany’s», 1961). Οι σπινθηροβόλοι διάλογοι, η εύστοχη ειρωνική καταγραφή των νεοϋορκέζων διανοούμενων της δεκαετίας του 1960 (κατ’ αρχάς από τον Τρούμαν Καπότε που έγραψε το ομότιτλο μυθιστόρημα) και η αέρινη Χέπμπορν στον ρόλο της πεταλουδίτσας Χόλι Γκολάιτλι την οποία πολιορκεί ο συγγραφέας σε κρίση Πολ Βάρτζακ (Πέπαρντ), μετέτρεψαν την ταινία του Μπλέικ Εντουαρντς σε cult φαινόμενο του αμερικανικού κινηματογράφου (αλλά και της μόδας). Μια ταινία που όχι απλώς διατηρείται ανέπαφη στον χρόνο αλλά εξακολουθεί να εμπνέει με το απαράμιλλο στυλ της.
Αίσθημα μετ’ εμποδίων
Οι μεγάλοι έρωτες στηρίζονται πολλές φορές στην παρανομία, κατάσταση την οποία ζουν ο λοχίας Mίλτον Γουόρντεν (Μπαρτ Λάνκαστερ) και η σύζυγος του διοικητή του, η κυρία Χολμς (Ντέμπορα Κερ), στο «Οσο υπάρχουν άνθρωποι» (From Ηere to Εternity, 1953). Μείγμα ερωτικού μελοδράματος και στρατιωτικής περιπέτειας, η ταινία του Φρεντ Τσίνεμαν, γνωστή και ως «Από εδώ ως την αιωνιότητα», έχει μείνει στην… pop αιωνιότητα για το παθιασμένο φιλί του λοχία με την κυρία Χολμς ενώ τους «δέρνουν» τα αφηνιασμένα κύματα της Χαβάης, πριν το νησί μετατραπεί σε κόλαση από την επίθεση των ιαπωνικών βομβαρδιστικών αεροπλάνων στη βάση του Περλ Χάρμπορ.
Παρανομία, όμως, αν και με πολύ πιο διακριτικό τρόπο, υπάρχει και σε ένα άλλο, πιο πρόσφατο αλλά επίσης κλασικό αισθηματικό φιλμ, τις «Γέφυρες του Μάντισον» (The Βridges of Madison County, 1995), πάνω στο σύντομο ειδύλλιο ανάμεσα σε έναν φωτογράφο και μια νοικοκυρά στην Αϊοβα της δεκαετίας του 1960. Αυτό το εξαιρετικό μελόδραμα του Κλιντ Ιστγουντ, στο οποίο ο ίδιος υποδύεται τον έμπειρο φωτογράφο δίπλα στη σπουδαία Μέριλ Στριπ που προτάθηκε για το Οσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου, έδωσε ουσία στο δημοφιλές «Αρλεκιν ποιότητας» του Ρόμπερτ Τζέιμς Γουόλερ. Η ταινία εξακολουθεί να αγαπιέται και να συγκινεί παρά τις σχεδόν τρεις δεκαετίες που έχουν περάσει από την πρώτη προβολή της.
Ερωτας βεβαίως δεν σημαίνει μόνο θλίψη και κατήφεια, αν και αυτά τα δύο «κόβουν» πολλά εισιτήρια, όπως φάνηκε με την «Ιστορία αγάπης» (Love Story, 1970), το ταξικό ερωτικό δράμα του Αρθουρ Χίλερ στο οποίο η φτωχή Tζένι (Αλι Μακ Γκρόου) ερωτεύεται τον πάμπλουτο Ολιβερ (Ράιαν Ο’Νιλ – ο ηθοποιός έφυγε πρόσφατα από τη ζωή), ο οποίος έρχεται σε αντιπαράθεση με τον σνομπισμό του αριστοκράτη πατέρα του, προτού χάσει τον έρωτα της ζωής του εξαιτίας της επάρατης νόσου.
Ερωτας όμως σημαίνει επίσης μεταφυσική, αν κρίνουμε από την ανταπόκριση που είχε ο «Αόρατος εραστής» (Ghost, 1990), όπου η Ντέμι Μουρ πολιορκείται από το πνεύμα του πεθαμένου συντρόφου της, με άλλα λόγια ενός… φαντάσματος, το οποίο υποδύεται ο Πάτρικ Σουέιζι. Ερωτας σημαίνει και αυτοσαρκαστικό χιούμορ και – γιατί όχι; – λίγη πλάκα. Και το χιούμορ ήταν το βασικό στοιχείο της ταινίας «Οταν ο Χάρι γνώρισε τη Σάλι» (When Harry Μet Sally, 1989) του Ρομπ Ράινερ, αν όχι της διασημότερης, σίγουρα μιας από τις πιο χαρακτηριστικές αισθηματικές κομεντί της δεκαετίας του ’80 που παραμένει η μεγαλύτερη επιτυχία των πρωταγωνιστών της, Μπίλι Κρίσταλ και Μεγκ Ράιαν.
Αυτό το διασκεδαστικό, μελαγχολικό, σοβαρό και σίγουρα απρόβλεπτης εξέλιξης χρονικό της ιδιόρρυθμης σχέσης ανάμεσα σε έναν άνδρα, τον Χάρι, και μια γυναίκα, τη Σάλι, με αφετηρία τα φοιτητικά χρόνια τους και προορισμό τα τριάντα και κάτι, δικαίως αγαπήθηκε από τους θεατές οι οποίοι στην εποχή της ταινίας βρίσκονταν σε αυτή την ηλικία, ανακαλύπτοντας στους δύο ήρωες κομμάτια του εαυτού τους. All time classic η σκηνή της Ράιαν στην καφετέρια, όπου η ηθοποιός προσποιείται ότι έρχεται σε οργασμό, για να αποδείξει πόσο εύκολο είναι για τις γυναίκες να προσποιηθούν.
Mια «Pretty Woman» στο «Notting Hill»
H δεκαετία του 1980 ήταν επίσης η δεκαετία του Ρίτσαρντ Γκιρ, που ως επαγγελματίας ζιγκολό αντιλαμβάνεται τη σημασία του πραγματικού έρωτα στο πρόσωπο της Λορίν Χάτον στο «Επάγγελμα: Ζιγκολό» (American Gigolo, 1980). Δύο χρόνια αργότερα, ο ίδιος ηθοποιός, ως εκπαιδευόμενος στρατιωτικός πλέον, θα βρει τον έρωτα στο πρόσωπο μιας «λαϊκής» κοπέλας (Ντέμπρα Γουίνγκερ) στο «Ιπτάμενος και τζέντλεμαν» (An Officer and a Gentleman, 1982). Αυτή η αισθηματική περιπέτεια με κοινωνική συνείδηση που σκηνοθέτησε ο Τέιλορ Χάκφορντ, λατρεύτηκε στην εποχή της και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην καθιέρωση των πρωταγωνιστών της.
Και στην εκπνοή της ίδιας δεκαετίας, όταν το άστρο του Γκιρ είχε αρχίσει να ξεθωριάζει, μια ταινία που προέκυψε από το πουθενά θα τον έφερνε ξανά σε πρώτο πλάνο, αν και η «Pretty Woman» (1990), μια παραλλαγή του μύθου της Σταχτοπούτας, ήταν ουσιαστικά το όχημα της επιτυχίας για τη συμπρωταγωνίστριά του, την Τζούλια Ρόμπερτς. Μια σταρ είχε γεννηθεί μέσα από αυτή την όχι και τόσο ανορθόδοξη σχέση του πάμπλουτου επιχειρηματία και της πόρνης που ερωτεύεται. Και περίπου δέκα χρόνια αργότερα, η ίδια ηθοποιός θα ζούσε έναν πολύ διαφορετικό έρωτα, κρατώντας εκείνη, αυτή τη φορά, τα σκήπτρα του ισχυρού.
«Αυτή είναι μια πολύ παράξενη πραγματικότητα την οποία καλούμαι να αντιμετωπίσω» μουρμουρίζει αποκαμωμένος ο Γουίλιαμ Θάκερ (Χιου Γκραντ) λίγο μετά τη γνωριμία του με την Ανα Σκοτ της Ρόμπερτς στο «Μια βραδιά στο Νότινγκ Χιλ» (Notting Hill, 1999). Λογικό. Εκείνος πουλά ταξιδιωτικά βιβλία με μισθό της «πείνας», εκείνη είναι αστέρας του κινηματογράφου που πληρώνεται 15 εκατομμύρια δολάρια ανά ταινία. Εκείνος μένει κοντά στην Πορτομπέλο Ρόουντ στο Νότινγκ Χιλ του Λονδίνου, εκείνη μέσα στην πολυτέλεια του Μπέβερλι Χιλς στο Λος Αντζελες.
Είναι δυνατόν οι δρόμοι τους, που διασταυρώθηκαν τυχαία, να βρουν τον ίδιο προορισμό; Ο σκηνοθέτης Ρότζερ Μίτσελ, πάντως, δεν χρειάζεται καν να κατευθύνει την ταινία και τους ηθοποιούς της. Καθετί που παρακολουθούμε στο «Νότινγκ Χιλ» είναι κατά τέτοιον τρόπο προγραμματισμένο ώστε ακόμη και ο πιο «δυσκοίλιος» θεατής να υποκύψει στη μαγική συνταγή της επιτυχίας: ρομάντζο και γέλιο, άντε και λίγο δάκρυ, μέσα από μια ερωτική ιστορία που δεν κρύβει το παιχνιδιάρικο στυλ της.
Οι ερωτεύσιμοι Μακ Κουίν και Ρέντφορντ
Μιλώντας για ερωτικά παιχνίδια, μια παρτίδα σκάκι συνέβαλε τα μέγιστα στη δημιουργία του μύθου που λέγεται «Υπόθεση Τόμας Κράουν» (The Thomas Crown Affair, 1968). Να φλερτάρει κανείς παίζοντας κάποιο άθλημα είναι κατανοητό, αλλά να φλερτάρει μετακινώντας… πιόνια; Η Βίκι Αντερσον της Φέι Ντάναγουεϊ τα πήγε περίφημα, ξέροντας, φυσικά, ότι ο κύριος Τόμας Κράουν, δηλαδή ο Στιβ Μακ Kουίν, δεν ήταν απλώς ο βασικός ύποπτος αλλά ο εγκέφαλος της υπόθεσης κλοπής που εκείνη, μια ντετέκτιβ ασφαλιστικής εταιρείας, είχε αναλάβει να εξιχνιάσει. Oμως oι όροι αλλάζουν στο τέλος της σκηνής του σκακιού: ο κυνηγός μετατρέπεται σε θήραμα και ο πραγματικός νικητής λέγεται έρωτας, ώσπου να έρθει το τέλος μιας ερωτικής σχέσης της οποίας το μέλλον δεν προσδιορίζεται ποτέ. Ως τότε, ο Τομ και η Βίκι θα έχουν παίξει σωστά τους κανόνες που απαιτεί το παιχνίδι – και δεν εννοούμε μόνο το σκάκι.
Την ίδια περίπου περίοδο, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1960, αρκετοί έρωτες θα άφηναν εποχή στην οθόνη, από εκείνον του Ρόμπερτ Ρέντφορντ και της Τζέιν Φόντα στους «Ξυπόλυτους στο πάρκο» (Barefoot in the Park, 1967) μέχρι τον έρωτα του ραλίστα Ζαν Λουί Τρεντινιάν και της Ανούκ Εμέ στο «Ενας άντρας, μια γυναίκα» (Un homme et une femme, 1966) του Κλοντ Λελούς που κέρδισε το Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας αλλά και πρωτότυπου σεναρίου. O Ρέντφορντ, από την πλευρά του, δεν θα σταματούσε ποτέ να κλέβει τις καρδιές των γυναικών, παρότι με τα χρόνια οι εμφανίσεις του μπροστά στην κάμερα άρχισαν να αραιώνουν.
Oμως στη δεκαετία του 1970 ο 87χρονος σήμερα ηθοποιός και σκηνοθέτης πρωταγωνίστησε σε δύο ταινίες που θα έγραφαν ιστορία για το άδοξο τέλος των ερωτικών τους ζευγαριών: με τη Μία Φάροου στον «Μεγάλο Γκάτσμπι» (The Great Gatsby, 1974) από το πασίγνωστο μυθιστόρημα του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ και – κυρίως – με την Μπάρμπρα Στράιζαντ σε ένα από τα πιο αγαπημένα ερωτικά μελοδράματα του παγκόσμιου κινηματογράφου, τα «Καλύτερά μας χρόνια» (The Way We Were, 1973) του Σίντνεϊ Πόλακ.
Περίπου δώδεκα χρόνια αργότερα, ο ίδιος σκηνοθέτης θα συνεργαζόταν και πάλι με τον Ρέντφορντ στο «Πέρα από την Αφρική» (Out of Africa, 1985), μια ταινία που περιγράφει στιγμές από τη ζωή και το έργο της δανής συγγραφέως Κάρεν Μπλίξεν, κυρίως από την περίοδο που βρέθηκε στη Κένυα, όπου γνώρισε και τον μεγάλο της έρωτα, έναν ελεύθερου πνεύματος κυνηγό. Η Μέριλ Στριπ κράτησε τον ρόλο της Μπλίξεν και μαζί με τον Ρέντφορντ έφτιαξε ένα υπέροχα ρομαντικό ζευγάρι σε αυτό το εξωτικού χαρακτήρα λαμπρό μελό που απέσπασε επτά Οσκαρ, ανάμεσά τους τα καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και Α’ γυναικείου ρόλου.