Ακόμα και όσοι ενδεχομένως δεν έχουν υπόψη τους λεπτομέρειες για τη ζωή και το έργο του Τζόνι Βαϊσμίλερ, το θρυλικό όνομά του πιθανότητα να τους φέρνει στο μυαλό τον Ταρζάν, άρχοντα της ζούγκλας.
Από το 1932 έως το 1948, ο Βαϊσμίλερ ενσάρκωσε τον ήρωα του κλασικού μυθιστορήματος του Εντγκαρ Ράις Μπάροουζ σε 12 ταινίες και ταυτίστηκε σε τέτοιο σημείο μαζί του που ο περισσότερος κόσμος ενδεχομένως να μην τον θυμάται σε κάτι άλλο.
Ομως ο λόγος για τον οποίο στη δεκαετία του 1930 το Χόλιγουντ επέλεξε τον Βαϊσμίλερ ως Ταρζάν, δεν ήταν τόσο το υποκριτικό ταλέντο όσο η φυσική του κατάσταση, το «γραμμωμένο» σώμα και το αθλητικό παρελθόν του.
Ο Βαϊσμίλερ άρχισε να σημειώνει παγκόσμια ρεκόρ στην κολύμβηση σε νεαρή ηλικία. Δεν ήταν ακόμη 18 ετών όταν κατέρριψε το παγκόσμιο ρεκόρ στα 100 μέτρα ελεύθερο, ενώ αγωνίστηκε στους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες το 1924 και το 1928 και ήταν κυρίαρχη μορφή τόσο στην κολύμβηση όσο και στην υδατοσφαίριση (συνολικά απέσπασε έξι ολυμπιακά μετάλλια στις δύο διοργανώσεις, τα πέντε χρυσά).
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις αθλητών που όταν αποσύρθηκαν από τον χώρο του αθλητισμού δοκίμασαν τις δυνάμεις τους στην ηθοποιία, άλλοι επιτυχώς, άλλοι λιγότερο ή και καθόλου. Τηρουμένων των αναλογιών, όμως, είναι πολύ λιγότεροι οι αθλητές που έγιναν ηθοποιοί έχοντας πρώτα περάσει από το αναμφισβήτητα μεγαλύτερο αθλητικό γεγονός που διεξάγεται σε παγκόσμια κλίμακα: τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Μάλιστα, ορισμένοι όχι απλώς συμμετείχαν στους Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά κατάφεραν και να στεφθούν νικητές. Ενα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο γεννημένος στη Χαβάη Χάρολντ Σακάτα, ο περίφημος Oddjob που απειλούσε με ένα φονικό αξεσουάρ τον Τζέιμς Μποντ (Σον Κόνερι) στην ταινία του 1964 «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007 εναντίον Χρυσοδάκτυλου» (το μπορ του καπέλου του αποκεφάλιζε… αγάλματα).
Ο ιαπωνικής καταγωγής Σακάτα είναι ίσως ο πιο γνωστός αμερικανός αρσιβαρίστας που έχει αγωνιστεί ποτέ στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Τελικά θα κέρδιζε το ασημένιο μετάλλιο στο πλαίσιο των Θερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 1948 στο αγώνισμα ελαφρών βαρέων βαρών ανδρών.
Μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, ο Σακάτα, με το ψευδώνυμο Tosh Togo, δοκίμασε τις δυνάμεις του στην επαγγελματική πάλη, ώσπου τελικά τον απορρόφησε το Χόλιγουντ, δίνοντάς του τον εμβληματικό ρόλο του Oddjob, που παρέμεινε ο διασημότερος της καριέρας του.
Κινηματογραφικά καλάθια
Ολυμπιονίκης και γνήσιος σταρ του χώρου του πολύ πριν ασχοληθεί με την υποκριτική, ο Μάικλ Τζόρνταν, για πολλούς ο σπουδαιότερος μπασκετμπολίστας όλων των εποχών, δεν κατάφερε τελικά να κάνει καριέρα μπροστά στις κάμερες ως ηθοποιός.
Το 1993, όταν ανακοίνωσε την (πρώτη) απόσυρσή του από τα παρκέ (θα ακολουθούσαν δύο ακόμα), ο Τζόρνταν είχε ήδη οδηγήσει τους Chicago Bulls σε τρεις τίτλους ΝΒΑ. Δύο χρόνια αργότερα, επέστρεψε στα γήπεδα και ως το καλοκαίρι του 1998 κέρδισε με τους Bulls τρεις ακόμη τίτλους.
Η πρώτη συμμετοχή του σε Ολυμπιακούς Αγώνες έγινε στα φοιτητικά του χρόνια, το 1984, αλλά είναι περισσότερο γνωστός για τη συμμετοχή του ως μέλους της «Dream Team» στους Ολυμπιακούς του 1992 στη Βαρκελώνη της Ισπανίας.
Μιλώντας με καλλιτεχνικούς όρους, το μεγαλύτερο επίτευγμα του Τζόρνταν στο σινεμά είναι τα «Διαστημικά καλάθια» (Space Jam, 1996), μια ταινία που γυρίστηκε τέσσερα χρόνια αργότερα, στην οποία «συναντήθηκε» με τον Μπιλ Μάρεϊ, τον Ντάνι Ντε Βίτο, τον Bugs Bunny και διάφορους άλλους χαρακτήρες κινουμένων σχεδίων της Warner Bros.
Oμως, σε αντίθεση με τα επιτεύγματα του Τζόρνταν στο γήπεδο, το φιλμ του Τζο Πίτκα δεν κατάφερε να κατακτήσει τους ειδήμονες. Ο Τζόρνταν ωστόσο κατάφερε να τραβήξει το ενδιαφέρον χρόνια αργότερα, με τη σειρά ντοκιμαντέρ του Netflix «O τελευταίος χορός» (The Last Dance, 2020).
Υποδυόμενος τον εαυτό του, στο «Space Jam» εμφανίζεται και ένας ακόμα διάσημος ολυμπιονίκης καλαθοσφαιριστής (Ατλάντα, 1996), ο Σακίλ Ο’ Νιλ, ο οποίος μάλιστα βρέθηκε μαζί με τον Τζόρνταν και στην ταινία «He Got Game» (1998) του Σπάικ Λι.
Γνωστότερες ταινίες του Ο’ Νιλ, στις οποίες δεν υποδύεται τον… Shaq, είναι τρεις: το «Οι αχτύπητοι» (Blue Chips», 1994), όπου παίζει έναν σπουδαστή κολεγίου, μπασκετικό ταλέντο, που έρχεται σε σύγκρουση με τον προπονητή του (Νικ Νόλτε), το «Kazaam» (1996), μια εκδοχή του μύθου με το μαγικό λυχνάρι και το τζίνι (ο ίδιος είναι το τζίνι) και το «Ηρωας από μέταλλο» (Steel, 1997).
Εκεί, υποδύεται έναν επιστήμονα του στρατού, ο οποίος μετατρέπεται σε υπερήρωα όταν μια εκδοχή ενός από τα δικά του όπλα χρησιμοποιείται εναντίον του εχθρού. Oχι ακριβώς αυτό που λέμε ρόλοι αξιώσεων, παρ’ όλα αυτά…
Τα χνάρια του Μάικλ Τζόρνταν και του Σακίλ Ο’ Νιλ ακολούθησε και ο Λεμπρόν Τζέιμς (χρυσός ολυμπιονίκης σε Πεκίνο 2008 και Λονδίνο 2012), που επίσης άρχισε να ασχολείται με την υποκριτική, κάνοντας μικρά περάσματα κυρίως ως… ο εαυτός του.
Πέρα από το «Διαστημικά καλάθια 2: Η νέα γενιά» (Space Jam: A New Legacy, 2021), ξεχωριστή ερμηνεία του Τζέιμς σε ρόλο είναι εκείνη στη δραματική κομεντί «Κατακούτελα» (Trainwreck, 2015), όπου ο σταρ των παρκέ υποδύθηκε τον γλυκομίλητο καλύτερο φίλο ενός αθλητιάτρου (Μπιλ Χέιντερ).
Σε γενικές γραμμές, πάντως, οι επιδόσεις του «King James» μπροστά από τις κάμερες σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να συγκριθούν με εκείνες μπροστά στη στεφάνη.
Ιδιαίτερες περιπτώσεις
Ο Νόελ Χάρισον προσπάθησε να ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα του, διάσημου ηθοποιού Ρεξ Χάρισον, πρωταγωνιστή στην «Ωραία μου κυρία» (1964) και στην «Κλεοπάτρα» (1963). Δεν τα κατάφερε.
Οι ρόλοι του, σε παραγωγές και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού Ωκεανού, ήταν πάντοτε μικροί και ο Νόελ Χάρισον δεν έγινε ποτέ σταρ. Μια επιτυχία του υπήρξε η κωμική σειρά «The Girl from U.N.C.L.E.» (1966-1967), η οποία παρωδούσε τη διάσημη σειρά κατασκοπείας «The Man from U.N.C.L.E.», από την οποία μάλιστα ο Χάρισον είχε κάνει ένα πέρασμα.
Προερχόμενος και αυτός από τον χώρο του αθλητισμού, συμμετείχε στην εθνική ομάδα σκι της Μεγάλης Βρετανίας και αγωνίστηκε σε δύο διοργανώσεις Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων, το 1952 στο Οσλο και το 1956 στην Κορτίνα ντ’ Αμπέτσο. Δεν κέρδισε όμως ποτέ κάποιο μετάλλιο.
Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις ολυµπιονικών που εν συνεχεία ακολούθησαν καριέρα στον χώρο του θεάµατος είναι και αυτή του Μπρους Τζένερ – σήµερα Κέιτλιν Τζένερ –, σταρ του δεκάθλου και πρώην µέλους της διάσηµης οικογένειας Καρντάσιαν.
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1976 στο Μόντρεαλ κέρδισε το χρυσό μετάλλιο και περίπου 40 χρόνια αργότερα, το 2015, αποκάλυψε την επιθυμία να προχωρήσει σε εγχείρηση επαναπροσδιορισμού φύλου. Αν και τα τελευταία χρόνια η καριέρα της Κέιτλιν Τζένερ ανθούσε στον κόσμο των τηλεοπτικών ριάλιτι, πριν από την αλλαγή φύλου είχε εμφανιστεί ως guest σε διάφορες τηλεοπτικές σειρές, όπως «The Fall Guy», «Η συγγραφέας ντετέκτιβ» και «Το πλοίο της αγάπης».
Αντικαθιστώντας τον Eρικ Εστράντα για επτά επεισόδια κατά τη διάρκεια της πέμπτης σεζόν της σειράς «Περιπολικά εν δράσει» (CHiPS), η Τζένερ έπιασε υποκριτικό «ταβάνι».
Αν και ο κανόνας λέει ότι οι αθλητές μετατρέπονται σε ηθοποιούς όταν η καριέρα τους στον αθλητισμό τελειώσει, η περίπτωση της Χίλαρι Γουλφ, η οποία εκπροσώπησε την πατρίδα της, Αμερική, στο τζούντο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1996 στην Ατλάντα και του 2000 στο Σίδνεϊ, αποτελεί εξαίρεση.
Προτού λάβει μέρος στους Ολυμπιακούς, η Γουλφ είχε εμφανιστεί σε μερικές τηλεταινίες αλλά το αποκορύφωμα της καριέρας της στην υποκριτική ήταν στα δεκατέσσερά της χρόνια, όταν έπαιξε τη Μέγκαν, τη μεγαλύτερη αδελφή του Κέβιν Μακάλιστερ (Μακόλεϊ Κάλκιν) στο απόλυτο χριστουγεννιάτικο blockbuster «Μόνος στο σπίτι» (1990). H Γουλφ εγκατέλειψε τελείως την υποκριτική μετά την επανάληψη του ρόλου της στο «Μόνος στο σπίτι 2: Χαμένος στη Νέα Υόρκη», το 1992.
Ειδική μνεία
Αν και για διάφορους λόγους οι παρακάτω ηθοποιοί δεν κατάφεραν να λάβουν μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες, οι αθλητικές επιδόσεις τους υπήρξαν αξιόλογες, όπως και η μεταγενέστερη καριέρα τους στην υποκριτική:
• Η κολύμβηση υπήρξε ο λόγος για τον οποίο η Εστερ Γουίλιαμς έγινε σταρ στον κινηματογράφο, όπου έπαιζε με χάρη τη δεινή… κολυμβήτρια σε μια σειρά από πολύ δημοφιλή «aquamusicals». Αν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1940 δεν είχαν ακυρωθεί εξαιτίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Γουίλιαμς θα είχε λάβει μέρος.
• Πολύ πριν ο Τζέισον Στέιθαμ γίνει σταρ πρώτης γραμμής με τις σειρές ταινιών «Transporter», «Αναλώσιμοι», «Fast and Furious» κ.ά., υπήρξε αστέρι των καταδύσεων, άθλημα με το οποίο ασχολείται από την ηλικία των 11 ετών. Ο Στέιθαμ εντάχθηκε στην Εθνική Ομάδα Καταδύσεων του Ηνωμένου Βασιλείου και συμμετείχε στους Αγώνες της Κοινοπολιτείας το 1990.
• Η Τζίνα Ντέιβις, κάτοχος Οσκαρ Β’ γυναικείου ρόλου για την ταινία «Αταίριαστοι εραστές» (The Accidental Tourist, 1988), άρχισε να ασχολείται με την τοξοβολία ως χόμπι. Ομως το 1999 σχεδόν έφτασε να συμπεριληφθεί στην ολυμπιακή ομάδα των ΗΠΑ για τους αγώνες του 2000 στο Σίδνεϊ.
• Υποψήφιος για Οσκαρ Β’ ανδρικού ρόλου για την ταινία «Γραμμένο στον άνεμο» (Written on the Wind, 1956) και σταρ της τηλεοπτικής σειράς «The Untouchables» (1959-1963), ο αμερικανός ηθοποιός Ρόμπερτ Στακ υπήρξε εξαίρετος σκοπευτής στο skeet, πρωταθλητής ΗΠΑ, με δύο παγκόσμια ρεκόρ, και το 1971 έγινε μέλος του Skeet Shooting Hall of Fame στη χώρα του.