Η Αντρια Ζαφειράκου σου φτιάχνει την ημέρα. Η όψη της στην οθόνη του υπολογιστή με το ζωηρό, γελαστό βλέμμα συνάδει απόλυτα με την εικόνα που σχηματίζεις για εκείνη απ’ όσα γράφει στο βιβλίο της. Το «Δίδαξε. Mπορείς; Τι χρειάζεται για να χτιστεί η επόμενη γενιά» (εκδ. Πατάκη)  κυκλοφόρησε στα ελληνικά το καλοκαίρι και μολονότι περιγράφει ένα διαφορετικό εκπαιδευτικό σύστημα, σε γεμίζει αισιοδοξία γιατί είναι μια γραπτή υπενθύμιση ότι υπάρχουν εκπαιδευτικοί που βλέπουν τη δουλειά τους ως αυτό που είναι: ένα λειτούργημα.

Δεν είναι τυχαίο ότι επιλέχθηκε ανάμεσα σε 35.000 εκπαιδευτικούς από 137 χώρες για το βραβείο της «Καλύτερης Εκπαιδευτικού στον Κόσμο» (Global Teacher Prize) του Ιδρύματος Varkey το 2018 κερδίζοντας πάνω στο νήμα εξέχουσες περιπτώσεις, όπως έναν καθηγητή από την Κολομβία που είχε φτάσει στο μηδέν τα περιστατικά εγκυμοσύνης έφηβων κοριτσιών, μια ακτιβίστρια από τη Νότια Αφρική που συνεργάστηκε με εκατό σχολεία για να καταπολεμήσει τον αναλφαβητισμό ή έναν αυστραλό διευθυντή που δημιούργησε το δικό του κανάλι στο YouTube για να διδάξει Μαθηματικά σε όλα τα παιδιά.

Και γιατί; Επειδή διδάσκει Εικαστικά και Κλωστοϋφαντουργία (Art and Textiles), το συχνά θεωρούμενο και ως «φιογκάκι» στην εκπαιδευτική κόμη των σχολείων, αν σκεφτεί κανείς ότι είναι από τα πρώτα μαθήματα που την πληρώνουν όταν έρχεται η ώρα των περικοπών.

Η Ελληνοκύπρια Ζαφειράκου (πατέρας από το Γύθειο, μητέρα από την Αμμόχωστο) εργάζεται στο Μπρεντ του βορειοδυτικού Λονδίνου, όπου μιλιούνται πάνω από εκατό γλώσσες, 33% των νοικοκυριών ζουν σε συνθήκες φτώχειας (ο δήμος με το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό ανθρώπων που εκδιώκονται από τα σπίτια τους) και είναι αναπληρώτρια διευθύντρια (Associate Deputy Headteacher) στο Κοινοτικό Σχολείο Αλπερτον όπου μόλις 13% των μαθητών δηλώνουν χριστιανοί.

Διαβάζοντας το βιβλίο καταλαβαίνεις γιατί η βράβευσή της δείχνει τον δρόμο που μπορεί να πάρει ένα πολυπολιτισμικό σχολείο γεμάτο προκλήσεις, μια πραγματικότητα παρούσα σε όλες σχεδόν τις χώρες πλέον. Κυρίως αντιλαμβάνεσαι πόσο πολύ χρειαζόμαστε ανθρώπους που αγαπούν τη δουλειά τους ανεξάρτητα από το τι είδους παιδιά διδάσκουν. Τουλάχιστον για αρχή.

Κάνετε µια από τις πιο δύσκολες δουλειές. Ποιοι άνθρωποι είναι εκείνοι που µπορούν να διδάξουν;

«Οι άνθρωποι που είναι οι καλύτεροι δάσκαλοι είναι εκείνοι που τους αρέσουν τα παιδιά, το μυαλό και η ενέργειά τους, όσο κλισέ και αν σας φαίνεται. Πρέπει επίσης να είναι άνθρωποι προετοιμασμένοι να δώσουν το 100% του εαυτού τους, να κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να περάσουν τις εξετάσεις τους τα παιδιά και να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις στη ζωή τους. Μου πήρε καιρό να συνειδητοποιήσω και να αποδεχθώ ότι η δουλειά μου δεν τελειώνει μαζί με το ωράριό μου. Eίναι τρόπος ζωής, είναι λειτούργημα. Εχω αποδεχθεί το γεγονός ότι υπηρετώ τα παιδιά. Υπάρχουν πολλοί, καταπληκτικοί δάσκαλοι στην Ελλάδα και παντού στον κόσμο, το πρόβλημα είναι ότι δεν αναγνωρίζεται η δουλειά τους».

Υπάρχει όµως και ένα άλλο φαινόµενο, πολύ πιο συχνό απ’ ό,τι θα περίµενε κανείς: να διδάσκουν άνθρωποι που δεν είναι κατάλληλοι για αυτή τη δουλειά.

«Εξαρτάται από τον τρόπο στελέχωσης των σχολείων. Στο Ηνωμένο Βασίλειο διαφέρει από σχολείο σε σχολείο. Κάποιος κάνει μια αίτηση, περνάει από συνέντευξη και αποφαινόμαστε αν κάνει για τις ανάγκες της σχολικής μας κοινότητας. Στο γειτονικό μας σχολείο, μόλις ένα χιλιόμετρο μακριά, η ατμόσφαιρα και η νοοτροπία είναι εντελώς διαφορετικές. Είναι δύσκολο να είσαι δάσκαλος στη Βρετανία γιατί είμαστε διαρκώς υπό έλεγχο, μας παρατηρούν, μας θέτουν προκλήσεις και πρέπει συνέχεια να βελτιωνόμαστε – ο μισθός μου εξαρτάται από την απόδοσή μου. Γι’ αυτό ο αριθμός των εκπαιδευτικών που εγκαταλείπουν το επάγγελμα είναι πολύ μεγάλος. Ξέρω ότι στην Ελλάδα οι εκπαιδευτικοί κάνουν ό, τι καλύτερο μπορούν και ότι οι προκλήσεις είναι πολλές, υπάρχουν και  εκείνοι που έχουν χάσει το κίνητρό τους. Μιλούσα με μια υπέροχη κοπέλα στην Ελλάδα και η πρώτη ερώτηση που της απηύθυνα ήταν: «Ποιο είναι το αγαπημένο σου μάθημα;». Εκείνη είπε «Μαθηματικά» και οι κόρες μου απόρησαν γιατί δεν είναι το πιο δυνατό δικό τους σημείο. Τελικά αποδείχθηκε ότι ο λόγος που η κοπέλα αγαπούσε τα Μαθηματικά ήταν επειδή εκείνη την ώρα δεν γινόταν μάθημα. Ράγισε η καρδιά μου και σκέφτηκα: «Αυτό είναι λάθος!». Πώς μπορεί να κάθεται ένα παιδί σε μια αίθουσα με έναν εκπαιδευτικό που δεν ενδιαφέρεται να διδάξει; Τι θα απογίνει αυτή η κοπέλα; Θα το ρίξει στα φροντιστήρια, θα αποφοιτήσει; Είναι η δική μας ευθύνη να τη βοηθήσουμε».

 

Είστε διευθύντρια σε ένα από τα πιο πολυπολιτισµικά σχολεία του Λονδίνου και µου έκανε εντύπωση που γράφετε ότι η έµφαση δεν πρέπει να δίνεται στο πώς θα προσλάβουν τα παιδιά τον βρετανικό πολιτισµό αλλά πώς θα κατανοήσουν οι εκπαιδευτικοί τους δικούς τους.

«Υπάρχει κίνδυνος όταν ο κόσμος βλέπει τη συμπερίληψη ως κάτι αρνητικό. Και όμως μπορούμε και να γίνουμε καλύτεροι και να διαπρέψουμε μέσα από αυτή. Στο σχολείο μου έχουν έρθει παιδιά χωρίς να γνωρίζουν ούτε μια λέξη αγγλικά και υπήρχε το ρίσκο να θεωρηθούν κουτά, μη δεκτικά στη μάθηση. Το εμπόδιο της γλώσσας δεν σημαίνει έλλειψη νοημοσύνης, το διαπιστώνεις μόλις τα βοηθάς να το ξεπεράσουν. Είναι και ο λόγος που πιστεύω ότι τα Εικαστικά, η Μουσική και οι Τέχνες γενικότερα πρέπει να είναι αναπόσπαστο μέρος της εκπαιδευτικής διαδικασίας που βοηθάει και τα παιδιά με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Μπορείς να εκφραστείς χωρίς να ανοίξεις το στόμα σου. Οι Τέχνες είναι το πιο συμπεριληπτικό πεδίο γιατί όλα τα παιδιά αποκτούν εφόδια τα οποία τα βοηθούν και στα υπόλοιπα μαθήματα».

Τι συµβαίνει µε τα παιδιά που δεν αντιµετωπίζουν αυτά τα προβλήµατα; Υπάρχει η άποψη ότι σε ένα τέτοιο περιβάλλον επιβραδύνεται η δική τους ανάπτυξη.

«Η δουλειά μου ως εκπαιδευτικού είναι να διασφαλίσω ότι όλα τα παιδιά στην τάξη μου έχουν πρόσβαση στο αντικείμενο διδασκαλίας μου. Δεν είναι να απευθύνομαι σε μια συγκεκριμένη κατηγορία παιδιών αλλά να προσπαθώ να μεταφράσω αυτό που θέλω να διδάξω ώστε να είναι κατανοητό σε μια ποικιλία παιδιών που προσλαμβάνουν τη γνώση με διαφορετικούς τρόπους».

Γιατί, όπως λέτε, «µια διδασκαλία σωστή για τα παιδιά µε ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και αναπηρίες θα είναι σωστή για όλα τα παιδιά»;

«Ναι, βέβαια. Είναι ταμπού να έχει ένας μαθητής ειδικές μαθησιακές ανάγκες και δυσκολίες, στιγματίζεται. Αν είσαι γονιός, συχνά δεν θες να το ακούσεις για το παιδί σου. Οταν φτάνουν στις εξετάσεις τους, συχνά αποτυγχάνουν γιατί δεν έγινε η παρέμβαση που χρειαζόταν από την αρχή. Είναι θέμα αλλαγής νοοτροπίας. Εγώ έγινα καλύτερη δασκάλα όταν άρχισα να καταλαβαίνω τις ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, γιατί ήμουν τελικά σε θέση να διδάξω με διαφορετικό τρόπο που ταίριαζε τελικά στην πλειονότητα των παιδιών. Απέκτησα περισσότερες δεξιότητες και ποικιλία προσέγγισης στο πώς αποκτούν γνώση οι μαθητές. Αν όλοι διδάσκαμε με τον ίδιο τρόπο, ο κόσμος θα ήταν ένα πολύ βαρετό μέρος και δεν θα υπήρχαν επιτυχημένοι άνθρωποι σε αυτόν παρά μόνο μαθητές με υψηλές ακαδημαϊκές επιδόσεις».

Ποιοι είναι «επιτυχηµένοι άνθρωποι»;

«To ερώτημα είναι: Πώς θέλουμε τα παιδιά μας; Θέλουμε να είναι περίεργα, τολμηρά, καλοσυνάτα, επινοητικά, χαρούμενα, αφοσιωμένα σε μια κοινότητα; Αυτή είναι κατά τη γνώμη μου η επιτυχία. Ορισμένες φορές προσλαμβάνουμε καθηγητές με όλα τα διδακτορικά και τα τυπικά προσόντα που μπορείτε να φανταστείτε. Οταν όμως βάζεις αυτούς τους δόκτορες σε μια τάξη με ένα τσούρμο δωδεκάχρονα αγόρια από την Αφρική με δύσκολες οικογενειακές ιστορίες, μπορούν άραγε να κερδίσουν την προσοχή τους και να συνδεθούν μαζί τους; Συχνά η απάντηση είναι όχι. Η ακαδημαϊκή επιτυχία δεν συνεπάγεται εκπαιδευτική επάρκεια, εν προκειμένω επιτυχία στην τάξη. Από την άλλη, έχουμε και παιδιά με τους καλύτερους βαθμούς, τα οποία όμως αδυνατούν να μιλήσουν σε μια συνέντευξη με ένα πανεπιστήμιο που θα κρίνει την εισαγωγή τους σε αυτό. Δεν έχουν κοινωνικές δεξιότητες που θα τους βοηθήσουν να ενταχθούν σε μια κοινότητα, οι οποίες είναι εξίσου σημαντικές στη ζωή».

Μπορεί να αποκτήσει αυτές τις δεξιότητες ένας εκπαιδευτικός ή πρέπει να τις έχει ήδη σε αυτή που αποκαλούµε ως «κλίση» του;

«Μπορούμε να το καταφέρουμε ενημερώνοντας και καταρτίζοντας τους εκπαιδευτικούς μας πάνω στις εξελίξεις της παιδαγωγικής επιστήμης, τις νέες μεθόδους και θεωρίες διδασκαλίας. Αλήθεια, πόσο συχνά συμβαίνει αυτό; Κατ’ αρχάς συμβαίνει ή οι εκπαιδευτικοί διδάσκουν με τον ίδιο τρόπο που διδάσκονταν εκείνοι πριν από 25 και 30 χρόνια; Τα παιδιά σήμερα είναι πολύ διαφορετικά, δεν μαθαίνουν με τον τρόπο που μαθαίναμε εμείς. Πρέπει να προσαρμοστούμε στις ανάγκες τους για να βελτιωθούμε. Κάθε κυβέρνηση πρέπει να επενδύει στην κατάρτιση των εκπαιδευτικών όχι μόνο μια φορά, αλλά διαρκώς. Πρέπει να υπάρχουν χρήματα στον σχολικό προϋπολογισμό για να βελτιώνουν την ποιότητα της εκπαίδευσης».

Ενδιαφέρεται η βρετανική κυβέρνηση για όλα τα παιδιά και τις παραµέτρους που αναφέρετε; Οπως γράφετε, για παράδειγµα, σας υποσχέθηκαν βοήθεια µε τον φιλανθρωπικό οργανισµό «Φιλοξενούµενοι καλλιτέχνες» που ιδρύσατε το 2018 για να βοηθήσετε παιδιά σε δύσκολα σχολικά περιβάλλοντα, αλλά έκτοτε είναι άφαντοι.

«Νομίζω ότι τους ενδιαφέρει να μαθαίνουν όλα τα παιδιά απαρεγκλίτως Αγγλικά, Μαθηματικά και Επιστήμες και ασκείται μεγάλη πίεση στο εκπαιδευτικό μας σύστημα για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος. Είναι δύσκολο να είσαι εκπαιδευτικός ή διευθύντρια γιατί κάθε χρόνο η πίεση αυξάνεται. Εχουμε επιθεωρητές που έρχονται στο σχολείο και οι αποφάσεις τους επηρεάζουν όλη τη σχολική κοινότητα, οι αξιολογήσεις ανακοινώνονται δημοσίως, όλοι ξέρουν αν το σχολείο μας πηγαίνει καλά. Οι γονείς μπορεί να πάρουν τα παιδιά από ένα σχολείο βάσει αυτών των αποτελεσμάτων. Το εκπαιδευτικό σύστημα στη Βρετανία είναι πολύ διαφανές. Αυτή η έκθεση σου δίνει κίνητρο όταν είσαι διευθύντρια ώστε να είναι καλό το σχολείο στη δική σου «βάρδια». Δεν μπορείς να εφησυχάζεις όσον αφορά την ποιότητα των υπηρεσιών σου».

 

Μετά τη βράβευσή σας ταξιδέψατε σε όλον τον κόσµο, σας καλούν σε ένα σωρό µέρη και φαντάζοµαι ήρθατε σε επαφή µε πολλά διαφορετικά εκπαιδευτικά συστήµατα. Εχετε άποψη για το ποιο απ’ όλα ανταποκρίνεται περισσότερο στις σηµερινές απαιτήσεις;

«Δεν μπορώ να απαντήσω αυτή την ερώτηση. Οι εκπαιδευτικοί παραπονιούνται παντού, το ίδιο κάνουν και τα υπουργεία Παιδείας. Στο Ηνωμένο Βασίλειο φτάνουμε στα άκρα, οι δάσκαλοι παθαίνουν υπερκόπωση, βρισκόμαστε διαρκώς υπό πίεση. Το συμβόλαιό μου λέει ότι πρέπει να βρίσκομαι στην αίθουσα 195 μέρες του χρόνου. Τα συστήματα που λειτουργούν υποθέτω ότι είναι εκείνα που έχουν εγγυήσεις υψηλής ποιότητας, ας πούμε ένας επιθεωρητής κάποιου είδους που πάει σε κάθε σχολείο και καταγράφει τι συμβαίνει και τιμά το επάγγελμα και την παράδοσή του. Είναι εκείνα που επενδύουν στην κατάρτιση των εκπαιδευτικών και στις υποδομές. Γιατί να θέλει ένα παιδί να μάθει μέσα σε ένα κτίριο που είναι βρώμικο, γεμάτο γκραφίτι και σπασμένες καρέκλες; Γιατί να θέλει ένας εκπαιδευτικός να διδάξει εκεί; Θυμάμαι τον ενθουσιασμό μου όταν έκανα μια ομιλία TEDx στη Θεσσαλονίκη, σε αυτή την υπέροχη και πλούσια σε ιστορία πόλη. Οταν το ταξί πέρασε από το πανεπιστήμιο, η καρδιά μου βούλιαξε βλέποντας τα γκραφίτι, τις μπάρες στα παράθυρα. Τα πανεπιστήμια πρέπει να είναι χώροι έμπνευσης, εκεί γεννιούνται οι καλύτερες ιδέες, εκπονούνται ερευνητικά προγράμματα που κάνουν καλύτερο τον κόσμο. Μπορεί να μη φαίνεται τόσο σημαντικό, αλλά είναι ύψιστης σημασίας. Να πω επίσης ότι στην Ιαπωνία, για παράδειγμα, έχουν τα πιο απίθανα αποτελέσματα όσον αφορά τα Μαθηματικά, όμως καλλιεργείται ανταγωνισμός σε τέτοιο ακραίο βαθμό ώστε τα παιδιά αυτοκτονούν γιατί μελετούν 16 ώρες την ημέρα».

 

Σας ζητήθηκε ποτέ να έρθετε στην Ελλάδα και να µοιραστείτε τις εµπειρίες σας µε κάποιον τρόπο, εκτός από την περίπτωση του TEDx;

«Είμαι πολύ συνδεδεμένη με την Ελλάδα, ερχόμαστε κάθε χρόνο να δούμε τους συγγενείς μας, ξέρω ότι κάποια στιγμή εκεί θα αποσυρθώ όταν συνταξιοδοτηθώ. Για να είμαι ειλικρινής, όταν κέρδισα το βραβείο η ελληνική κυβέρνηση δεν εκμεταλλεύτηκε καθόλου τη νίκη αυτή και έχασε μια τεράστια ευκαιρία. Δεν με κάλεσαν πουθενά, σε αντίθεση με την κυπριακή κυβέρνηση από την οποία έλαβα πολλά μηνύματα και προσκλήσεις. Αισθάνθηκα ότι υπήρξα χρήσιμη εκεί, στήριξα τους εκπαιδευτικούς, τους τίμησα, τους έκανα πιο δημοφιλείς. Αυτό που δεν καταλαβαίνει κανείς για τους εκπαιδευτικούς είναι ότι είμαστε μια μεγάλη κοινότητα ανεξάρτητα από το πού προερχόμαστε».

 

Να πούµε όµως και για τους γονείς. Ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος τους σε όλη αυτή τη διαδικασία;

«Οι σχέσεις μεταξύ γονέων και σχολείων πρέπει να ενδυναμωθούν τώρα όσο ποτέ άλλοτε. Τα παιδιά βρίσκουν άλλους τρόπους εκπαίδευσης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οπότε σχολεία και γονείς πρέπει να δουλεύουν μαζί για να αντιμετωπίσουν αυτή την πρόκληση. Κάποιες φορές οι γονείς πρέπει να κάνετε πίσω και να μας εμπιστεύεστε όταν κάνουμε τη δουλειά μας, είμαστε εκπαιδευμένοι και ιδιαίτερα έξυπνοι άνθρωποι, γνωρίζουμε ότι έχουμε ό,τι πολυτιμότερο υπάρχει στη ζωή σας στα χέρια μας. Από την άλλη, όταν σηκώνουμε το τηλέφωνο και σας λέμε «βοηθήστε με να αντιμετωπίσουμε ένα πρόβλημα», παρακαλώ κάντε το. Τώρα με την οικονομική κρίση βλέπουμε τις αλλαγές που συντελούνται, τα παιδιά μας έρχονται στο σχολείο και πεινάνε, μυρίζουν, τα μάτια τους είναι γκρι, τα ρούχα τους δεν τους κάνουν. Αν ένα παιδί βιώνει μια τέτοια πραγματικότητα και φέρνει αυτό το τραύμα στο σχολείο, δεν μπορούμε να το διδάξουμε. Τα σχολεία πρέπει να επικοινωνήσουν με τις οικογένειες, να ρωτήσουν: «Πώς μπορούμε να βοηθήσουμε;». Πολλές οικογένειες θα υποστούν πίεση με το ολοένα αυξανόμενο κόστος ζωής. Οι κυβερνήσεις πρέπει να κάνουν ό,τι μπορούν, αλλά στο τέλος το σχολείο θα γίνει μάρτυρας αυτής της πραγματικότητας. Αν υποστηριχθούν τα σχολεία, θα μπορούν να παρέμβουν πιο αποτελεσματικά».