Ευζωιστής – πολύ πριν όχι απλώς από τον εκφυλισμό αλλά από την ίδια την επινόηση και την επικράτηση του όρου στην ιδιόλεκτο του lifestyle –, φύσει ευγενής, με αψεγάδιαστο ενδυματολογικό κώδικα (ιδανικό περίβλημα της άρρητης αβρότητάς του), ένας άνθρωπος εικόνα και ομοίωση εκείνου που εννοούμε όταν προφέρουμε τη λέξη τζέντλεμαν.
Αυτοί είναι πιθανότατα μερικοί από τους τρόπους που ο Αντώνης Λυμπέρης, ψυχή και κινητήριος δύναμη του περιοδικού Τύπου στη χώρα μας για περισσότερες από τρεις δεκαετίες, έχει αποκρυσταλλωθεί στο συλλογικό ασυνείδητο. Ομως στην πραγματικότητα ο αείμνηστος εκδότης, που έφυγε από τη ζωή την προηγούμενη Κυριακή σε ηλικία 71 ετών, ήταν πολύ περισσότερα και πολύ πιο ουσιαστικά από την εικόνα που είχαν οι άλλοι για εκείνον.
Aλλωστε ολόκληρη η διαδρομή του στη ζωή αλλά και η καριέρα του συνηγορούν με τον πιο ανάγλυφο τρόπο πως ο Λυμπέρης είχε κερδίσει το προνόμιο να διαμορφώνει την άποψη και την αισθητική των πολλών και όχι να καθορίζεται από τη γνώμη, την άποψη ή την εικόνα των άλλων. Αλλωστε η αλήθεια είναι πως όσο μετεωρική κι αν υπήρξε η επαγγελματική και κοινωνική άνοδός του, ο ίδιος κατάφερε να κρατήσει αλώβητο και προστατευμένο με σχεδόν θρησκευτική ευλάβεια τον πυρήνα του.
Ο Λυμπέρης δεν απαρνήθηκε, δεν έκρυψε, ούτε ποτέ λησμόνησε τις καταβολές και τις απαρχές του. Oσο έκπαγλες κι αν έμοιαζαν οι Σειρήνες που συνάντησε στον ρου προς την προσωπική Ιθάκη του και όσο ηδονικό κι αν ηχούσε στα αφτιά του το τραγούδι τους, ο Αντώνης Λυμπέρης κατάφερε να μην εκποιήσει και να μην ανταλλάξει με τίποτα εκείνο το ακατέργαστο νεανικό πάθος του. Οταν με μοναδικά όπλα στη φαρέτρα του μια σανίδα του σερφ και τη φωτογραφική μηχανή του ξεκινούσε να κυνηγά το μεγάλο κύμα της ζωής.
Κατακτώντας το όνειρο
Διαβάζουμε συχνά στα αμερικανικά περιοδικά και μένουμε γοητευμένοι, καμιά φορά ακόμα και ενεοί, από τα ουρανομήκη success stories ανθρώπων που μπορεί σήμερα να διαθέτουν χρήμα, δύναμη, ισχύ και επιρροή, όμως κάποτε υπήρξαν λυκειόπαιδα ή φοιτητές που έκαναν τα πρώτα τους σχέδια επί χάρτου στο γκαράζ του πατρικού σπιτιού τους. Είχαν, με δυο λόγια, τα προγνωστικά, αν όχι εναντίον τους, σίγουρα όχι με το μέρος τους.
Πολλές μάλιστα από αυτές τις απίστευτες και όμως αληθινές ιστορίες φιλοξενούνταν κατά κόρον στα περιοδικά που σφράγισε με την οπτική και την αισθητική του ο Αντώνης Λυμπέρης. Πάντα κατατεθειμένες σε λέξεις προσεκτικά τοποθετημένες η μία δίπλα στην άλλη και κυρίως επενδεδυμένες με εικόνες όχι μόνο ταιριαστές αλλά διαλεγμένες μία προς μία. Iσως σε αυτά τα ουρανομήκη σε έκταση stories των larger than life προσωπικοτήτων ο εκλιπών εκδότης αναγνώριζε ψήγματα και συνάφειες με τη δική του διαδρομή. Εκείνη που είχε ως σημείο εκκίνησης το εφηβικό δωμάτιο του πατρογονικού σπιτιού του και δούρειο ίππο το θρυλικό λευκό Citroën 2CV του.
Ο Αντώνης Λυμπέρης δεν ανήκε σε κάποια από τα παραδοσιακά εκδοτικά τζάκια, ούτε προερχόταν από γονείς που είχαν προδιαγράψει για εκείνον την επαγγελματική πορεία του ενώ ακόμα τον έτρεφαν στην κούνια με το μπιμπερό και του άλλαζαν πάνες. Οι καταβολές του υπήρξαν πολύ πιο ταπεινές από εκείνες που θα μπορούσε να υποθέσει όποιος τον γνώρισε από τη μεγεθυσμένη εικόνα του ή τον συναναστράφηκε από τη δεκαετία του ’90 και έπειτα.
Μάλιστα, ήταν και πολύ πιο μποέμικες από όσο πρόδιδε η κατοπινή εικόνα του με τα sur mesure κοστούμια και τα χαρακτηριστικά, επιμελώς ατημέλητα μαλλιά του. Γιος μιας μεσοαστικής αθηναϊκής οικογένειας, μεγάλωσε στο βαθύ κέντρο της πόλης, σε ένα διαμέρισμα μερικών δεκάδων τετραγωνικών στην οδό Αριστοτέλους. Από μικρός είχε δύο κλίσεις – ή αν προτιμάτε, δύο καλώς εννοούμενα πάθη. Αγαπούσε τον αθλητισμό και έλκονταν από τη φωτογραφία. Μολονότι πάντως το σερφ υπήρξε ο πρώτος και παντοτινός έρωτάς του, τελειώνοντας το σχολείο ο Λυμπέρης αποφάσισε να φύγει για τη Γερμανία, για να σπουδάσει αρχικά φωτογραφία στην Κολωνία και κατόπιν σκηνοθεσία στο Μόναχο. Hταν το δίχως άλλο καθοριστικά χρόνια, αφού τότε συνειδητοποίησε τη σημασία, τη δύναμη και τη δυναμική αλλά και τον αντίκτυπο που μπορούσε να έχει η εικόνα. Στον εαυτό του αλλά και στους άλλους.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα με τις αποσκευές του βαρύτερες σε μνήμες και εμπειρίες που τον διαμόρφωσαν και αφού υπηρέτησε τη στρατιωτική θητεία του στο Ναυτικό, ο Λυμπέρης αποφάσισε να ακολουθήσει το εσωτερικό κέλευσμά του και να επιστρέψει εκεί όπου ανήκε. Στον κόσμο. Eζησε για βραχύ διάστημα ως νομάς. Τι έκανε; Περιπλανιόταν, πάντα με προέκταση του σώματός του τη σανίδα του σερφ, και απαθανάτιζε με νεανική λαιμαργία και κεκτημένη ταχύτητα στιγμές. Τη συνάντηση με το πεπρωμένο του την είχε σε ένα από εκείνα τα ταξίδια του, συγκεκριμένα στις Μπαχάμες, όπου είχε ταξιδέψει για έναν αγώνα σερφ.
Με περίσσευμα ποιητικής αδείας θα μπορούσε σήμερα να παρατηρήσει κανείς πως ο Λυμπέρης δεν κατάφερε τότε να αναγνωρίσει τη μοίρα του. Hταν εξάλλου καμουφλαρισμένη, αφού εμφανίστηκε ενσαρκωμένη στο πρόσωπο ενός γερμανού εκδότη που γνώρισε στο περιθώριο του αγώνα και ο οποίος του ζήτησε να ακούσει την ιστορία του. «Αφού αγαπάς τόσο το σερφ και τη φωτογραφία, γιατί δεν κυκλοφορείς ένα περιοδικό για το σερφ;» ρώτησε τον νεαρό Ελληνα. Ο σπόρος της ιδέας που έπεσε στο έδαφος της Καραϊβικής κάρπισε τελικά λίγους μήνες αργότερα στην Ελλάδα, όταν ο Λυμπέρης κυκλοφόρησε εν έτει 1981 το περιοδικό «Surf & Ski». Hταν ο θεμέλιος λίθος για την εκδοτική αυτοκρατορία του, που θα μεσουρανούσε πολλά χρόνια αργότερα, στις δεκαετίες των 90s και των 00s.
Η αρχή του αείμνηστου εκδότη ήταν ως το μεδούλι της κινηματογραφική. Επρόκειτο για ένα εντελώς DIY, χειροποίητο και χειρωνακτικό εγχείρημα. Σχεδόν όλα περνούσαν από τα χέρια του, ενώ ήταν ο ίδιος που προσέγγιζε υποψήφιους διαφημιζόμενους με την παλιά και δοκιμασμένη μέθοδο πόρτα-πόρτα. Με το θρυλικό λευκό 2CV του φορτωμένο με τα σύνεργα του σερφ, o αεικίνητος νεοσσός τότε εκδότης αναζητούσε ανθρώπους που θα αντιλαμβάνονταν το τότε υπό διαμόρφωση ακόμα όραμά του και θα το στήριζαν. Τελικά αποδείχθηκαν περισσότεροι από όσους θα περίμενε και ο ίδιος. Μάλιστα, το παρθενικό εκδοτικό του εγχείρημα, που πήρε σάρκα και οστά χάρη σε ένα δάνειο 20.000 δραχμών που έλαβε από τη μητέρα του, πήγε τόσο καλά ώστε έναν χρόνο αργότερα απέκτησε και αδελφάκι.
Hταν το περιοδικό «Ο Κόσμος του Τένις» ενώ το 1983 γεννήθηκε και το πιο επιτυχημένο από τα πρώτα του εκδοτικά projects, «Ο Κόσμος του Video». Το εκδοτικό στρατηγείο του το είχε στήσει τότε στο διαμέρισμα που βρισκόταν στον από πάνω όροφο του πατρικού του.
Η πιο σκοτεινή ώρα
Σχεδόν τριάντα χρόνια από εκείνη τη σημαδιακή ημέρα, η οποία ενδεχομένως ήταν και μία από τις πιο φωτεινές της εκδοτικής καριέρας του που μόλις τότε ξεκινούσε, στις 7 Νοεμβρίου του 2012 ο Αντώνης Λυμπέρης ζούσε την πιο σκοτεινή ώρα του.
Oμως ακόμα και τη στιγμή που η εκδοτική αυτοκρατορία του, η οποία στο ζενίθ της αθροιζόταν σε 55 περιοδικά που εκδίδονταν σε 5 χώρες (Ελλάδα, Κύπρο, Βουλγαρία, Ρουμανία και Ρωσία), ραδιοφωνικούς σταθμούς, ειδικές εκδόσεις και βέβαια τα θρυλικά βραβεία για τους Aνδρες και τις Γυναίκες της Χρονιάς, όδευε σε ένα μη αναστρέψιμο τέλος, υπό το βάρος της οικονομικής ύφεσης και της κατακόρυφης πτώσης του διαφημιστικού τζίρου, ο αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας προσυπέγραψε με τον τρόπο και τη στάση του πως όσα σπουδαία και αν είχαν μεσολαβήσει σε αυτή την τριακονταετία, ο ίδιος δεν είχε απολέσει καμία από τις αρετές του.
Σε ένα απόσπασμα της επιστολής μέσω της οποίας απευθυνόταν στους εργαζομένους των Liberis Publications έγραφε τότε: «Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία και για μας σήμερα, Τετάρτη 7 Νοεμβρίου, σας ανακοινώνω ότι πέθανε. Πέθανε παίρνοντας μαζί της τους κόπους και τα όνειρα 32 ετών. Σταθήκαμε όλοι στο ύψος μας, παλέψαμε, επιμείναμε, προσπαθήσαμε. Δεν χάσαμε. Δεν ήταν μια μάχη, αλλά ένας άνισος, ατέρμων, καταδικασμένος και προδομένος αγώνας ενάντια στην παράνοια και το παράλογο που διακατέχει πλέον τη χώρα μας. Εξάντλησα όλα τα ανθρώπινα αποθέματα δύναμης και διαπραγμάτευσης και ένα πράγμα πλέον έχει νόημα να προσπαθήσω να διαφυλάξω, την αξιοπρέπεια όλων μας. Τέλος, αλλά όχι τελευταίο, θέλω να σας ευχαριστήσω για το πάθος σας για τη δουλειά μας, αφού καταφέρατε να διατηρήσετε την ποιότητα στο ίδιο υψηλό επίπεδο ακόμη και στα τελευταία τεύχη των περιοδικών μας, γεγονός που με κάνει ιδιαίτερα περήφανο. Σας ευχαριστώ που δουλέψαμε μαζί. Σας ευχαριστώ που δημιουργήσαμε τα καλύτερα περιοδικά σε κάθε τομέα».
Αν βέβαια υπήρξε ένα από τα δεκάδες περιοδικά που εξέδωσε, το οποίο όχι μόνο λάτρεψε, αλλά στις σελίδες του καθρέφτισε τον εαυτό του και την αντίληψή του για τη ζωή, αυτό δεν ήταν άλλο από το «Status», το οποίο ακόμα και σήμερα, πολλά χρόνια μετά το τέλος του, παραμένει ο πήχης για κάθε ανδρική έκδοση. Hταν το περιοδικό που φιλοξένησε τις πιο σημαντικές προσωπικότητες κάθε εποχής – θρυλικό, για παράδειγμα, ήταν το επετειακό εξώφυλλο με την Αλίκη Βουγιουκλάκη ενδεδυμένη με ανδρόγυνο στυλ στις αρχές των 90s –, άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο οι άνδρες αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους και συνεπώς τον κόσμο και συνδέθηκε με τις θεμελιακές αλλαγές που συντελούνταν στην ελληνική κοινωνία στο μεταίχμιο των τελών του ’80 και των αρχών του ’90.
Το «Status» έγινε το σχεδόν άτρωτο και περήφανο άρμα που καθοδήγησε την επιτυχία του Αντώνη Λυμπέρη και λειτούργησε ως πυλώνας για την ανάπτυξη ενός εκδοτικού συγκροτήματος το οποίο είχε διαχρονικά ανοιχτές τις πόρτες του στους καλύτερους επαγγελματίες του χώρου (δημοσιογράφους, φωτογράφους, ενδυματολόγους, make-up artists, κ.λπ.) και ευήκοα ώτα στις καινούργιες και καινοτόμες ιδέες.
Ακόμα και σε εκείνες που στο άκουσμά τους φάνταζαν μακρινές ή άφταστες. Βράχος στο πλευρό του στα εύκολα μα και στα δύσκολα και δημιουργικό alter ego του στον εκδοτικό όμιλο υπήρξε η επί 32 χρόνια σύντροφος της ζωής του και 29 χρόνια σύζυγός του Ελενα Μακρή Λυμπέρη, με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά – ο Αντώνης Λυμπέρης είχε και μία ακόμα κόρη από προηγούμενη σχέση του. Το μήνυμα του αποχαιρετισμού προς τον άνδρα της ζωής της είναι ενδεικτικό της βαθιάς σχέσης ζωής που είχαν την ευλογία να ζήσουν: «Αγάπη μου, μεγάλε μου έρωτα, να ήξερες πόσο ευγνώμων είμαι για τα σχεδόν 32 χρόνια που περάσαμε νύχτα-μέρα μαζί! Είσαι μέντορας, σύζυγος, πατέρας, φίλος, οικογένεια, δάσκαλος, το Α και το Ω της ύπαρξής μου. Ζήσαμε δύο κινηματογραφικές ζωές σε μία, πολλές φορές με τεράστιες επιτυχίες, προσφορά, δημιουργία, ύψιστες χαρές, βαθιές λύπες, αποτυχίες, ξεριζωμούς, κυριολεκτικούς και μεταφορικούς».
Ο Αντώνης Λυμπέρης πρέσβευε όσο κανείς και υπηρέτησε με κάθε ικμάδα του τη γενναιόδωρη αντίληψη για τη ζωή. Πως δηλαδή ο ουρανός είναι το όριο. Oχι, δεν ήταν αιθεροβάμων ή κενόδοξος, αλλά οραματιστής και φιλόδοξος. Πίστευε στη δύναμη των περιοδικών και κυρίως στην καταλυτική επίδραση που μπορούσε να έχει η εικόνα στο μυαλό και κατ’ επέκταση στη ζωή των ανθρώπων. Εκείνο που μεγεθύνει τη διορατικότητά του είναι πως το αντιλήφθηκε και το υλοποίησε σε μια εποχή χωρίς κοινωνικά δίκτυα, χωρίς Instagram, Facebook και TikTok.
Τότε όπου ακόμα και τα ίδια τα περιοδικά έμοιαζαν στα μάτια του αναγνωστικού κοινού με καινά δαιμόνια. Ο Λυμπέρης έγινε ένας μεσολαβητής, ένας αγωγός ανάμεσα στον παλιό κόσμο που έφθινε και τον καινούργιο που αναδυόταν. Αν κάτι άλλο θυμούνται όσοι εργάστηκαν μαζί του – πολλοί από τους οποίους γέμισαν τις προηγούμενες ημέρες με τους προσωπικούς αποχαιρετισμούς τους τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης –, αυτό είναι η ακράδαντη πίστη που έτρεφε πως ο μόνος υγιής τρόπος για να αξιοποιήσει τα χρήματα που κέρδιζε από τις εκδόσεις ήταν να τα τοποθετεί σε νέες.
Ετσι γεννήθηκαν περιοδικά-θρύλοι, όπως το «7 Μέρες TV», το «Εγώ», το «Life & Style» ή αλλιώς η έτερη ναυαρχίδα του εκδοτικού ομίλου, και εξελληνίστηκαν διεθνείς βαρύτιμοι τίτλοι όπως η «Vogue», το «Hello!» και το «Men’s Health». Πόσο τυχαίο ήταν το γεγονός ότι ο εκδοτικός κολοσσός Condé Nast είχε δώσει το χρίσμα στον όμιλο Λυμπέρη για την ανάπτυξη των περιοδικών του στη Βαλκανική;
Ο Αντώνης Λυμπέρης και τα περιοδικά που εξέδιδε είχαν πάντα μια πολύ σαφή, ευθεία και άρα τίμια – συμφωνούσες ή διαφωνούσες – άποψη για το τι είναι, πώς δομείται και αποδομείται και πώς βιώνεται το lifestyle. Ηταν αυτή η πολύ στέρεη κοσμοθεωρία του, την οποία ο αναγνώστης μπορούσε να φυλλομετρήσει στις σελίδες των εντύπων του, που τον ανάδειξε στο αντίπαλον δέος του άλλου κραταιού εκδότη της εποχής, του Πέτρου Κωστόπουλου.
Οι δυο τους υπήρξαν δύο διαφορετικοί πόλοι, εκπροσωπούσαν και υποστήριζαν δύο διαφορετικούς κόσμους, αλλά είχαν ως συγκολλητική ουσία το χιλιοτραγουδισμένο και εκ των υστέρων αμφιλεγόμενο lifestyle. Ο Λυμπέρης ήταν εκείνος που αποθέωσε και έκλινε το γόνυ στην αισθητική, αναζήτησε και ανέδειξε το ωραίο, εστίασε εμφατικά στη λεπτομέρεια. Ηταν μάλλον λογικό αλλά όχι απαραίτητα αναμενόμενο για έναν άνθρωπο που αγαπούσε τη φωτογραφία, την είχε σπουδάσει, και για ένα φεγγάρι είχε εργαστεί ως φωτογράφος.
Πολλές ιστορίες για τα έργα και του Αντώνη Λυμπέρη στα χρόνια του μεσουρανήματός του μπορεί να ξεσκονίζονται, να λουστράρονται και να έρχονται ξανά στο φως της δημοσιότητας στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του. Πολλοί θα μιλήσουν ενδεχομένως για τα χρόνια της ευμάρειας που έζησε ως παντοδύναμος εκδότης και θα θυμηθούν σπαράγματα του τρυφηλού βίου του – ναι, πιθανότατα οι αιχμές και οι πικρίες θα προέρχονται από ανθρώπους που τον δοξολογούσαν στα χρόνια της κρίσης του και επέχαιραν στην πτώση του.
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει πως ο Λυμπέρης υπήρξε ένας ερασιτέχνης (με την κυριολεκτική σημασία της λέξης) του περιοδικού Τύπου που υπηρέτησε με συνέπεια και χωρίς λαϊκισμό την glossy αισθητική και το lifestyle σχεδόν με αίσθημα καθήκοντος και ακραίο επαγγελματισμό. Οπως κανείς δεν μπορεί να μη μνημονεύει την αγωγή και την ευγένεια του χαρακτήρα του.
Αν και οι περισσότεροι θα τον θυμούνται με τη συνήθη στολή εργασίας του, ήτοι τα sur mesure κοστούμια του, η αλήθεια είναι πως ο Αντώνης Λυμπέρης έζησε και δημιούργησε στον εκδοτικό χώρο – με κύκνειο άσμα του τη More Media, θυγατρική της Alter Ego Media, δημιουργώντας έντυπες και ηλεκτρονικές εκδόσεις και παραμένοντας παρών ακόμα και μετά τη διάγνωση της ασθένειάς του – ως ένας ακούραστος σέρφερ που πάντα κυνηγούσε το επόμενο μεγάλο κύμα. Και δεν σταμάτησε να κολυμπά, ακόμα και όταν εκείνο έμοιαζε έτοιμο να τον καταπιεί.