Ενα πρωί, γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ο Γιώργος Ζογγολόπουλος (1903-2004) ακούει στο ραδιόφωνο πως «η Ελλάδα βρίσκεται κάτω από την ομπρέλα του ΝΑΤΟ». Ο ίδιος, γνωστός για το χιούμορ του αλλά και λάτρης των λογοπαιγνίων, κάνει τον συνειρμό. Ομπρέλα; Πόση και ποια «προστασία» εγγυάται; Και ποιος «προστάτης» την κρατάει στο χέρι του; Γιατί όχι, λοιπόν, ένα έργο με μια ομπρέλα;
Βέβαια, η γυναίκα του, ζωγράφος και αυτή, η Ελένη Πασχαλίδου-Ζογγολοπούλου, από νωρίς τη δεκαετία του ’70 χρησιμοποιεί σαν θέμα στους πίνακές της τις ομπρέλες, από τις οποίες εμπνέεται ο Ζογγολόπουλος για να κάνει αργότερα τα γλυπτικά του έργα.
Πριν από μερικές εβδομάδες, η Ολυμπιακή Φλόγα, στον δρόμο της για το Παρίσι, διανυκτέρευσε πλάι στις εμβληματικές «Ομπρέλες» του Γιώργου Ζογγολόπουλου στη Νέα Παραλία της Θεσσαλονίκης. Πού αλλού θα μπορούσε να πάει αν ήθελε να βρει ένα σταυροδρόμι όπου συναντώνται η γενιά των selfies και του Erasmus με τους μεγαλύτερους που αναζητούν τη νέα ταυτότητα της πόλης αλλά και θέλουν να διατηρηθεί η ιστορική της μνήμη;
Σε μια εποχή που η σύγχρονη τέχνη αποκτά εμφατική θέση στον δημόσιο χώρο, η πιο αναγνωρίσιμη εικαστική έκφραση του Γιώργου Ζογγολόπουλου, η ομπρέλα, βρήκε τον χώρο που την απογείωσε.
Υπάρχουν όμως και αλλού «Ομπρέλες» στη Θεσσαλονίκη: Ενα άλλο γλυπτό, «υδροκίνητο», με ομπρέλες έχει τοποθετηθεί από το 1993 έξω από το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης μέσα στη ΔΕΘ.
Ο Ζογγολόπουλος, αυτός ο «αιώνιος έφηβος», όπως χαρακτηρίστηκε, είναι ένας από τους σημαντικότερους γλύπτες της Ελλάδας που δέσποσε, με το πλούσιο έργο του να εκτείνεται σε μια περίοδο που καλύπτει οκτώ δεκαετίες.
Μια εξήγηση για το πώς ενεργοποιήθηκε στο έργο του ίσως βρούμε στην εξής εξομολόγησή του: «Δεν μπορεί να νοείται μεγάλη γλυπτική χωρίς αρχιτεκτονική μέσα. Μια συνάντηση που φαίνεται καθαρά άμα τη δεις… να πείθει ότι έτσι είναι. Γι’ αυτό με βοήθησε πολύ η αρχιτεκτονική στη δουλειά μου» («Παρασκήνιο», ΕΡΤ, 1999).
Εζησε 101 έτη. Αυτόν τον Μάιο συμπληρώνονται είκοσι χρόνια από τον θάνατό του. Ο προοδευτικός καλλιτέχνης και στοχαστής, ο γλύπτης, ζωγράφος και αρχιτέκτονας, είναι πια συνδεδεμένος διά παντός με τη Θεσσαλονίκη. Μια σχέση που έχει και αγάπη και στενοχώρια και ένα ιστορικό, εικαστικό θρίλερ που ξεδιπλώθηκε στο κέντρο της πόλης στα μέσα της δεκαετίας του 1960.
«Η πρώτη παρουσία του Ζογγολόπουλου στη Θεσσαλονίκη χρονολογείται στο 1966, όταν η τοποθέτηση στην πλατεία Σιντριβανίου της πολυσυζητημένης, δυναμικής σύνθεσης από κράμα μετάλλου «Cor-Ten» έγινε σύμβολο του νεωτεριστικού πνεύματος της Διεθνούς Εκθεσης και αποτέλεσε σταθμό στην υπαίθρια γλυπτική της πόλης» επισημαίνει η Ευθυμία Γεωργιάδου-Κούντουρα, ιστορικός της τέχνης. Τότε βέβαια συντηρητικοί κύκλοι της πόλης, έχοντας άλλες αισθητικές προτιμήσεις, είχαν αντιδράσει, αλλά ο χρόνος δικαίωσε τον καλλιτέχνη και του χάρισε την αποδοχή.
Η ίδια μας λέει: «Τα τελευταία χρόνια οι «Ομπρέλες» του Ζογγολόπουλου αποτελούν σημείο αναφοράς για τους κατοίκους και τους επισκέπτες της πόλης και είναι ένα προσφιλές τοπόσημο, εξίσου διακριτό με τον γειτονικό Λευκό Πύργο. Είναι το μνημείο της πόλης που έχει μπει δυναμικά στην καθημερινή ζωή των πολιτών αλλά και σε επίσημες εκδηλώσεις, ενώ η περιοδική φαντασμαγορική του φωταγώγηση σηματοδοτεί επετείους μνήμης και κοινωνικής ευαισθησίας».
Το θέμα της ομπρέλας, όπως συμπληρώνει η κυρία Γεωργιάδου-Κούντουρα, εμφανίζεται το 1987 στο έργο του Γιώργου Ζογγολόπουλου και από τότε τον απασχολεί επίμονα σε διάφορες παραλλαγές που κοσμούν χώρους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Από χρηστικό αντικείμενο για προστασία από τη βροχή μεταλλάσσεται σε εικαστική δημιουργία με φαντασία, ευαισθησία, πρωτοτυπία και συμβολικές προεκτάσεις.
Στην Biennale της Βενετίας, το 1993, ο Ζογγολόπουλος εκπροσώπησε την Ελλάδα και έξω από το ελληνικό περίπτερο έστησε μια εντυπωσιακή υδροκίνητη εγκατάσταση με ομπρέλες, της οποίας μία εκδοχή κοσμεί την είσοδο του MOMus στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης.
Στην επόμενη Biennale, το 1995, για τα εκατό χρόνια λειτουργίας του θεσμού, ο Ζογγολόπουλος τοποθέτησε σε πλωτή εξέδρα τις «Ομπρέλες», σε μια νέα εντυπωσιακή σύνθεση στην είσοδο των Giardini και αποτέλεσαν το σήμα της έκθεσης εκείνης της χρονιάς.
Το 1997, όταν η Θεσσαλονίκη γιόρταζε ως Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, οι «Ομπρέλες» μεταφέρθηκαν στην παραλία της Θεσσαλονίκης και από το 2013, με την ολοκλήρωση των έργων της ανάπλασης της Νέας Παραλίας, τοποθετήθηκαν στη νέα τους θέση: «Ο ίδιος ο καλλιτέχνης ομολόγησε πως ο ζωτικός χώρος της εγκατάστασης στη Θεσσαλονίκη είναι καλύτερος και από της Βενετίας, χάρη στο εύρος της παραλίας και στον απέραντο ορίζοντα της θάλασσας. Κυρίως τη νύχτα, οι «Ομπρέλες» μοιάζουν να αιωρούνται στο μαύρο φόντο, με τη χρήση ειδικών προβολέων που αγκαλιάζουν μόνο αυτές και δίνουν στα στοιχεία στήριξης την αίσθηση βροχής» σημειώνει η ιστορικός της τέχνης.
Η κυρία Ευθυμία Γεωργιάδου-Κούντουρα μας υπενθυμίζει επίσης πως «η έκδοση «Landscape Installation Art», που κυκλοφόρησε το 2013 στην Κίνα και περιλαμβάνει ευφάνταστες κατασκευές και σύγχρονες καλλιτεχνικές δημιουργίες εικαστικών και αρχιτεκτόνων σε διαφορετικές πόλεις σε όλον τον κόσμο, από την Ελλάδα επέλεξε τις «Ομπρέλες», που ο Ζογγολόπουλος φιλοτέχνησε σε ηλικία 92 ετών».
Το νερό, το «αίμα» των γλυπτών του, εκτιμά η ίδια, «η κίνηση, η διαφάνεια, η μεταβλητότητα στον χώρο και στον χρόνο συνιστούν τα κύρια χαρακτηριστικά των έργων του Ζογγολόπουλου, όπως και στο υδροκίνητο γλυπτό «Τρεις Kύκλοι» που έχει τοποθετηθεί στην τεχνητή λίμνη του Κήπου των Γλυπτών, επίσης στη Nέα Παραλία της Θεσσαλονίκης».
Η έννοια του τοπόσημου και ο Γιώργος Ζογγολόπουλος
«Ο Γιώργος Ζογγολόπουλος, όντας και αρχιτέκτονας, φιλοτεχνούσε και φανταζόταν τα γλυπτά του πάντοτε σε μεγάλο μέγεθος και περίοπτα, δηλαδή σαν αρχιτεκτονήματα» μας λέει ο πρόεδρος του Ιδρύματος Γεωργίου Ζογγολόπουλου και ανιψιός του καλλιτέχνη Νίκος Θεοδωρίδης.
«Οταν κατασκεύασε τις «Ομπρέλες»», προσθέτει, «η έννοια του «τοπόσημου» δεν ήταν διαδεδομένη, πόσω μάλλον για έργα μοντέρνας τέχνης. Βέβαια τότε δεν υπήρχε στο λεξιλόγιό μας ούτε καν η λέξη «διάδραση», και όμως ο Ζογγολόπουλος κατασκεύαζε με τέτοιον τρόπο τα έργα του που ο θεατής να διαδρά μαζί τους. Οπως στις «Ομπρέλες», να περπατάει ανάμεσα από τις κολόνες, να τις κρατάει και να φωτογραφίζεται, ή στους «Φακούς» του, που ο θεατής περπατάει εμπρός τους και για να αλλάξει την οπτική του μεγεθυσμένου έργου πίσω από τον φακό, κινείται μπρoς – πίσω και δεξιά – αριστερά έτσι που η οπτική απόλαυση του έργου γίνεται ολοκληρωτική, ή στο έργο «Ελάσματα», που χαιρόταν όταν τα παιδιά έπαιζαν με τα ελατήριά του, αν και τα χαλούσαν».
Ο Ζογγολόπουλος μετά την πολύ κακή κριτική που είχε εισπράξει το «Cor-Ten» στη βόρεια είσοδο της ΔΕΘ ήταν πολύ επιφυλακτικός ως προς τη θέση των έργων του στον δημόσιο χώρο και παρ’ όλο που διατυμπάνιζε ότι «τα έργα, για να αναδειχθούν, χρειάζονται τον δικό τους ζωτικό χώρο», εκείνος τοποθέτησε τις «Ομπρέλες» ναι μεν στην Παραλία, αλλά σε σημείο απόμερο. Μόνο όταν το 2013, αφού τοποθετήθηκαν στην τωρινή τους θέση, κατόπιν αιτήσεως του Ιδρύματος Γεωργίου Ζογγολόπουλου, οι «Ομπρέλες» έγιναν γνωστές και αγαπήθηκαν από το ευρύ κοινό.
Ρώτησα τον Νίκο Θεοδωρίδη αν ο Γιώργος Ζογγολόπουλος φανταζόταν ότι οι «Ομπρέλες» του θα γίνονταν τοπόσημο της Θεσσαλονίκης. Η απάντηση είναι «όχι»: «Ναι μεν εκείνος λάτρεψε αυτό το έργο του και έμεινε εκστατικός όταν το πρώτο βράδυ το αντίκρισε φωτισμένο στην Παραλία της Θεσσαλονίκης, αλλά δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί το μέγεθος της αποδοχής και της λατρείας του κόσμου προς αυτό».
Σημείο αναφοράς και συναντήσεων
«Κανείς δεν περίμενε να έχουν τόση επιτυχία, να συγκεντρώνουν τόσο κόσμο και να εμπνέουν διαρκώς νέους φωτογράφους οι «Ομπρέλες» του Γιώργου Ζογγολόπουλου, γλυπτό που τοποθετήθηκε πρώτη φορά στην προκυμαία της Θεσσαλονίκης το 1997, κοντά στο Μακεδονία Παλλάς, και που τώρα λαμπρύνεται απέναντι από το Δημαρχείο» λέει ο συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης.
«Είναι σημείο αναφοράς και συναντήσεων» προσθέτει ο ίδιος. «Ενα έργο που μεταδίδει μια αίσθηση ανάτασης, μια τάση πτήσης προς τα άνω, προς τα νέφη, πάνω απ’ τα νέφη. Πρόκειται για σαράντα ομπρέλες από ανοξείδωτο χάλυβα στηριγμένες σε κάπως πλαγιαστές δοκούς – ένα έργο αναπαραστατικό μεν, που δείχνει κάτι προφανώς κατανοητό, ομπρέλες, αλλά και μη κατανοητό ταυτόχρονα, που όμως μεταγγίζει στην ψυχή μια ροπή απογείωσης, αν και στατικό, μια ενάερη διάθεση, σαν να βλέπεις αλεξιβρόχια ή αλεξήλια που ξέφυγαν από τα χέρια κάποιων και ο άνεμος τα αναβίβασε και τα πάγωσε εν πτήσει σε μια περιωπή κρυσταλλωμένης ανάληψης. Ανω σχώμεν τας καρδίας. Ενα έργο ποπ, αλλά πολλαπλών σημάνσεων, υπαινιγμών και νοημάτων, μια διμοιρία ασωμάτων μεταφυσικής πρόθεσης που φτερουγίζουν παρά τη βαριά τους κατασκευή, που ανέρχονται διαρκώς εν στάσει, τείνοντας προς τα Υπεράνω, προς τη Φυγή, ή τον Θεό».
Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης καταλήγει: «Είναι έργο εκπληκτικό, νοηματικά σχεδόν προφανές και γεμάτο αινίγματα που μεταβάλλονται ανάλογα με τον φωτισμό και την κίνηση του ήλιου αλλά και των χρωμάτων του Θερμαϊκού, αλλάζοντας διαρκώς τις σημασίες που εκπέμπουν αυτές οι ιπτάμενες ομπρέλες πετώντας προς τα νέφη, πάνω από τα νέφη». Και όπως λέει ο ίδιος, που λατρεύει τα λογοπαίγνια, όπως ο Ζογγολόπουλος, «Aνω σχώμεν τις ομπρέλες».