Το καλοκαίρι του 2023 ήταν η «Μαντάμα Μπατερφλάι» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στην παράσταση που είχε σκηνοθετήσει ο Ολιβιέ Πι στο Ηρώδειο για το Φεστιβάλ Αθηνών.

Η κορεάτισσα υψίφωνος Αννα Σον επιστρέφει για να ερμηνεύσει και πάλι ρόλο σε όπερα του Τζάκομο Πουτσίνι, αυτή τη φορά στη σκηνή της ΕΛΣ του Κέντρου Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος: Θα είναι η Μιμή στην «Μποέμ» που έχει σκηνοθετήσει ο Γκρέιαμ Βικ και επαναλαμβάνεται για μία ακόμη χρονιά (µουσική διεύθυνση Ζακ Λακόµπ, αναβίωση σκηνοθεσίας Κατερίνα Πετσατώδη, σκηνικά-κοστούµια Ρίτσαρντ Χάντσον, µε τους Ιβαν Μαγκρί, Γιάννη Χριστόπουλο, Κωνσταντίνο Κληρονόµο, Βασιλική Καραγιάννη, Αννα Στυλιανάκη, Νίκο Κοτενίδη, Δηµήτρη Τηλιακό, Δανάη Κοντόρα, Αννυ Φασσέα, Τάσο Αποστόλου, Μάριο Σαραντίδη, Βαγγέλη Μανιάτη κ.ά.).

«Είμαι πολύ χαρούμενη που μου δίνεται η ευκαιρία να εμφανιστώ ξανά στην Αθήνα, με αυτή τη σπουδαία ορχήστρα και χορωδία, με αυτή τη σπουδαία ομάδα» λέει η ίδια, αν και η πρόσφατη εμπειρία της από το Ηρώδειο, όσο και αν το χαρακτηρίζει «τόπο μαγικό», δεν ήταν η καλύτερη δυνατή.

Είχατε ένα σοβαρό ατύχημα στην προηγούμενη εμφάνισή σας στην Αθήνα, που όμως δεν σας εμπόδισε να συνεχίσετε τις εδώ παραστάσεις σας. Πόσο δύσκολο ήταν για εσάς;

«Τραυματίστηκα στην τρίτη παράσταση, η οποία ήταν μία από τις δύο βραδιές που καταγράφηκαν για το Mezzo TV. Στην αρχή της δεύτερης πράξης, λίγο πριν από τη μεγάλη άρια «Un bel dì, vedremo», έκανα μία απότομη κίνηση και έπαθε θλάση ένας μυς. Δεν μπορούσα να κινηθώ σχεδόν καθόλου και τραγούδησα την παράσταση μέχρι τέλους υποβασταζόμενη από τους υπέροχους συναδέλφους μου, την Αλισα Κολόσοβα και τον Αντρέα Καρέ, καθώς και από το χορευτικό σύνολο που συμμετείχε και που με βοήθησε πολύ.

Στο τέλος, ο Αντρέα έπρεπε να με κατεβάσει από τη σκηνή σηκώνοντάς με στα χέρια. Μεταφέρθηκα από το θέατρο πάνω σε αναπηρικό αμαξίδιο γιατί δεν μπορούσα να κινηθώ καθόλου. Αρχικά δεν ήμουν σίγουρη αν θα μπορούσα να επιστρέψω γρήγορα στη σκηνή και να τραγουδήσω ξανά. Η Εθνική Λυρική Σκηνή με φρόντισε πραγματικά απίστευτα κατά τις δύο ημέρες που μεσολαβούσαν έως την τελευταία παράσταση. Μου βρήκε γιατρό και φανταστικούς φυσιοθεραπευτές, ανθρώπους με ειδική κατάρτιση που φροντίζουν κυρίως τους χορευτές του μπαλέτου. Μέσα σε σαράντα οκτώ ώρες με έφεραν σε τέτοια κατάσταση ώστε να μπορέσω να τραγουδήσω.

Την πρώτη πράξη την κατάφερα χωρίς πατερίτσες. Από τη δεύτερη πράξη και μετά προσθέσαμε πατερίτσες, κάνοντας την Τσο-Τσο-Σαν να μοιάζει συμβολικά σαν μια σπασμένη γυναίκα. Η παράσταση πήγε καλά λόγω και αυτής της παράξενης έκρηξης αδρεναλίνης που βιώνω κάθε φορά που βρίσκομαι στη σκηνή».

Μετά την «Μπατερφλάι» η Μιμή, τραγική ηρωίδα και αυτή. Πώς θα περιγράφατε τη δική σας Μιμή;

«Η μεγαλύτερη πρόκληση με τη Μιμή είναι ότι ο χαρακτήρας της στην πραγματικότητα δεν εξελίσσεται κατά τη διάρκεια της όπερας. Η Τσο-Τσο-Σαν και η Βιολέτα Βαλερί στην «Τραβιάτα» ή και η «Μανόν» του Μασνέ είναι χαρακτήρες που βιώνουν μεγάλες δραματικές αλλαγές μέσα στις δύο-τρεις ώρες που διαρκεί η παράσταση. Από τη μία πλευρά αυτό είναι συναισθηματικά πιο δύσκολο να το αντιμετωπίσεις, και επίσης πιο απαιτητικό στο τραγούδι, αλλά την ίδια στιγμή είναι απολαυστικό, σε γεμίζει!

Ακριβώς επειδή η Μιμή δεν είναι χαρακτήρας πολύπλευρος, ούτε αλλάζει όπως οι προαναφερθείσες κυρίες, η μεγάλη πρόκληση είναι να κάνεις τον χαρακτήρα της πραγματικά ενδιαφέροντα και να του δώσεις βάθος. Πάντως είμαι κι εγώ σαν τη Μιμή, «son tranquilla e lieta», «είμαι ήρεμη και ευτυχισμένη», όπως τραγουδάει στην άριά της. Ο,τι πιο συναρπαστικό συμβαίνει στη ζωή μου είναι η σχέση μου με τον άνδρα μου, ο οποίος ευτυχώς δεν είναι τόσο ευέξαπτος και ζηλιάρης όσο ο Ροντόλφο, ο εραστής της Μιμής».

Ποια σκηνή ή άρια από την «Μποέμ» είναι η αγαπημένη σας και γιατί;

«Για εμένα, η «Μποέμ» είναι η επιτομή μιας παράστασης συνόλου. Οπότε θα έλεγα πως ακόμα περισσότερο και από τις θαυμάσιες άριές της μου αρέσουν οι ομαδικές σκηνές, ακόμα και αν δεν συμμετέχω σε όλες. Ας πούμε, το κουαρτέτο της πρώτης πράξης το λατρεύω! Μου αρέσει ο τρόπος με τον οποίο δείχνει πως οι τέσσερις νεαροί καλλιτέχνες είναι τόσο χαρούμενοι και ξέγνοιαστοι παρά τη φτώχεια τους. Και τότε, με την εμφάνιση της Μιμής, η μαγεία εισβάλλει στον κόσμο των μποέμ. Πάντως, όσο το σκέφτομαι, η πρώτη συνάντηση του Ροντόλφο και της Μιμής είναι ίσως ό,τι αγαπώ περισσότερο σε αυτή την όπερα!».

Τι θέλετε να καταφέρετε, τι θέλετε να περάσετε στους θεατές ερμηνεύοντας αυτόν τον ρόλο;

«Πολύ απλά εύχομαι να ζεστάνουμε τις καρδιές τους. Γιατί η «Μποέμ» είναι αριστούργημα!».

Πώς βρεθήκατε στον κόσμο της όπερας; Λένε πως οι Κορεάτες αγαπάτε πολύ το λυρικό τραγούδι, ισχύει αυτό;

«Ναι, οι Κορεάτες αγαπούν πραγματικά τη μουσική και πολλοί παίζουν μουσική ή τραγουδούν. Υπάρχει μια πολύ ζωντανή χορωδιακή παράδοση. Οσον αφορά την οικογένειά μου, και οι δύο γονείς μου είναι δάσκαλοι πιάνου και ο μεγαλύτερος αδελφός μου είναι έμπορος και κουρδιστής πιάνων. Οταν ήμουν πολύ μικρή, τραγουδούσα σε μια παιδική χορωδία που είναι διάσημη στην Κορέα. Κάποια στιγμή, όταν είχα μπει στην εφηβεία, έγινε ξεκάθαρο πως θα γινόμουν τραγουδίστρια της όπερας».

Σπουδάσατε στο Πανεπιστήμιο της Σεούλ και ακολούθως στο Μιλάνο. Πώς ήταν η εμπειρία;

«Εβαλα τις βάσεις της τεχνικής μου στην Κορέα. Δεδομένου ότι τα ιταλικά είναι η κρίσιμη γλώσσα για το ρεπερτόριό μου, ήθελα πραγματικά να συνεχίσω τις σπουδές μου στην Ιταλία. Εκεί μπόρεσα να δουλέψω με σπουδαίες τραγουδίστριες, όπως η Μιρέλα Φρένι και η Ρενάτα Σκότο. Η Φρένι ήταν ήδη πάνω από 70 ετών εκείνη την εποχή, αλλά η φωνή της είχε ακόμα έναν λαμπερό, νεανικό ήχο. Θυμάμαι ακόμα αυτόν τον ήχο σήμερα…».

Ομως ο κόσμος του θεάματος δεν παύει να είναι σκληρός. Πώς αντιμετωπίζει τα προβλήματα και τις προκλήσεις του ένα νεαρό κορίτσι χωρίς να χάνει το θάρρος του;

«Εχετε δίκιο, ο κόσμος της όπερας είναι αρκετά σκληρός. Ευτυχώς, όταν ξεκινάς δεν το ξέρεις. Απλά πρέπει να είσαι υπομονετικός, να μη συγκρίνεις συνεχώς τον εαυτό σου με άλλους και να περιμένεις την ώρα σου, την κατάλληλη στιγμή».

Τι απολαµβάνετε περισσότερο στη δουλειά σας;

«Τη σπουδαία μουσική που τραγουδάω και τη δυνατότητα να ενσαρκώνω και να δημιουργώ συναρπαστικούς χαρακτήρες. Αλλά και όλο αυτό το περιβάλλον: Μπορώ να δουλέψω σε σημαντικά θέατρα με σπουδαίους συναδέλφους, τραγουδιστές, μαέστρους, σκηνοθέτες και σκηνογράφους-ενδυματολόγους. Αυτό προσθέτει στη ζωή μου ποικιλία και την πλουτίζει, τη βοηθά να εξελίσσεται».

Ποιοι είναι οι πιο αγαπηµένοι ρόλοι του ρεπερτορίου σας;

«Αυτό έχει να κάνει με το πώς προχωρά η καριέρα μου. Παλαιότερα ήταν η «Λουτσία ντι Λαμερμούρ», η Τζίλντα από τον «Ριγκολέτο», η «Μανόν» του Μασνέ και η «Τραβιάτα». Ολες femmes fragiles, που κατά τη διάρκεια της όπερας εξέλισσαν τον χαρακτήρα τους. Το ρεπερτόριό μου έχει πλέον διευρυνθεί και αλλάξει. Από εκείνους τους αγαπημένους μου ρόλους ακόμα ερμηνεύω μόνο την «Τραβιάτα». Νέες προσθήκες είναι η Λιου από την «Τουραντότ», η Μιμή και κυρίως η Τσο-Τσο Σαν».

Μετά την Αθήνα τι ετοιµάζετε;

«Με περιμένουν τρεις ενδιαφέροντες νέοι ρόλοι τους επόμενους τέσσερις μήνες: Η Ντόνα Αννα από τον «Ντον Τζοβάνι» του Μότσαρτ σε μια νέα παραγωγή στην Οπερα του Ντόρτμουντ, η Μαργαρίτα από τον «Φάουστ» του Γκουνό στη Μητροπολιτική Οπερα της Σεούλ και η Μικαέλα και η Ζιγκλίντε σε ένα ενδιαφέρον έργο σε μουσική Βάγκνερ και Μπιζέ με τον τίτλο «Ring of the Gods/Ring of Man», πάλι στη Σεούλ, στο Arts Center».

Ποιοι είναι οι ρόλοι των ονείρων σας;

«Τώρα που θα πω τη Μαργαρίτα, θα έχω τραγουδήσει όλους τους ρόλους που είχα ονειρευτεί. Θα έρθουν όμως, υποθέτω, και άλλες προκλήσεις στο μέλλον. Ελπίζω να μου δοθεί η ευκαιρία να τραγουδήσω την «Αδελφή Αγγελική» του Πουτσίνι και την Κοντέσσα Αλμαβίβα από τους «Γάμους του Φίγκαρο» του Μότσαρτ, μια όπερα στην οποία έως τώρα τραγουδούσα τον ρόλο της Σουζάνα. Αγαπώ επίσης πολύ το γαλλικό ρεπερτόριο.

Το δεύτερο σπίτι μου, η Οπερα του Ντόρτμουντ, έχει στενή συνεργασία με το πολιτιστικό-συναυλιακό κέντρο Palazzetto Bru Zane της Βενετίας και μέσα από αυτή τη συνεργασία μού δόθηκε η ευκαιρία να ανακαλύψω και να τραγουδήσω σπανίως παιζόμενα έργα, όπως τη «Φρεδεγόνδη» των Ερνεστ Γκιρό, Καμίγ Σεν-Σανς και Πολ Ντικά (εγώ ήμουν η Μπρουνχίλντε) και το «La Montagne Noire» της Ογκουστά Ολμές. Θα υπάρξουν και άλλες τέτοιες ενδιαφέρουσες ανακαλύψεις για εμένα στο μέλλον. Ισως μια μέρα να τραγουδήσω και τις τρεις βασίλισσες του Ντονιτσέτι στις όπερες «Μαρία Στουάρντα», «Αννα Μπολένα» και «Ρομπέρτο Ντεβερέ». Εχω ήδη τραγουδήσει αποσπάσματα από τον «Ντεβερέ». Και φυσικά θέλω να συνεχίσω να τραγουδώ τους ρόλους του Πουτσίνι».

Σήμερα που ταξιδεύετε και εμφανίζεστε σε όλον τον κόσμο, πόσο εύκολο είναι να βρείτε τις απαραίτητες ισορροπίες ανάμεσα στην προσωπική ζωή και την καριέρα;

«Ζω μια πολύ φυσιολογική ζωή. Δεν θεωρώ ότι το να είσαι τραγουδιστής είναι κάτι τόσο φοβερό! Μου αρέσει να μαγειρεύω, να τρώω υγιεινά και να κάνω λίγη άσκηση. Πάνω απ’ όλα, δεν σκέφτομαι το τραγούδι όλη την ώρα».

INFO: «Μποέμ»: Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος», Εθνική Λυρική Σκηνή (ΚΠΙΣΝ), στις 21, 27, 29 & 31 Δεκεμβρίου 2024, στις 2 & 5 Ιανουαρίου και
στις 14, 16, 19 & 23 Μαρτίου 2025. 
Μεγάλος Χορηγός παράστασης: ΔΕΗ.

Η φωτογράφιση πραγματοποιήθηκε στο στολισμένο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος.