Γεννήθηκε στη Νάπολι, μια πόλη γεμάτη μουσική (και όπερα), όπου και πήρε τα πρώτα μαθήματα τραγουδιού. Η εντυπωσιακή φωνή της – όμορφη, μεγάλη σε έκταση και προικισμένη με σπάνια ένταση – έστρεψε γρήγορα τα φώτα επάνω της. Η Αννα Πιρότσι αναδείχθηκε σε μία από τις σημαντικότερες ερμηνεύτριες του Βέρντι, τραγουδώντας ξανά και ξανά τους πιο απαιτητικούς ρόλους του στις μεγάλες σκηνές, αλλά και πλουτίζοντας το ρεπερτόριό της με τις σπουδαίες όπερες του μπελκάντο και του βερισμού. Η περιζήτητη σε όλον τον κόσμο ιταλίδα δραματική υψίφωνος κάνει τώρα το ντεμπούτο της στην Ελλάδα, ερμηνεύοντας για πρώτη φορά τη «Μήδεια» του Κερουμπίνι στην πολυαναμενόμενη συμπαραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής με τη Μετροπόλιταν Οπερα της Νέας Υόρκης, την Οπερα του Καναδά και τη Λυρική Οπερα του Σικάγου που κάνει πρεμιέρα στις 25 Απριλίου. Σε έναν ρόλο που δόξασε η Μαρία Κάλλας και που θεωρείται από τους δυσκολότερους στο ρεπερτόριο της δραματικής υψιφώνου, η Πιρότσι έρχεται για να αποδείξει για άλλη μία φορά, και στο εδώ κοινό, την υψηλή καλλιτεχνική κλάση της. Και για να τιμήσει και εκείνη, με τον δικό της τρόπο, δηλαδή με το τραγούδι της, τη μνήμη της Κάλλας,«γιατί ήταν αυτή που με έκανε να ερωτευτώ την όπερα με την «Casta Diva» της!».

Η «Μήδεια» του Κερουμπίνι, την οποία ερμηνεύετε για πρώτη φορά, θεωρείται από πολλές συναδέλφους σας εξαιρετικά απαιτητικός ρόλος. Συμφωνείτε;

«Μία από τις μεγαλύτερες δυσκολίες είναι σίγουρα η απομνημόνευση του κειμένου, το οποίο είναι τεράστιο. Η δεύτερη δυσκολία είναι η διάρκεια του ρόλου, δηλαδή το πώς θα καταφέρεις να φτάσεις στο τέλος του έργου διατηρώντας τις αντοχές της φωνής σου. Πρέπει να είσαι διαρκώς σε ένταση, σε εγρήγορση, σωματικά και φωνητικά, σε όλη την παράσταση. Το ζητά το έργο. Στη συγκεκριμένη παραγωγή η δυσκολία αυξάνεται γιατί η σκηνοθεσία απαιτεί επιπλέον σωματική ενέργεια: Είμαι διαρκώς στο έδαφος και πρέπει από εκεί να διαχειριστώ τα πάντα – και την αναπνοή και τη δράση. Είναι πραγματικά μια μεγάλη πρόκληση».

Μια θυμωμένη μάγισσα, μια γυναίκα ικανή να σκοτώσει τα ίδια της τα παιδιά για να εκδικηθεί τον άνδρα που την πλήγωσε. Πόσο εύκολο ήταν να κατανοηθεί και να ερμηνευθεί ένας τέτοιος χαρακτήρας; Και πώς μπορείς να τον αγαπήσεις;

«Για εμένα, ως μητέρα δύο παιδιών, δεν ήταν εύκολο να δω τον εαυτό μου στον ρόλο. Εννοείται πως δεν θα έπαιρνα τις ίδιες αποφάσεις με τη Μήδεια. Αλλο όμως η ερμηνεία ενός ρόλου και άλλο η πλήρης ταύτισή σου με αυτόν. Είναι θέατρο, είναι υποκριτική τέχνη και μου αρέσει η υποκριτική. Ερμηνεύω τους χαρακτήρες και τη μουσική τους, βάζω τον εαυτό μου στη θέση τους χωρίς να κρίνω και ερμηνεύω εκείνο που μου υπαγορεύουν οι στίχοι και η μουσική προσπαθώντας να τα αποδώσω όλα όσο πιο πιστά γίνεται. Η ιστορία της Μήδειας είναι ακόμα και σήμερα μια ιστορία που μπορεί να επαναληφθεί σε όλον τον κόσμο, δυστυχώς. Ο παροξυσμός της τρέλας υπάρχει και θα υπάρχει πάντα. Εκείνο όμως που μου αρέσει στον χαρακτήρα της είναι πως η Μήδεια είναι μια δυνατή γυναίκα. Εγώ δεν είμαι εκδικητική όπως εκείνη, αλλά αναγνωρίζω στον εαυτό μου κάτι από τη δύναμή της. Και πάνω από όλα σέβομαι τις δυνατές γυναίκες που ξέρουν πώς να επιβάλλονται στις σχέσεις τους με τους άνδρες, στα επαγγελματικά τους, στην κοινωνία. Από αυτή την άποψη αγαπώ τη Μήδεια και καταλαβαίνω την αγάπη της για τον Ιάσονα, αν και είναι τόσο ακραία. Μου αρέσει να την ερμηνεύω έχοντας μπροστά μου το υπέροχο παράδειγμα της Μαρίας Κάλλας. Εξάλλου, οι χαρακτήρες που μου έχουν δώσει τη μεγαλύτερη ικανοποίηση είναι σχεδόν πάντα δύσκολοι ρόλοι, όπως η Μήδεια, η λαίδη Μάκβεθ…».

Ποιον από εκείνους θεωρείτε σημαντικότερο για την εξέλιξη της καριέρας σας;

«Σίγουρα τον ρόλο της «Νόρμα», έναν δύσκολο ρόλο που ονειρεύονται όλες οι σοπράνο. Η επιτυχία μου σε αυτή την όπερα με έχει γεμίσει ικανοποίηση. Γενικά, το μπελκάντο είναι δύσκολο γιατί η σωστή και καλή ερμηνεία του είναι μεγάλη πρόκληση: Ο «Πειρατής» και ο «Ρομπέρτο Ντεβερέ» είναι ρόλοι γεμάτοι προκλήσεις. Τώρα όμως η πραγματική πρόκληση είναι η «Μήδεια»».

Υπάρχει κάποιος ρόλος που τον αγαπήσατε επειδή τον νιώσατε πιο κοντά σας;

«Τους αγαπώ όλους σαν παιδιά μου, από το μπελκάντο μέχρι τον Βέρντι και τον Πουτσίνι. Υπάρχουν ρόλοι σαν την Αμπιγκαΐλε στον «Ναμπούκο» που τους αγάπησα πολύ, αλλά τώρα έχουν πάρει άλλοι τη θέση τους στην καρδιά μου. Αυτή την περίοδο αισθάνομαι δεμένη με την Ελεονόρα στον «Τροβατόρε» και με την Αμέλια στον «Χορό μεταμφιεσμένων». Ομως η λαίδη από τον «Μάκβεθ» παραμένει ο ρόλος που δεν κουράζομαι ποτέ να λέω».

Πώς προετοιμάζεστε για έναν νέο ρόλο; Ποιες είναι οι τεχνικές της μελέτης σας;

«Μελετώ το σπαρτίτο σε βάθος, γιατί μέχρι να ακούσεις τη φωνή σου να λέει τον ρόλο παλεύεις να τον απομνημονεύσεις αλλά και να τον καταλάβεις. Επειτα ακούω πολύ τους τραγουδιστές του παρελθόντος για να αναζητήσω ερμηνευτικά στοιχεία που θα με βοηθήσουν στην προσέγγιση. Και αρχίζω να αποκρυπτογραφώ την παρτιτούρα νότα προς νότα και να εκφωνώ το κείμενο φωναχτά για να το μάθω. Ενίοτε ξαναγράφω όλο το λιμπρέτο με το χέρι σε ένα τετράδιο για να το απομνημονεύσω καλύτερα. Τέλος, τραγουδώ με τον πιανίστα και προσπαθώ και ξαναπροσπαθώ με τη βοήθεια του σκηνοθέτη να μπω στο πνεύμα της παράστασης».

Ποιοι ήταν τα πρότυπά σας ανάμεσα στους μεγάλους τραγουδιστές του παρελθόντος;

«Σίγουρα η Μαρία Κάλλας. Οταν την άκουσα για πρώτη φορά στο Ωδείο, κατάλαβα ποιος ήταν ο δρόμος μου. Υπάρχουν επίσης τραγουδιστές που τους έχω ακούσει πολύ και για να μελετήσω κάποιους ρόλους, όπως η Γκένα Ντιμιτρόβα, η Ρενάτα Τεμπάλντι, η Ανίτα Τσερκουέτι και πρόσφατα η Ντανιέλα Ντεσί. Ανάμεσα στους άνδρες θα ήθελα να αναφέρω τον Τζουζέπε Ντι Στέφανο, τον Μάριο ντελ Μόνακο, τον Λουτσιάνο Παβαρότι, τον Τζουζέπε Τζακομίνι, τον Πιέρο Καπουτσίλι και τον Φράνκο Κορέλι. Είναι όλοι τους φωνές από τις οποίες μπορεί κανείς να μάθει. Αγαπώ πολύ και τους μεγάλους συνθέτες. Γεννήθηκα όμως με τον Βέρντι, τραγουδάω πολύ τον Βέρντι, οπότε τον έχω πάντα στην κορυφή. Τώρα ανακάλυψα και τον Κερουμπίνι, εντρυφώντας στη «Μήδεια», το αριστούργημά του».

Ποια είναι η γνώμη σας για την τρέχουσα τάση του «εκσυγχρονισμού» της όπερας με τις νέες, συχνά προκλητικές, αναγνώσεις/ερμηνείες των χαρακτήρων και σκηνοθεσίες;

«Δεν μου αρέσει πολύ αυτό και το βρίσκω επικίνδυνο. Ερωτεύτηκα την όπερα στην κλασική της μορφή και απόδοση, και αυτό κυλάει στο αίμα μου. Ο εκσυγχρονισμός κρύβει τον κίνδυνο της προδοσίας του λιμπρέτου και της παρτιτούρας, και αυτό πρέπει να αποφεύγεται. Ωστόσο, έχω εμφανιστεί και σε μοντέρνες σκηνοθεσίες που διατήρησαν μια κατανοητή δραματουργική αίσθηση. Επιπλέον, όπου έβλεπα προβλήματα, ήμουν πάντα ειλικρινής με τον σκηνοθέτη και του ζητούσα να με βοηθήσει για να μη νιώσω άβολα στη σκηνή. Με τρόπο πολιτισμένο πάντα καταλήγαμε σε έναν ικανοποιητικό συμβιβασμό και για τους δύο».

Η καριέρα σας σάς έχει ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο. Υπάρχει κάποιο μέρος που σας εντυπωσίασε; Ποιο είναι το αγαπημένο σας θέατρο;

«Ισως η Νέα Υόρκη, γιατί η Μετροπόλιταν Οπερα είναι πολύ σημαντική για εμάς τους τραγουδιστές. Γενικά, λατρεύω τα μεγάλα θέατρα που ταιριάζουν στη φωνή μου, όπως το Colon στο Μπουένος Aϊρες με το υπέροχο κοινό και την άριστη ακουστική του και τα ισπανικά θέατρα στη Μαδρίτη και στη Βαρκελώνη. Μου αρέσει επίσης η Oπερα της Βαστίλλης στο Παρίσι, αν και είναι μια μοντέρνα αίθουσα. Θα ήθελα να τραγουδήσω στο Palais Garnier, γιατί είμαι μεγάλη θαυμάστρια των ιστορικών θεάτρων, ίσως είμαι αθεράπευτα ρομαντική και μου αρέσει να αναπνέω το άρωμα των παλιών εποχών. Οι παλιές σκηνές με κάνουν να ονειρεύομαι. Εννοείται πως λατρεύω όλα τα ιταλικά θέατρα, με πρώτο το San Carlo στη Νάπολι – εξάλλου είμαι και εγώ μια Ναπολιτάνα. Ακολουθούν η Σκάλα του Μιλάνου, το Teatro Massimo Vittorio Emanuele στο Παλέρμο, αλλά και τα θέατρα μικρότερων πόλεων, όπως η Πάρμα, η Πιατσέντσα, η Μόντενα, η Κατάνια. Θα ήθελα πολύ να τραγουδήσω περισσότερο στην Ιταλία».

Κατά τη γνώμη σας, το κοινό αλλάζει από χώρα σε χώρα; Υπάρχουν δύσκολοι και εύκολοι θεατές;

«Τον θεατή πρέπει να καταφέρεις να τον ενθουσιάσεις. Τότε γίνεται εύκολος. Υπάρχει βεβαίως ένα μέρος του κοινού, κυρίως οι Ιταλοί, που φτάνει στα θέατρα με τη δική του ακριβή άποψη για το πώς πρέπει να τραγουδηθούν οι ρόλοι. Είναι, ας πούμε, πιο επιλεκτικοί και απρόθυμοι να αλλάξουν τις όποιες απόψεις τους. Αλλά κι εγώ είμαι μέρος αυτού του κοινού, του λίγο πιο προσεκτικού. Την ίδια στιγμή, πάντα επικροτώ τη σκληρή δουλειά που ξέρω πως γίνεται πίσω από κάθε παράσταση».

Τι συμβουλή θα δίνατε σε έναν νέο καλλιτέχνη που θέλει να ακολουθήσει καριέρα ως τραγουδιστής της όπερας;

«Να το σκεφτεί καλά, γιατί είναι ένα επάγγελμα που απαιτεί πολλές θυσίες. Τις οποίες αντέχεις μόνο εάν η αγάπη και το πάθος είναι πραγματικά ισχυρά. Δεν είναι εύκολο να ζεις μακριά από την οικογένειά σου για μεγάλο χρονικό διάστημα ή ακόμα και να μην κάνεις οικογένεια ή να μην έχεις μια οικογένεια τόσο μεγάλη όσο θα την ήθελες, για να καταφέρεις να είσαι πάντα έτοιμος να ανέβεις στη σκηνή και να ανταποκριθείς στον σκληρό ανταγωνισμό. Μια ουσιαστική συμβουλή που έχω να δώσω είναι να προσπαθήσετε να δοκιμάσετε τον εαυτό σας σε μικρά θέατρα, με μικρές ορχήστρες, να δουλέψετε με σωστούς ρυθμούς, χωρίς να τρέχετε και χωρίς να ρισκάρετε αμέσως μόλις αποφοιτήσετε από το Ωδείο. Αλλά και αυτό σημαίνει θυσίες, δηλαδή λίγα χρήματα, μεγάλα, εξαντλητικά ταξίδια, πολλή προσπάθεια. Είναι όμως ένα ουσιαστικό βήμα για να καταλάβει κανείς πώς αντιδρά στο άγχος της απόδοσης, για να γνωρίσει καλά τη φωνή του και για να επιλέξει το καλύτερο ρεπερτόριο».

Τα επόμενα σχέδιά σας; Οι ρόλοι που θα θέλατε να ερμηνεύσετε στο μέλλον;

«Ας τελειώσω πρώτα με τη «Μήδεια» που μου φαίνεται «βουνό» και τα λέμε… Eπειτα με περιμένει, του χρόνου, η «Αντριάνα Λεκουβρέρ» στο Παρίσι, ένα παλιό όνειρο. Θα ήθελα μια μέρα να τραγουδήσω τη «Φεντόρα» και τη Μίνι από «Το κορίτσι της Δύσης», ώστε να συμπληρώσω τη λίστα με τους ονειρεμένους ρόλους. Μιλώντας για θέατρα, θα ήθελα να επιστρέψω στη Σκάλα, ενδεχομένως στο άνοιγμα μιας νέας σεζόν, γιατί για έναν ιταλό τραγουδιστή αυτό είναι ένα σημαντικό βήμα».

Πώς, αλήθεια, ισορροπείτε την επαγγελματική και την ιδιωτική σας ζωή;

«Χάρη στον σύζυγό μου! Eχω έναν υπέροχο σύζυγο, με μεγάλη αγάπη και μεγάλη υποστήριξη, που αισθάνομαι την ανάγκη να τον ευχαριστώ κάθε μέρα. Ο Λέοναρντ είναι ένας ταλαντούχος βιολιστής που αγαπά τη μουσική, αλλά τα άφησε όλα στην άκρη για να μου επιτρέψει να επικεντρωθώ στην καριέρα μου. Ως μουσικός, καταλαβαίνω πόσο μεγάλη είναι αυτή η θυσία, ακόμα κι αν γίνεται με αγάπη και χαρά. Τον ευχαριστώ καθημερινά και πιστεύω ότι η γαλήνη των παιδιών μας είναι άλλη μια μεγάλη ικανοποίηση και για εκείνον, γιατί τον αποζημιώνει με έναν τρόπο για όσα έχασε κάνοντας αυτή την επιλογή. Εγώ, πάλι, γνωρίζοντας ότι είναι ευχαριστημένα δίπλα στον πατέρα τους, νιώθω ανακούφιση. Προσπαθώ βεβαίως πάντα να περνάω όσο περισσότερο χρόνο μπορώ με την οικογένειά μου, αφιερώνοντας κάθε ελεύθερη στιγμή σε αυτήν. Εν κατακλείδι, το να μπορώ να συνδυάσω καριέρα και οικογένεια είναι μια μεγάλη χαρά που εύχομαι σε κάθε καλλιτέχνη, μέσα από την καρδιά μου, να τη ζήσει όπως τη ζω εγώ».

Οπότε, όταν δεν τραγουδάτε πώς είναι η ζωή σας; Τι σας αρέσει να κάνετε στον ελεύθερο χρόνο σας;

«Φροντίζω τα παιδιά, το σπίτι, τον άνδρα μου. Iσως να περάσουμε ένα απόγευμα και οι τέσσερίς μας στον καναπέ βλέποντας μια ταινία. Μου αρέσει να βγαίνω για φαγητό με τον σύζυγό μου. Επίσης μου αρέσει η ζωή στην ύπαιθρο, η θάλασσα, ο ήλιος, οι βόλτες. Λατρεύω τις πόλεις με θάλασσα, όπως η Αθήνα. Μόλις έφτασα έτρεξα να τη δω, γιατί και μόνο που την κοιτάζω με κάνει να νιώθω καλά. Τι άλλο κάνω; Ακούω πολλή όπερα και πηγαίνω πολύ στο θέατρο, στις παραστάσεις των συναδέλφων μου. Μου αρέσει να ακούω τους συναδέλφους μου, να τους συναντώ, να είμαστε ξανά μαζί, έπειτα ίσως από πολύ καιρό. Με λίγα λόγια, έχω πολύ απλά γούστα, μου αρέσουν τα απλά πράγματα».