Για πρώτη φορά το ελληνικό κοινό τη χειροκρότησε ως «Κάρμεν» στο Ηρώδειο το 2018. Aκολούθησαν το ρεσιτάλ της στη Ρωμαϊκή Αγορά το 2020 και η συμμετοχή της στο All Star γκαλά Βέρντι που δόθηκε στο Καλλιμάρμαρο το 2021. Η επιστροφή της Ανίτα Ρατσβελισβίλι στην Αθήνα έχει ιδιαίτερη σημασία και για την ίδια και για το φιλόμουσο κοινό: Στη νέα συνεργασία της με την Εθνική Λυρική Σκηνή η διάσημη μεσόφωνος από τη Γεωργία θα ερμηνεύσει για πρώτη φορά στην καριέρα της έναν από τους πιο γοητευτικούς ρόλους του γαλλικού ρεπερτορίου, τη Σαρλότ στον «Βέρθερο» του Μασνέ, σε μουσική διεύθυνση Ζακ Λακόμπ. Στον ομώνυμο ρόλο συναντάμε τον τενόρο Φραντσέσκο Ντεμούρο, ενώ τραγουδούν επίσης οι Χρύσα Μαλιαμάνη, Νίκος Κοτενίδης, Γιάννης Γιαννίσης, Νικόλας Μαραζιώτης, Μαρίνος Ταρνανάς, Ιωάννης Κοντέλλης και Αιμιλία Τσιμιδάκη (σκηνοθεσία: Σπύρος Ευαγγελάτος, αναβίωση σκηνοθεσίας: Ιων Κεσούλης).

Ερμηνεύετε έναν ρόλο αρκετά λυρικό και μάλλον ελαφρύ – διορθώστε με αν κάνω λάθος – για μια μεγάλη δραματική φωνή σαν τη δική σας. Αυτό δεν αποτελεί μια επιπλέον δυσκολία;

«Είναι αλήθεια, πρόκειται για έναν ασυνήθιστο για εμένα ρόλο σε σχέση με άλλους ρόλους που έχω ερμηνεύσει, όπως συνέβη με τη Δαλιδά, με την Αμνέριδα, με την Αζουτσένα. Τα τελευταία χρόνια τραγουδάω κυρίως βαρείς, δραματικούς ρόλους. Η ερωτευμένη Σαρλότ είναι πιο τρυφερή και πιο ντελικάτη. Είναι κάτι καινούργιο για εμένα αλλά και κάτι εξαιρετικά χρήσιμο, μια νέα εμπειρία που βοηθάει να ξαναβρώ έναν λυρισμό και μια ελαφράδα που λειτουργούν ως φάρμακο. Ο Μασνέ μού ζητάει να κρατήσω, από τεχνικής απόψεως, τη φωνή ψηλά και να εξερευνήσω λεπτές χρωματικές αποχρώσεις, περιοχές με πολλά πιάνο και πιανίσιμι. Αυτό ωφελεί την υγεία της φωνής μου. Είναι και ένας από τους λόγους για τους οποίους αποφάσισα να τραγουδήσω τη Σαρλότ».

Τώρα που βρίσκεστε στην περίοδο των δοκιμών και γνωρίζετε καλύτερα τον ρόλο, αισθάνεστε πως είναι ένας ρόλος που θα θέλατε να κρατήσετε στο ρεπερτόριό σας και να τον τραγουδήσετε ξανά;

«Οπωσδήποτε! Είναι ένας εξαιρετικός ρόλος. Ο Μασνέ ήξερε πολύ καλά πώς να γράφει για τη φωνή και η Σαρλότ είναι γραμμένη με τρόπο που τελικά ταιριάζει στη φωνή μου. Το στυλ είναι διαφορετικό από το στυλ που συνήθως τραγουδώ, η τεσιτούρα όμως είναι πολύ άνετη για εμένα».

Η Σαρλότ είναι μια ερωτευμένη γυναίκα που όμως δεν εκφράζει τον έρωτά της. Είναι ντροπαλή, συνεσταλμένη, μελαγχολική… Πώς την προσεγγίζετε ως ηθοποιός;

«Με μια πρώτη ματιά ο χαρακτήρας της είναι εντελώς έξω από τον δικό μου χαρακτήρα. Είναι εύθραυστη και ντροπαλή. Ομως έχει και μια πολύ δυνατή πλευρά, είναι μια γυναίκα που μετά τον θάνατο της μητέρας της έχει γίνει μητέρα για τα αδέλφια της, είναι μια γυναίκα αφοσιωμένη στο καθήκον. Ετσι μέσα της συγκρούονται το καθήκον, μια υπόσχεση που είχε δώσει στη νεκρή μητέρα της και ο έρωτας για τον Βέρθερο που την καλεί να τα βροντήξει όλα κάτω και να ακολουθήσει τον δρόμο που της δείχνει η καρδιά της. Είμαι άνθρωπος με πάθος, είμαι όμως την ίδια στιγμή και άνθρωπος του καθήκοντος και έτσι μπορώ να την καταλάβω πολύ καλά. Δίνω πάντως αγώνα για να την αποδώσω με τον καλύτερο τρόπο. Γιατί, εδώ που τα λέμε, εμφανισιακά δεν έχω καμία σχέση με αυτό το ντελικάτο κορίτσι».

Αυτό πόσο πολύ σας απασχολεί; Η όπερα δεν έχει ανάγκη τον ρεαλισμό του θεάτρου, οι περισσότεροι τραγουδιστές έχουν ελάχιστη σχέση, ως προς την εμφάνιση, με τους χαρακτήρες που ερμηνεύουν.

«Ετσι είναι. Ομως επειδή εκτός από το τραγούδι πρέπει να φροντίζουμε και την εικόνα, έχει γίνει μεγάλη προσπάθεια για την επιλογή των κοστουμιών, για την επιλογή της περούκας που θα πρέπει να φορέσω. Ξέρετε, ως Κάρμεν, ως Δαλιδά, ως Αζουτσένα, εμφανίζομαι πάντα με τα δικά μου μαλλιά. Μόνο στην Αμνέριδα τα κάλυψα ώστε η εικόνα να είναι πιστή στην αισθητική της αρχαίας Αιγύπτου. Στις άλλες παραγωγές, όταν ζητούσα από τους σκηνοθέτες να φορέσω περούκα, έτσι, για την αλλαγή, επέμεναν πως ήθελαν τα δικά μου κατσαρά μαλλιά. Τώρα που ο ρόλος επιβάλλει να φορέσω περούκα, μου αρέσει πολύ. Επιτέλους! (σ.σ.: γελάει). Με διασκεδάζουν οι θεατρικές μεταμορφώσεις!».

Ποια είναι η αγαπημένη σας σκηνή από το έργο;

«Το μικρό ντουέτο που ακολουθεί το «Pourquoi me réveiller», την άρια του τενόρου, γιατί είναι η πρώτη στιγμή που η Σαρλότ αποκαλύπτει τον έρωτά της, που αφήνει έστω για λίγο όλο αυτό το καταπιεσμένο πάθος να ξεσπάσει».

Τραγουδάτε στα ιταλικά, στα ρωσικά και στα γαλλικά, γλώσσα στην οποία είναι γραμμένος και ο «Βέρθερος». Μαθαίνετε εύκολα; Ποια γλώσσα σάς δυσκολεύει περισσότερο;

«Μπορώ να σας πω πως ως άσκηση η γαλλική είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα γιατί κάνει τη φωνή μου να ακούγεται διαφορετικά από ό,τι στα ιταλικά. Μου αρέσει να τραγουδώ και στις δύο γλώσσες, και στα γαλλικά και στα ιταλικά, αλλά η γαλλική γλώσσα αποκαλύπτει και αναδεικνύει ποιότητες της φωνής μου που ούτε εγώ η ίδια γνώριζα. Και τα ρωσικά είναι βεβαίως μια γλώσσα με μεγάλο πλούτο!».

Πώς προσεγγίζετε έναν νέο ρόλο, ξεκινάτε από τη θεατρική πλευρά του ή από τη μουσική;

«Πάντα από τη μουσική. Η κατανόηση του μουσικού κειμένου σε βοηθάει να το προσεγγίσεις θεατρικά. Οι νότες, οι μελωδίες περιέχουν όλες τις απαντήσεις, σου δείχνουν τον δρόμο που θα πρέπει να ακολουθήσεις».

Πριν από περίπου έναν χρόνο γίνατε μητέρα. Κάπου είχα διαβάσει μια δήλωσή σας, σύμφωνα με την οποία η εγκυμοσύνη μπορεί να αλλάξει τη φωνή της τραγουδίστριας.

«Οχι απλώς να αλλάξει τη φωνή, αλλά όλο το σύστημα παραγωγής της φωνής. Αυτό συνέβη σε εμένα. Θα είμαι ειλικρινής, μετά τη γέννα της κόρης μου ουσιαστικά χρειάστηκε να μάθω ξανά να τραγουδώ. Ξεκίνησα από την αρχή».

Αυτό ακούγεται δύσκολο και απαιτητικό…

«Ηταν πολύ δύσκολο! Καθ’ όλη τη διάρκεια του περασμένου χρόνου χρειάστηκε να δουλέψω από το μηδέν. Ακύρωσα πάρα πολλές παραστάσεις και δούλεψα σαν να ήμουν πάλι μαθήτρια. Επρεπε να μάθω πώς να τραγουδώ με ένα… νέο σώμα. Γέννησα με φυσικό τρόπο, πράγμα που άλλαξε τα πάντα, ακόμα και τον τρόπο που λειτουργούσε το μυϊκό σύστημά μου. Από εκείνη τη στιγμή έπρεπε να εκπαιδευτώ εκ νέου για να αρχίσω να χρησιμοποιώ σωστά αυτό το νέο μυϊκό σύστημα. Η φωνή ήταν εκεί, είχε όμως χάσει την επαφή με το σώμα, και όπως ξέρουν όσοι τραγουδούν, χωρίς αυτή την επαφή δεν γίνεται τίποτε. Πέρασα έναν πολύ δύσκολο χρόνο!».

Διάβασα πως οι ακυρώσεις σας δημιούργησαν και πολλές εντάσεις στις σχέσεις σας με κάποια μεγάλα θέατρα, δηλαδή με τους διευθυντές τους. Eγινε πράγματι έτσι;

«Εζησα κάποιες πολύ δύσκολες καταστάσεις. Το καλό είναι πως μέσα σε αυτόν τον απίστευτα σκληρό κόσμο της σόουμπιζ είδα ποιοι από τους ανθρώπους του περιβάλλοντός μου με αγαπούσαν και άξιζε να τους κρατήσω και ποιους δεν είχα κανέναν, μα κανέναν λόγο να τους κρατήσω. Αυτή όμως είναι η ζωή και τα μαθήματά της. Εχει καλώς. Ολη αυτή η κατάσταση με έκανε καλύτερη, με βοήθησε να μάθω πολλά πράγματα. Μέσα από τις δυσκολίες μαθαίνεις και επιλέγεις να παραμείνεις με τους καλύτερους. Εξάλλου, πάντα είχα λίγους φίλους, εκείνους που πραγματικά άξιζαν, γιατί είχαν ποιότητες και γιατί βοηθούσαν και εμένα με την παρουσία τους να γίνω καλύτερη».

Δίνετε την εντύπωση, έτσι όπως μιλάτε, ενός δυνατού ανθρώπου. Είστε πράγματι τόσο ατρόμητη;

«Είμαι, ας πούμε, μια γυναίκα με χαρακτήρα. Δεν φοβάμαι να αντιμετωπίσω κατά πρόσωπο και τις πιο δύσκολες καταστάσεις. Πάντα ήμουν έτσι».

Δεν φοβάστε ούτε να μιλήσετε. Μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ήσασταν από τους πρώτους καλλιτέχνες, αν όχι η πρώτη, που βγήκατε και κατακεραυνώσατε τον Βλαντίμιρ Πούτιν και τις πολιτικές του.

«Εχω τη γνώμη μου και δεν φοβάμαι να την πω, ακόμα και αν ξέρω πως θα μου κοστίσει, γιατί και αυτό έχει γίνει. Το ότι μιλάω μου έχει στοιχίσει και στη δουλειά μου. Πολλά χρόνια πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία είχα πει πως δεν πρόκειται να τραγουδήσω στη Ρωσία όσο υπάρχει ο Πούτιν. Εξακολουθώ να το τηρώ και, πιστέψτε με, είναι μια απόφαση που με στενoχωρεί. Θαυμάζω απεριόριστα τη ρωσική κουλτούρα, αγαπώ τον ρωσικό λαό, έχω ρώσους φίλους που τους υπεραγαπώ. Oμως οι πολιτικές που ακολουθεί αυτή η χώρα είναι φρικτές! Είναι φοβερά αυτά που συμβαίνουν και τώρα το βλέπουμε όλοι».

Ανάμεσα στους φίλους σας περιλαμβάνεται και η Aννα Νετρέμπκο. Πώς σχολιάζετε τον αποκλεισμό της από μεγάλα θέατρα επειδή δεν βγήκε αμέσως να καταγγείλει τις πολιτικές του Πούτιν;

«Είναι απαράδεκτο! Οι καλλιτέχνες, η τέχνη, δεν πρέπει να συνδέονται με την πολιτική. Φέρθηκαν στην Αννα πολύ σκληρά και άδικα. Την πίεσαν, και αυτή και άλλους ρώσους καλλιτέχνες, να μιλήσει κατά του καθεστώτος της πατρίδας της, της στέρησαν το δικαίωμα να εργάζεται. Απαράδεκτα πράγματα. Δεν σκέφτηκαν πως πιθανώς κάποιοι από αυτούς τους ανθρώπους δεν μπορούν να πουν αυτά που θέλουν γιατί έχουν πίσω στη Ρωσία τις οικογένειές τους που μπορεί να κινδυνεύσουν! Υπάρχουν πολλοί Ρώσοι που μισούν τον Πούτιν αλλά δεν μπορούν να πουν τίποτε εναντίον του. Τόσο δύσκολο είναι να το καταλάβουμε; Οπως και να έχει, εγώ μπορούσα να εκφράσω άποψη και αποφάσισα να σταθώ με την πλευρά της αλήθειας και του δικαίου. Ναι, τελικά είμαι πράγματι αυτό που είπατε, μια γυναίκα με θάρρος. Δεν μπορώ να κλείσω τα μάτια και να αγνοήσω αυτά τα τρομερά που συμβαίνουν γύρω μας. Δεν μιλώ μόνο για την Ουκρανία και για αυτόν τον φοβερό πόλεμο, τότε που πάτησε το πόδι του εκεί και άφησε τους ανθρώπους να πεθαίνουν εξαθλιωμένοι και αβοήθητοι! Οι άνθρωποι από την Αμπχαζία έρχονται στα δικά μας νοσοκομεία, έρχονται στα δικά μας σχολεία, γιατί εκεί δεν έχουν τίποτε».

Δεν έχετε τραγουδήσει ποτέ στη Ρωσία;

«Μια φορά πριν από χρόνια, όταν ήμουν πολύ νέα. Hταν υπέροχα! Οι άνθρωποι εκεί ξέρουν να κάνουν μουσική, αγαπούν τη μουσική. Μακάρι να αλλάξει η κατάσταση για να μπορέσω να πάω ξανά, να συναντήσω ξανά όλους αυτούς τους υπέροχους φίλους και να κάνω μουσική μαζί τους. Θα το ήθελα τόσο πολύ! Θα ήθελα να τραγουδήσω και στο θαυμάσιο θέατρο της Οδησσού για τους Ουκρανούς, τώρα όμως όλα εκεί είναι συντρίμμια. Πόσο θλιβερό!».

Για να επιστρέψουμε όμως και στα ευχάριστα, πώς βιώνετε, τώρα που επιστρέψατε στη σκηνή, τη μητρότητα; Ταξιδεύετε μαζί με την κόρη σας;

«Και τώρα, όταν τελειώσουμε τη συνέντευξή μας, με περιμένει να πάω κοντά της. Είναι εδώ στην Αθήνα, μαζί με τον μπαμπά της και τη θεία μου, που μας συνοδεύει και μας βοηθάει. Την έχω πάντα μαζί. Η παρουσία της στη ζωή μας, εμένα και του συζύγου μου, είναι το ομορφότερο και το πιο συναρπαστικό πράγμα που μας έχει συμβεί. Προσπαθούσαμε εδώ και χρόνια να αποκτήσουμε παιδί, ήταν όμως μεγάλο το στρες της καθημερινότητάς μας, ήταν το ένα, ήταν το άλλο… Δεν προέκυπτε. Και έπειτα ήρθε η πανδημία που με ανάγκασε να ρίξω τους ρυθμούς μου και ήρθε και το παιδί. Θυμάμαι τα τελευταία δευτερόλεπτα του τοκετού, ενός τοκετού φυσιολογικού, χωρίς κανένα παυσίπονο και χωρίς καμία φαρμακευτική βοήθεια. Ξαφνικά ένιωσα τον μεγαλύτερο πόνο που έχω νιώσει στη ζωή μου και, αμέσως μετά, μόλις την τοποθέτησαν στο στήθος μου, ένιωσα τη μεγαλύτερη ευτυχία που έχω νιώσει στη ζωή μου».

Ακόμα και αν τώρα μπορείτε να την έχετε μαζί σας, σε λίγο, όταν θα ξεκινήσει το σχολείο, θα πρέπει να την αφήσετε πίσω στο σπίτι. Πώς βλέπετε αυτή την προοπτική; Συνάδελφοί σας με καριέρες μεγάλες σαν τη δική σας μου έχουν πει πως δυσκολεύτηκαν πολύ να βρουν ισορροπίες.

«Δεν σας κρύβω πως τον χρόνο μετά τη γέννα, παρά τα προβλήματα που αντιμετώπισα και τη μεγάλη προσπάθεια που κατέβαλα για να επιστρέψω στο τραγούδι, ήμουν χαρούμενη που βρισκόμουν τον περισσότερο καιρό στο σπίτι, δηλαδή μαζί της. Τώρα, η απουσία μου από το πλευρό της, οι πολλές ώρες που βρίσκομαι στο θέατρο είναι μια πράξη θυσίας για εμένα. Το κάνω όμως και για αυτή, για να της χαρίσω μια πιο άνετη ζωή».

INFO

«Βέρθερος»: Εθνική Λυρική Σκηνή, Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος» (ΚΠΙΣΝ). Πρεμιέρα στις 23 Μαρτίου. Παραστάσεις θα δοθούν επίσης στις 26, 28 & 31 Μαρτίου και στις
2 & 4 Απριλίου.

«Βέρθερος», ένα ρομαντικό αριστούργημα

Βασισμένος στο λαοφιλές μυθιστόρημα του Γκαίτε «Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου» (από τα σημαντικότερα και πιο διαδραστικά του ρομαντικού κινήματος) και γεμάτος τρυφερές και όμορφες μελωδίες, ο «Βέρθερος» του Ζιλ Μασνέ παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη Βιέννη στις 16 Φεβρουαρίου 1892, στη γερμανική γλώσσα. Θέμα του ο ρομαντικός αλλά και αδιέξοδος τραγικός έρωτας ανάμεσα στον ποιητή Βέρθερο και στη Σαρλότ, κόρη καλής οικογένειας που μετά τον θάνατο της μητέρας της μεγαλώνει τα ανήλικα αδέλφια της. Στη γαλλική γλώσσα η όπερα ακούστηκε για πρώτη φορά στις 27 Δεκεμβρίου 1892, στη Γενεύη. Ιδιαίτερα δημοφιλής υπήρξε και η ιταλική μετάφραση του λιμπρέτου που παρουσιαζόταν συχνά στα μεγάλα θέατρα έως και τη δεκαετία του ‘60. Ο «Βέρθερος» παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Εθνική Λυρική Σκηνή στις 4 Ιανουαρίου 1962, σε ελληνική μετάφραση του συνθέτη Γεωργίου Σκλάβου και μουσική διεύθυνση του Τότη Καραλίβανου.