Δεκαέξι χρόνια μετά την άνοδό της στην Καγκελαρία της Γερμανίας, στις 22 Νοεμβρίου 2005, έναν μήνα μετά την αποχώρησή της από αυτήν, στις 8 Δεκεμβρίου 2021, δεν είναι σίγουρο ότι γνωρίζουμε πραγματικά την Ανγκελα Μέρκελ. Η κόρη του πάστορα Χορστ Κάσνερ που οικειοθελώς μετέβη στην Ανατολική Γερμανία για να κηρύξει τον λόγο του Θεού χωρίς όμως να συγκρουστεί με το καθεστώς, η επίδοξη φυσικός που παντρεύτηκε τον συμφοιτητή της Ούλριχ Μέρκελ για πέντε μόλις χρόνια και κράτησε από αυτόν τον γάμο μόνο το όνομά του, η πολιτικός με την έλλειψη ρητορικού χαρίσματος αλλά με το πιο προβεβλημένο προφίλ στην Ευρώπη των δύο αυτών δεκαετιών του 21ου αιώνα ταυτίζεται πρακτικά με τη δημόσια εικόνα της. Οπως γράφει η αμερικανίδα δημοσιογράφος Κάτι Μάρτον στην πρόσφατη βιογραφία της με τίτλο «Η καγκελάριος» (εκδ. Ψυχογιός), η 67χρονη Ανγκελα προστάτευσε τόσο φανατικά την ιδιωτική της ζωή ώστε ο Γιόαχιμ Ζάουερ, ο δεύτερος σύζυγός της, ομότιμος καθηγητής Κβαντικής Χημείας στο Πανεπιστήμιο Χούμπολντ του Βερολίνου, να είναι γνωστός στους Γερμανούς ως «το φάντασμα της όπερας». Μιλώντας με στενούς της συνεργάτες, αντλώντας υλικό από σπάνιες παλαιότερες συνεντεύξεις της, διαβάζοντας την πολιτική της σταδιοδρομία, η Μάρτον επιχειρεί να φωτίσει τον χαρακτήρα της Μέρκελ, να διεισδύσει στον άνθρωπο μέσα στην ηγέτιδα και να δώσει ένα ολοκληρωμένο πορτρέτο της γυναίκας που ηγεμόνευσε στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Λόγω της κοινωνίας όπου μεγάλωσε, αλλά και εκ φύσεως, η Ανγκελα Μέρκελ είναι ένας άνθρωπος των συμβιβασμών. Εζησε στο ανατολικογερμανικό καθεστώς αποκαλώντας το εκ των υστέρων «lager» (στρατόπεδο), περνώντας όμως κάτω από το ραντάρ. Θρησκευόμενη, αλλά γοητευμένη από τη φυσική, έλεγε ότι συνδύαζε «τη χριστιανική ηθική με την επιστήμη». Εργάστηκε επιστημονικά για το διδακτορικό και την έρευνά της στην Ακαδημία Επιστημών του Βερολίνου, αλλά θαύμαζε «το σύστημα από την άλλη πλευρά του Τείχους». Εμαθε να επιβιώνει και να προσαρμόζεται. Πρακτική σε σημείο παρεξηγήσεως, συναγωνιζόταν τον φιλόσοφο Ιμάνουελ Καντ στην καθημερινή ρουτίνα – ή μάλλον τον ξεπερνούσε: εκείνος τουλάχιστον είχε αναβάλει τον περίπατό του όταν έμαθε τα νέα της Γαλλικής Επανάστασης, ενώ η Ανγκελα πήγε για την τακτική της σάουνα το βράδυ της πτώσης του Τείχους και μετά βγήκε στους δρόμους. Και στη συνέχεια επέστρεψε στο σπίτι της, γιατί «έπρεπε να σηκωθώ νωρίς το επόμενο πρωί». Το 1989, στα 35 της χρόνια, με εφόδια τον έμφυτο αυτοέλεγχο και τη στρατηγική ορθολογική σκέψη που προερχόταν από την επιστημονική της παιδεία, θα άφηνε τη φυσική («δεν ήμουν εξαιρετική ώστε να κερδίσω κάποιο Νομπέλ») για ένα πεδίο με μεγαλύτερη ευχέρεια διάκρισης: την πολιτική. Μεθοδικά προσέγγισε και αυτόν τον χώρο. Φιλοπερίεργη, αστεία, με γερή κράση, φωτογραφική μνήμη και απίστευτη εργατικότητα, ανήλθε γρήγορα στις τάξεις του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, πρoστατευόμενη αρχικά του μοναδικού δημοκρατικά εκλεγμένου πρωθυπουργού της Ανατολικής Γερμανίας, Λόταρ ντε Μεζιέρ, και έπειτα του καγκελαρίου Χέλμουτ Κολ. Ως νεαρή υπουργός στις πρώτες κυβερνήσεις της ενωμένης Γερμανίας άκουγε προσεκτικά ψηφοφόρους, κομματικά στελέχη, πρέσβεις. Αποκαθήλωσε διακριτικά και τους δύο μέντορές της, όταν αναμείχθηκαν σε πολιτικά και οικονομικά σκάνδαλα. Αντιπαρήλθε την υποτιμητική συμπεριφορά του σοσιαλδημοκράτη καγκελαρίου Γκέρχαρντ Σρέντερ, ώσπου στην κοινή τους τηλεοπτική εμφάνιση μετά την οριακή επικράτησή της στις εκλογές του 2005 να έχει τη χαρά να του πει: «Απλώς δεν κερδίσατε σήμερα». Γιατί η εξουσία τής ασκούσε οπωσδήποτε γοητεία: «Ποια η χρησιμότητα μιας καλής ιδέας αν δεν μπορώ να την εφαρμόσω;» σχολίαζε η ίδια αφοπλιστικά.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.