Συναντώ τον Aγγελο Θεοδωράκη-Παπαγγελίδη στο κέντρο της Αθήνας. Το πρώτο πράγμα που παρατηρεί κανείς βλέποντάς τον είναι η εξωτερική του ομοιότητα με τον παππού του, Μίκη Θεοδωράκη. Το επισημαίνω. Χαμογελά. «Μοιάζετε και ως χαρακτήρες;» τον ρωτώ. «Ξέρετε, έχουμε την ίδια ημέρα γενέθλια, στις 29 Ιουλίου» απαντά. «Τι να σας πω; Εκείνος δεν πίστευε ότι μοιάζαμε. Ηταν ένας γλυκός άνθρωπος. Δεν θέλω να πω ότι είμαι και εγώ ένας γλυκός άνθρωπος, αλλά ίσως σε κάποια στοιχεία τού φέρνω. Επίσης, είμαι πολύ ντροπαλός. Και όσο και αν ακούγεται παράξενο, και εκείνος ήταν κάπως ντροπαλός. Βέβαια, παρ’ όλο που φαίνομαι μαζεμένος, μπορεί να γίνω και τολμηρός όπως εκείνος. Θέλω να πω ότι δεν φοβάμαι να μπω μπροστά άμα χρειαστεί. Να μου πείτε τώρα, ντροπαλός και τολμηρός ταυτόχρονα, γίνεται; Αλλά και γιατί να μη γίνεται από την άλλη;».
Ο νεαρός Αγγελος Θεοδωράκης-Παπαγγελίδης, γιος της Μαργαρίτας Θεοδωράκη και του εξέχοντος κιθαρίστα και ενορχηστρωτή Δημήτρη Παπαγγελίδη, διανύει το δικό του μουσικό μονοπάτι. Κυκλοφόρησε το 2021 τον δίσκο «Angelo’s Bookstore», παρουσιάζοντας 12 κομμάτια: μια οργανική σύνθεση, δέκα αγγλόφωνα τραγούδια αλλά και ένα ελληνόφωνο, το «Σπασμένο ρόδι», με τη συμμετοχή στην ερμηνεία του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Ακόμη παρουσίασε τις δικές του μελοποιήσεις πάνω σε ποίηση Κάλβου, Σολωμού και Λόρδου Βύρωνα με τη φωνή του Βασίλη Γισδάκη, ενώ από το καλοκαίρι συμμετέχει ως τραγουδιστής στις συναυλίες της Λαϊκής Ορχήστρας «Μίκης Θεοδωράκης».
Μικρός δεν ονειρευόταν να γίνει μουσικός, εξομολογείται. «Γεννήθηκα όμως μέσα στη μουσική, χωρίς να ερωτηθώ» λέει. «Πέντε χρόνων νομίζω πήγα για πρώτη φορά στο Ωδείο και ξεκίνησα σολφέζ. Ωστόσο δεν τα κατάφερα ποτέ στη θεωρία της μουσικής. Σπούδασα το τεχνικό κομμάτι, έφθασα να μπορώ να παίζω τα πιο δύσκολα κομμάτια της κλασικής κιθάρας. Αλλά δεν το πήρα ποτέ στα σοβαρά, δεν περίμενα να γίνω σολίστας. Πάντα όμως με ενδιέφερε η δημιουργία. Πρέπει να ήμουν οκτώ ετών στο εξοχικό μας στο Βραχάτι όταν πήρα την κιθάρα του μπαμπά. Χωρίς να γνωρίζω να παίζω, έβγαλα κάποιες μικρές μελωδίες. Αλλά ποτέ δεν το έβλεπα επαγγελματικά. Δηλαδή έγραφα πράγματα πάντα, τα ηχογραφούσα από εδώ και από εκεί, σε κινητά που είτε έσπασαν, είτε χάλασαν. Δεν είχα δηλαδή καμιά έγνοια να τα φυλάξω, γιατί ακριβώς δεν σκεπτόμουν να τα κάνω κάτι».
Παράλληλα, ως έφηβος γέμιζε σκόρπια μπλοκάκια με στίχους και ποιήματα. Ενήλικος πλέον το 2016 και πατέρας ήδη ενός αγοριού – σήμερα έχει αποκτήσει και έναν δεύτερο γιο – σκέφτηκε να βάλει μουσική στους στίχους του. «Και όμως, όταν έβαλα μπροστά τα χαρτιά δεν έβγαινε τίποτα. Είπα μέσα μου τότε, «δεν πειράζει, μάλλον δεν μπορείς να γράψεις τραγούδια». Yστερα όμως, δεν ξέρω τι έγινε, μετά από ένα τρίμηνο όλα ήρθαν φυσικά: άρχισα να γράφω ολοκληρωμένα τραγούδια σε αγγλικό στίχο».
Γιατί στην αγγλική γλώσσα λοιπόν; «Ισως γιατί τελείωσα αγγλικό σχολείο. Ισως και λόγω ακουσμάτων. Ο μεγάλος μου αδελφός, ο Μίκης, μας έβαζε και ακούγαμε ξένα συγκροτήματα. Ξεκινήσαμε με τα βινύλια του ροκ του ’70 της μαμάς και μετά ό,τι άκουγε ο Μίκης ακούγαμε και οι υπόλοιποι (σ.σ.: έχει ακόμη δύο αδελφούς, τον Στέφανο και τον Αλέξανδρο): Pink Floyd, Iron Maiden, αλλά και τους δίσκους του Χάρρυ Κλυνν, Σπυριδούλα, Σιδηρόπουλο και ύστερα για πολλά χρόνια Heavy Metal, Black Metal, Death Metal. Προσωπικά, είχα και μια μεγάλη αγάπη για τη ρέγκε, χωρίς να την ψάξω βαθύτερα. Υπήρχαν καλοκαίρια που ο Μπομπ Μάρλεϊ δεν έβγαινε από τα αφτιά μου».
Η σχέση με τον Μίκη
«Και η μουσική του παππού σας;» τον ρωτώ; «Η μουσική του παππού πάντα υπήρχε. Είμαστε γεννημένοι μέσα σε αυτή. Είναι το φυσικό μας περιβάλλον. Μάλιστα, όσο και αν ντρέπομαι για αυτό, ακριβώς επειδή για εμένα είναι βίωμα, σε πολλά τραγούδια δεν έχω μπει στη διαδικασία να συνειδητοποιήσω τι λέει ο στίχος ακριβώς. Ισως ευθύνεται ότι είναι ένας βαρύς ποιητικός λόγος. Γιατί αυτό έκανε ο παππούς: πήρε τον λόγο των ποιητών και τον έδωσε στον λαό. Υπάρχουν λοιπόν στιγμές που ο στίχος μπορεί να είναι τρεις λέξεις και στο δικό μου κεφάλι να γίνεται μία. Επειδή ξέρω αυτά τα τραγούδια από παιδάκι σαν νερό χωρίς να ψάχνω τότε το πώς και το γιατί. Από αυτό το καλοκαίρι που ξεκίνησα να τραγουδώ με τη Λαϊκή Ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης» άρχισα να ψάχνω τον στίχο. Δεν είχα κάτσει ποτέ να δω τα τραγούδια πιο προσεκτικά, ούτε έχω κάτσει να διαβάσω τα βιβλία του παππού και τις βιογραφίες του. Εχω ακούσει αυτές τις ιστορίες απευθείας από εκείνον. Μια ζωή αφηγούνταν ιστορίες. Ηταν έντονη προσωπικότητα. Αφοσιωμένος στο έργο του, στη δημιουργία, στην πολιτική δράση. Ηταν αφοσιωμένος εγωκεντρικά σε αυτό θα έλεγα. Ο παππούς ζούσε πολύ με τον εαυτό του. Είχε μια μοναχική πορεία στην οποία βρέθηκαν άνθρωποι να τον αγκαλιάσουν».
«Αλήθεια, ο θάνατός του πόσο σας επηρέασε;» τον ρωτώ. «Δεν το έχω συνειδητοποιήσει ακόμη. Κατά κάποιον τρόπο είναι σαν να μην έχει πεθάνει… Η σχέση μας δεν ήταν η συνηθισμένη. Θέλω να πω ότι ήταν κάπως δύσκολο, συναισθηματικά και ψυχολογικά, κάθε φορά που έπρεπε να πάμε να τον συναντήσουμε. Ενιωθα τρομερό δέος, μία τεράστια απόσταση στη σχέση. Δεν ένιωθα άνετα γιατί υπήρχε πάντα αυτό το τεράστιο μέγεθός του. Πώς να το πω; Οταν γεννιέσαι μπροστά σε ένα βουνό, όταν γεννιέσαι και είσαι ένα μικρό θαμνάκι και φυτρώνεις κάτω στους πρόποδες, το βουνό είναι πάντα εκεί μπροστά σου. Δεν ξέρω αν είναι καλή η παρομοίωση, αν καταλαβαίνετε τι θέλω να πω…».
Μουσικά σχέδια
Επιστρέφουμε στον δίσκο. Πρόκειται για ένα άλμπουμ πολυσυλλεκτικό, με φιλοσοφημένους στίχους, ένα πρωτότυπο αμάλγαμα με έντονα προσωπικό χαρακτήρα και jazz, rock, ακόμη και ethnic στοιχεία. Ο Αγγελος Θεοδωράκης μού διηγείται ότι τα περισσότερα από τα τραγούδια του άλμπουμ γράφτηκαν όταν δούλευε σε ένα βιβλιοπωλείο στους Αέρηδες στην Πλάκα και έπαιρνε μαζί και την κιθάρα του. Εξ ου και ο τίτλος «Angelo’s Bookstore». Μου διηγείται ακόμη και την ιστορία του τραγουδιού «Σπασμένο ρόδι», το οποίο ερμηνεύει στον δίσκο, σε στίχους του Κώστα Φασουλά, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. «Ο Βασίλης με γνώριζε από παιδί ως τον εγγονό του Μίκη. Υστερα με γνώρισε ως ενήλικα σε ένα μπαρ που συχνάζαμε και οι δύο, το μπαρ του Κόμη Δευκαλίωνα στα Πατήσια. Εκεί μια μέρα άκουσε σε demo – γιατί ο Κόμης παίζει πάντα τις μουσικές των φίλων του – το τραγούδι μου «Ηonest». Toυ άρεσε και μου ζήτησε να του το στείλω, να του βάλει ελληνικό στίχο και να το πει. Πέταξα από τη χαρά μου. Και την ίδια στιγμή, τρόμαξα και ντράπηκα. Τι να σας λέω τώρα. Εξαφανίστηκα από το μπαρ. Εκανα έναν μήνα να πατήσω. Μάλλον δεν του το έστειλα και ποτέ. Οταν εμφανίστηκα ξανά στο μπαρ μετά από αρκετό διάστημα, μας έφερε ξανά σε επαφή ένας κοινός μας φίλος, ο Αργύρης. Κυριολεκτικά με πήρε από το χέρι και με πήγε στον Βασίλη. «Ρε πουλάκι μου, είσαι σοβαρός, εμένα ντρέπεσαι;» μου είπε o Bασίλης. Τελικά τραγούδησε ένα άλλο τραγούδι του δίσκου, το «Step Βack», στο οποίο έβαλε ελληνικό στίχο ο Κώστας Φασουλάς. Οταν τηλεφώνησα στον Κώστα δέχτηκε αμέσως να το κάνει. Ηρθε από το σπίτι, άκουσε το κομμάτι και σε τρεις ημέρες έγραψε τους στίχους. Ο Βασίλης ενθουσιάστηκε. Κλείσαμε στούντιο, θυμάμαι πήρα και ένα μπουκάλι ουίσκι και κάναμε την ηχογράφηση. Ηταν μια αξέχαστη εμπειρία που την κατέγραψε ο σκηνοθέτης Πάνος Ζενίδης».
Τον ρωτώ αν ο Μίκης Θεοδωράκης πρόλαβε να ακούσει τις μουσικές του. «Ακουσε όλες τις μουσικές μου και τη μελοποίηση που έκανα πάνω στον Κάλβο, τον Σολωμό και τον Λόρδο Βύρωνα. Ο παππούς δεν χάιδευε αφτιά. Ηταν αυστηρός, είχε παρατηρήσεις. Νομίζω όμως είδε ότι έχω μια κλίση. Δεν θυμάμαι ακριβώς τα λόγια του, αλλά με συμβούλεψε να γράφω και να δουλεύω, γιατί και ο ίδιος ήταν πολύ εργατικός, δούλευε πολύ τη μουσική του. Τώρα ίσως δεν του άρεσε που έχω αγγλικό στίχο. Δεν ξέρω. Ισως όμως το πήρε και θετικά, με την έννοια ότι κάνω κάτι διαφορετικό».
Προτού κλείσει η κουβέντα μας τον ρωτώ για τα σχέδιά του. «Αισθάνομαι πολύ μόνος μουσικά» λέει αφοπλιστικά. «Δεν ξέρω αν συμβαίνει αυτό γιατί πρότυπό μου μουσικά είναι ο παππούς και γιατί και αυτός πορεύτηκε μόνος. Θα μου άρεσε δηλαδή να έχω μια μπάντα. Ενα σχήμα και να γράφουμε όλοι μαζί. Αλλά δεν έτυχε. Οσο και αν ακούγεται περίεργο, δεν έχω μουσικές παρέες. Οταν γεννιέσαι σε ένα περιβάλλον όπως αυτό που γεννήθηκα εγώ είναι σαν να ζεις σε ένα ενυδρείο και οι άλλοι σε παρατηρούν απ’ έξω. Νομίζουν ότι δεν μπορούν να σε πλησιάσουν. Εχει τύχει να στείλω τη μουσική μου σε άτομα και να τους λέω θέλω να είμαστε μαζί παρέα, να κάνουμε ένα live και να μην έχω πάρει καν απάντηση. Το πήρα κάπως σαν χυλόπιτα…».
Το επίθετό του είναι δηλαδή εμπόδιο; «Δεν βλέπω αρνητικά το όνομά μου. Αλλα, ναι, στον κύκλο τον μουσικό ίσως δυσκολεύει τα πράγματα. Κάποιος μπορεί επίσης να μην έρθει με αγνές προθέσεις. Να έρθει στο σπίτι μου γιατί είμαι ο εγγονός του Θεοδωράκη και να θέλει να τραγουδήσουμε μαζί σε ένα live μόνο για αυτόν τον λόγο. Aυτά είναι προχειρότητες. Εγώ δεν μπορώ να το κάνω. Εγώ θέλω να επικοινωνήσω με τον άλλον, να συνδεθούμε, να κάνουμε μουσική παρέα και να γουστάρουμε. Δεν μπορώ να τραγουδήσω με τον οποιονδήποτε. Τι να το κάνω δηλαδή να κλείσουμε μια μεγάλη μουσική σκηνή και να είναι μια προχειροκατάσταση και να γίνουμε ρεζίλι; Προτιμώ να μείνω μόνος μου».
Ηδη ο Angelos TP έχει συγκεντρώσει το υλικό για έναν δεύτερο δίσκο, δίνει όμως προτεραιότητα στο να κάνει live με τη δική του μουσική. «Η Λαϊκή Ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης», στην οποία τραγουδώ από το καλοκαίρι, μου έκανε πολύ καλό. Εχει εξελιχθεί ο τρόπος μου στη σκηνή. Λυπάμαι μόνο που δεν πρόλαβε ο παππούς να με ακούσει. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να αρχίσω να επικοινωνώ τη δική μου μουσική. Γιατί έβγαλα έναν δίσκο και έχω κάνει ουσιαστικά μόνο ένα live. Δεν ήμουν έτοιμος για διάφορους λόγους. Τώρα θέλω να το κάνω. Πρέπει να βρω τους μουσικούς. Ο ένας θέλω να είναι ο αδελφός μου ο Στέφανος που παίζει κρουστά. Δεν είναι απόλυτα αρνητικός και τον θέλω πολύ μαζί. Νομίζω ήρθε η ώρα…».