Το 1995 διανεμήθηκε στις αίθουσες η ταινία του Ρόμπερτ Μπέντον «Δεν είμαι κορόιδο κανενός» – μετάφραση σωστή, καθώς ο ξένος τίτλος της ήταν «Nobody’s Fool». Ενας τίτλος που ίσως υπήρξε ο πιο κοντινός στην ιδιοσυγκρασία του πρωταγωνιστή αυτής της ταινίας, του Πολ Νιούμαν. Γιατί όντως ο Νιούμαν, μια σταθερή αξία του παγκόσμιου κινηματογράφου, ακόμα και σήμερα, 13 χρόνια μετά τον θάνατό του, δεν επέτρεψε ποτέ και σε κανέναν να τον γελάσει. Ακόμα και όταν τελικά έχανε το παιχνίδι, όπως συνέβη σε ταινίες όπως «O μεγάλος δραπέτης» («Cool Hand Luke», 1967) ή «Οι δύο ληστές» («Butch Cassidy and the Sundance Kid», 1969), ο Νιούμαν έδινε την εντύπωση ότι εκείνος ήταν που το άφησε να χαθεί. Το «τσαλακωμένο» look, το «σερνόμενο» περπάτημα, οι ενίοτε γκροτέσκ γκριμάτσες· τρόποι έκφρασης μιας αδιαφορίας, ή και ειρωνείας, μια ανεπαίσθητη επανάσταση απέναντι σε κάποιο «σύστημα» που ποτέ δεν έδειξε να χωνεύει ή και να καταλαβαίνει ακόμα.
Η πρώτη απόπειρα του Πολ Νιούμαν με την ηθοποιία στον κινηματογράφο ήταν μάλλον αποκαρδιωτική γιατί η ψευδοϊστορική «χλαμύδα» με τίτλο «Το ασημένιο δισκοπότηρο» («The Silver Chalice», 1954) υπήρξε μέγα φιάσκο. Πολλά χρόνια αργότερα, ο ίδιος θα την αποκαλούσε «χειρότερη ταινία ολόκληρης της δεκαετίας του ’50». Αν όμως το «Δισκοπότηρο» υπήρξε μια δυσάρεστη ανάμνηση, δεν θα μπορούσε να πει κανείς το ίδιο για τον μεγαλύτερο όγκο της δουλειάς του Νιούμαν που υπερβαίνει τους 55 κινηματογραφικούς τίτλους.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.