Πρόπερσι, βράδυ Μεγάλου Σαββάτου, συζητούσαμε για τα μπλόκα που είχαν στηθεί από την Τροχαίαέξω από τις μεγάλες πόλεις για να μη φύγει ο κόσμος για την επαρχία. Παρακολουθούσαμε σε απευθείας μετάδοση στην τηλεόραση τους ελέγχους στις εξόδους της Εθνικής Οδού. Ολο και κάποιος εμφανιζόταν και έπαιρνε το ρίσκο: ζητούσε κατανόηση, προσπαθούσε να εξηγήσει ότι πρέπει να πάει στην ιδιαίτερη πατρίδα του να δει τη μάνα του – η όλη ιστορία μού θύμιζε τις αιτήσεις για άδεια όταν πήγαινα στρατό. Οι διοικητές μου στις μονάδες ήταν πιο καλόβολοι από τους τροχονόμους: τα παρακάλια δεν έπιαναν – όλοι γύριζαν πίσω. Με τα χειροκροτήματά μας.

Εμείς τέτοια περιπέτεια στα μπλόκα δεν ζήσαμε. Περάσαμε το Πάσχα του πρώτου lockdown οικογενειακά με θέα την εκκλησία της Αγίας Φωτεινής στην οποία δεν είχαμε τη δυνατότητα ούτε κερί να ανάψουμε – τι ειρωνεία! Κοιτούσαμε το βράδυ της Ανάστασης τους λιγοστούς πιστούς που είχαν μαζευτεί έξω από αυτήν, παρά την απαγόρευση κυκλοφορίας. Μετά τα μεσάνυχτα, θυμάμαι, είχε εμφανιστεί ένα περιπολικό. Δύο νεαροί αστυνομικοί είχαν ζητήσει από τον κόσμο να απομακρυνθεί ήσυχα – πράγμα του έγινε. Οι ελάχιστοι θρησκευόμενοι είχαν ακούσει το «Χριστός Ανέστη» από τα ηχεία της εκκλησίας: μαζί κι εμείς. Ολοι οι ένοικοι της πολυκατοικίας είχαν βγει στο μπαλκόνι: «Να φύγει και να μην ξανάρθει τέτοιο Πάσχα» έλεγε η Μαρία. Ξανάρθε. Πέρυσι.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω