Το όνειρο της δημοσιογραφίας και της κριτικής κινηματογράφου ως επαγγέλματος, υλοποιήθηκε με σχετική καθυστέρηση στη ζωή μου. Για την ακρίβεια, το είδα να γίνεται πραγματικότητα το φθινόπωρο του 1987 και ενώ υπηρετούσα τη θητεία μου στο Πολεμικό Ναυτικό.
Τότε ήταν που δημοσιεύθηκε το πρώτο κείμενό μου, ένα άρθρο για τον ιδιωτικό ντετέκτιβ Μάικ Χάμερ που υποδύθηκε στην τηλεόραση ο Στέισι Κιτς, στο περιοδικό «Τηλέραμα», ένα από τα μόλις δύο τηλεοπτικά έντυπα που κυκλοφορούσαν εκείνα τα χρόνια.
Ομως η βασική μου εργασία – την οποία είχα σταματήσει προκειμένου να υπηρετήσω τη στρατιωτική μου θητεία – ήταν άλλη: εργαζόμουν ως συνοδός εδάφους σε ιδιωτική αεροπορική εταιρεία, την αμερικανική Trans World Airlines, γνωστή ως TWA, στην οποία προσλήφθηκα το 1984. Αρχικά εργαζόμουν ως εποχικός υπάλληλος στο Ανατολικό Αεροδρόμιο (το αεροδρόμιο στα Σπάτα δεν υπήρχε καν ως ιδέα), μόνο την περίοδο που η εταιρεία χρειαζόταν κόσμο, ήτοι την τουριστική περίοδο, από τον Μάιο έως και τον Σεπτέμβριο.
Αργότερα, μετά τη θητεία μου στο Ναυτικό, μονιμοποιήθηκα, δουλεύοντας παράλληλα στον περιοδικό Τύπο. Και παρέμεινα στην TWA μέχρι τους τίτλους τέλους της εν Ελλάδι, το κλείσιμο του σταθμού της Αθήνας, το 1997.
Αυτό έγινε μετά τη σφοδρή οικονομική κρίση εξαιτίας κάκιστης διαχείρισης που κλόνισε τα θεμέλια της εταιρείας, θέμα που δεν είναι της παρούσης. Για την ιστορία, σε ό,τι αφορά το κλείσιμο του σταθμού της Αθήνας, το ποτήρι είχε αρχίσει να ξεχειλίζει λίγο νωρίτερα, το 1996, μετά τη μυστηριώδη πτώση του Boeing 747-100 στα πρώτα λεπτά της πτήσης 800 με αφετηρία τη Νέα Υόρκη και προορισμό τη Ρώμη, μέσω Παρισιού.
Το αμέσως προηγούμενο δρομολόγιο αυτού του αεροσκάφους, το οποίο συνετρίβη λίγο έξω από το Διεθνές Αεροδρόμιο Τζον Φ. Κένεντι της Νέας Υόρκης, ήταν η πτήση 881 από Αθήνα για Νέα Υόρκη.
Είχα δουλέψει σε εκείνη την πτήση. Λόγω της γεωγραφικής της θέσης, η Αθήνα εκείνη την εποχή βρισκόταν στην «κόκκινη ζώνη» επικινδυνότητας, ένα hot spot για τους Αμερικανούς, γεγονός που είχε προκαλέσει υποψίες στο FBI: θεωρήθηκε πιθανό η καταστροφή να προκλήθηκε από εκρηκτικό μηχανισμό που θα μπορούσε ενδεχομένως να είχε τοποθετηθεί στην Αθήνα. Κατά συνέπεια, όπως όλοι οι συνάδελφοί μου, βρέθηκα αντιμέτωπος με ομοσπονδιακούς πράκτορες σε μια ανάκριση που έλαβε χώρα στα γραφεία της εταιρείας.
Αυτή είναι η πιο δυσάρεστη ανάμνηση που έχω από την εμπειρία μου ως υπαλλήλου της TWA, εταιρείας που υπήρξε στενότατα συνδεδεμένη με τη ζωή μου, καθώς ο πατέρας μου σε όλη του τη ζωή εργάστηκε σε αυτήν, φτάνοντας στην ανώτατη θέση του αεροσταθμάρχη της Αθήνας από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 έως τη συνταξιοδότησή του στις αρχές της αμέσως επόμενης.
Η δεκαετία του 1970 ήταν μια καταπληκτική περίοδος για τις αεροπορικές εταιρείες και ειδικά η TWA θεωρούνταν «βασίλισσα των αιθέρων», όχι μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο. Στα seventies μπορούσες να δεις περισσότερα αεροσκάφη της TWA στην πίστα του Ανατολικού Αερολιμένα της Αθήνας από ό,τι στο αεροδρόμιο Κένεντι της Νέας Υόρκης.
Η πίστα ήταν «κόκκινη», καθώς τα ερυθρόλευκα ήταν τα χρώματα της εταιρείας. Στενά συνδεδεμένη είναι το λιγότερο που μπορώ να πω για τη σχέση μου με την TWA, αφού χάρη στα δωρεάν εισιτήρια που δικαιούνταν ο πατέρας μου για τον ίδιο αλλά και την οικογένειά του (και όχι μόνο με την TWA), είχα την τύχη, από πολύ νωρίς, να γνωρίσω τον κόσμο ταξιδεύοντας, κυριολεκτικά σε ολόκληρο σχεδόν τον πλανήτη.
Να επιστρέψω όμως στο εργασιακό δίπολο που για περίπου μία δεκαετία και μέχρι την πρόσληψή μου στο ημερήσιο «Βήμα», όταν άρχισε να επανεκδίδεται τον Μάρτιο του 1999, και ενώ η TWA ήταν πλέον παρελθόν, υπήρξε η ζωή μου: μισθωτός υπάλληλος της TWA από τη μία και ταυτόχρονα ελεύθερος επαγγελματίας, συνεργάτης διαφόρων ελληνικών εντύπων από την άλλη.
Πολλοί αναρωτιούνταν πώς μπορούσα να τα συνδυάζω, όμως η αλήθεια είναι ότι ήταν αρκετά εύκολο, καθώς στα περισσότερα χρόνια μου στην TWA ήμουν τετράωρης απασχόλησης, επομένως είχα τον χρόνο και για άλλα πράγματα. Επίσης, σύντομα είδα ότι η δουλειά μου στην αεροπορική εταιρεία μπορούσε να με βοηθήσει και στην άλλη μου δουλειά. Χάρη στα δωρεάν εισιτήρια που δικαιούμουν, η μετάβασή μου σε σημεία όπου γίνονταν «πράγματα» σχετικά με τον κινηματογράφο ήταν πολύ πιο εύκολη.
Ετσι κάλυψα τη σπουδαία εκδήλωση «Cinemythology» του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου στη Νέα Υόρκη το 1993 και έτσι πήγα στις Κάννες, για πρώτη φορά το 1994. Ετσι πήγα και πάλι στη Νέα Υόρκη για να λάβω μέρος σε διάφορες συνεντεύξεις για την προώθηση ταινιών όπως το «Πορτρέτο μιας κυρίας» (1996) της Τζέιν Κάμπιον, όταν ξαφνικά βρέθηκα στο ίδιο δωμάτιο με τη Νικόλ Κίντμαν και τον Τζον Μάλκοβιτς ή το «Kundun» (1997), χάρη στο οποίο βρέθηκα στο ίδιο δωμάτιο με τον Μάρτιν Σκορσέζε.
Ομως ακόμα και η δουλειά μου στο αεροδρόμιο μπορούσε να με φέρει, για λίγο, κοντά σε διασημότητες. Καθότι οι προϊστάμενοί μου γνώριζαν το πάθος μου, συνήθως αναλάμβανα εγώ το VIP handling προσωπικοτήτων που περνούσαν από την Αθήνα. Ενας από αυτούς, για παράδειγμα, ήταν ο Ρίτσαρντ Γκιρ, που το 1993 επέστρεφε μέσω της Αθήνας στις Ηνωμένες Πολιτείες από την Ινδία, όπου είχε πάει με την τότε σύντροφό του, Σίντι Κρόφορντ.
Ανέλαβα την εξυπηρέτησή του και φωτογραφήθηκε μαζί μου (η Κρόφορντ, θυμάμαι, δεν ήθελε να φωτογραφηθεί επειδή, φωτομοντέλο γαρ, είχε δεσμεύσεις). Χρόνια αργότερα, στο Βερολίνο, όταν συνάντησα ξανά τον Γκιρ, ως δημοσιογράφος του «Βήματος» πλέον, για την ταινία «Νύχτες στη Ροδάνθη» (2008), του έδειξα τη φωτογραφία και φυσικά δεν θυμόταν τίποτα πέρα από (αμυδρά) το ίδιο το ταξίδι.
Μία από τις πιο ευχάριστες στιγμές μου ως υπαλλήλου στην TWA ήταν όταν ανέλαβα την εξυπηρέτηση του Χάρβεϊ Καϊτέλ την εποχή που ερχόταν στην Ελλάδα για τα γυρίσματα της ταινίας «Το βλέμμα του Οδυσσέα» (1995) του Θόδωρου Αγγελόπουλου.
Ο Καϊτέλ ήταν είδωλό μου από τότε που ήμουν έφηβος και το δέος απέναντί του ήταν τεράστιο. Εναν χρόνο αργότερα η ταινία συμμετείχε στο διαγωνιστικό πρόγραμμα του Φεστιβάλ των Καννών και τότε μπόρεσα, με χίλια βάσανα, να πλησιάσω τον ηθοποιό απλώς και μόνο για να του δείξω τη φωτογραφία μας, την οποία μού υπέγραψε.
Και πολλά χρόνια αργότερα, όταν ο Καϊτέλ ήρθε στην Ελλάδα για μια τιμητική εκδήλωση για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, είχα την ευκαιρία (με τη βοήθεια της χήρας του σκηνοθέτη, Φοίβης Οικονομοπούλου-Αγγελοπούλου) να τον συναντήσω ξανά για μια αποκλειστική συνέντευξη στο «Βήμα», η οποία μάλιστα βιντεοσκοπήθηκε.
Και θα κλείσω αυτή την αναδρομή στο παρελθόν και σε «μια άλλη μου ζωή» με την πιο παράξενη εμπειρία μου ως εργαζομένου στην TWA και ταυτόχρονα στη δημοσιογραφία. Την εποχή που συνεργαζόμουν με το περιοδικό «ΤV Zapping», ο τότε διευθυντής μου, Γιώργος Γαβαλάς, μου είχε ζητήσει να πάω στην Ουάσιγκτον για να κάνω μια αποκλειστική συνέντευξη στον μουσικό Yanni λόγω της επικείμενης τότε εμφάνισής του για μια συναυλία στην Αθήνα.
Πήγα με την ΤWA, έκανα τη συνέντευξη και επέστρεψα. Μετά από μερικές ημέρες ήρθε και ο Yanni μαζί με τη σύντροφό του, ηθοποιό Λίντα Εβανς, και καθότι είχαν ταξιδέψει με την TWA, ήμουν εγώ, ως υπάλληλός της, που τους εξυπηρέτησα κάνοντας το VIP handling στην άφιξή τους. «Μα εσύ δεν ήσουν που βρεθήκαμε στην Oυάσιγκτον;..» θυμάμαι να με ρωτάει ο μουσικός ενώ κατεβαίναμε τα σκαλιά από το αεροπλάνο. «Εγώ ήμουν…» του απάντησα.