«Το λεύκωμα αυτό δεν είναι ούτε ιστορικό ούτε επέχει θέσιν οδηγού για τα ταξίδια στην Ελλάδα. Είναι ένα οδοιπορικό στο οποίο προσπάθησα να κρατήσω ζωντανή τη μνήμη της γενιάς μου, των παιδιών μου και όσων ακόμη απολαμβάνουν το απλό, το ωραίο και μπορούν με τη φαντασία τους να ταξιδεύουν σ’ αυτή την Ελλάδα που δεν υπάρχει πια. Λυπάμαι που μαζί με τη φωτογραφία δεν μπόρεσα να κρατήσω ζωντανούς τους παλιούς γνώριμους ήχους που ήσαν τόσο συνδεδεμένοι με ό,τι συνέθετε την καθημερινή ζωή στον τόπο μας. Χάθηκαν κι αυτοί μαζί με τόσες άλλες ομορφιές. Με πόση λαχτάρα το ακούμε σ’ ένα ποίημα του Ελύτη: «Αχ! Να μπορούσα να σώσω αυτόν τον ήχο…»».

Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στην ερασιτέχνιδα φωτογράφο Εφη Κανελλοπούλου (1931-2005), η οποία μαζί με τον σύζυγό της, τον βιομήχανο Αλέξανδρο Κανελλόπουλο, και τις παρέες τους – ανάμεσά τους βρισκόταν και ο μεγάλος μας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης – «όργωσαν» την Ελλάδα από άκρη σε άκρη. Η Εφη Κανελλοπούλου είχε πάντα μαζί της τη φωτογραφική της μηχανή για να απαθανατίσει την ομορφιά του τόπου μας – εκείνες τις στιγμές που «το πεύκο φωτίζεται με τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου και χρυσίζει πάνω στις γαλάζιες θάλασσες», «τα λεπτά και καλλίγραμμα βουνά», «τα ανθισμένα λιβάδια, τις ρεματιές με τ’ αηδόνια» -, αλλά και τους ανθρώπους του, όπως μια αρχοντική ηλικιωμένη Μετσοβίτισσα με την παραδοσιακή φορεσιά της να πηγαίνει στην εκκλησία. Οι εικόνες δηλαδή μιας άλλης Ελλάδας που τείνουμε να λησμονήσουμε…

Σήμερα τα παιδιά της Νικόλαος και Καίτη, 18 χρόνια μετά τον θάνατό της μητέρας τους, συγκέντρωσαν πάνω από 2.000 φωτογραφίες της τής περιόδου 1965-1995 και προχώρησαν στη δημιουργία ενός ψηφιακού λευκώματος στη διεύθυνση effiephotocollection.com. «Πιστεύω ότι το υλικό που παρουσιάζεται αποτυπώνει με έναν ιδιαίτερο τρόπο τον ανεξάντλητο πλούτο της χώρας μας» αναφέρει ο Νικόλαος Κανελλόπουλος μιλώντας στο ΒΗΜΑgazino. «Περιέχει φωτογραφημένα με μεράκι όλα όσα συνέβαλαν ώστε η Ελλάδα να αγαπηθεί. Ενας τέτοιος πλούτος θα ήταν κρίμα να μείνει καταχωνιασμένος και να τον εξαϋλώσει ο χρόνος. Αλλωστε ένα ψηφιακό λεύκωμα είναι η σύγχρονη μορφή εκδόσεως που τόσο επιθυμούσε η μητέρα μου. Επιτελούμε λοιπόν, με πολλή, ομολογουμένως, καθυστέρηση, το όνειρό της να δει αποτυπωμένα όλα όσα με μεράκι κατέγραψε. Οχι για να πάρει τα εύσημα, δεν είχε ποτέ τέτοιου τύπου φιλοδοξία. Το όνειρό της ήταν να αναδειχθούν ευρύτερα οι μοναδικές ομορφιές της χώρας μας και να γνωρίσουμε ταυτόχρονα τι πλούσια πολιτιστική κληρονομιά διαθέτουμε και γιατί οφείλουμε να τη διατηρήσουμε. Το όραμά της παραμένει πολύ επίκαιρο. Πρέπει να πω ότι η διάσωση και ψηφιοποίηση του αρχείου οφείλεται στην ευαισθησία του από 55ετίας φίλου µου Γιάννη Μυτιληναίου, ο οποίος µε χορηγία στήριξε όλο αυτό το εγχείρηµα».

Οι φωτογραφίες που παρουσιάζονται έχουν χωριστεί σε κατηγορίες (βάρκες – καΐκια, βιγλάτωρ – τοπία, εκκλησίες – μοναστήρια, επαγγέλματα, θάλασσα, ηλιοβασιλέματα, πολιτιστική κληρονομιά, τοπική αρχιτεκτονική, φυσιογνωμίες – στιγμιότυπα, ζώα, φύσις, «ιδιαίτερη συλλογή») ανάλογα με τη θεματολογία τους. Οπως εξηγεί ο Νικόλαος Κανελλόπουλος, η επιλογή των φωτογραφιών που παρουσιάζονται στο ψηφιακό αυτό λεύκωμα βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στις βραδιές προβολών που ετοίμαζε η μητέρα του για τους φίλους της οικογένειας που μετείχαν σε αυτές τις οικογενειακές εξορμήσεις. Υπάρχει όμως και επιπλέον αδημοσίευτο υλικό. «Τέσσερις χιλιάδες ακόμη ανέκδοτες φωτογραφίες της περιόδου 1965-1995 για τις οποίες χρειάζεται να γίνει μια πρώτη επιλογή, εν συνεχεία να ψηφιοποιηθούν και τέλος να κατηγοριοποιηθούν προτού ανέβουν στο υφιστάμενο site» αναφέρει. «Αρκετή δουλειά αλλά και πολύ ενδιαφέρουσα. Εάν το καταφέρουμε αυτό, θα έχει δημιουργηθεί, νομίζω, ένα ενδιαφέρον και χρήσιμο αρχείο περίπου 5.000 φωτογραφιών».

Σε κάθε άκρη της Ελλάδας

Η αγάπη της Εφης Κανελλοπούλου για τη φωτογραφία γεννήθηκε το 1945. Η ίδια ήταν μόλις 15 ετών και τότε τα θέματά της ήταν απλά και παιδικά, όπως τα έχει χαρακτηρίσει η ίδια. «Με την ενηλικίωσή της, όμως, σταδιακά ενηλικιώθηκε και φωτογραφικά και καθότι ο πατέρας μου ήταν λάτρης της Ελλάδος, δεν άφηναν γωνιά που να μην την εξερευνήσουν και άρα η αποτύπωση του ωραίου έγινε χόμπι» αναφέρει σχετικά ο Νικόλαος Κανελλόπουλος. «Πήγαιναν σε μέρη που ήταν σχεδόν απάτητα, απρόσιτα, παρθένα ακόμα, με δρόμους δύσβατους, για να απαντήσουν μια φύση απείραχτη από τον άνθρωπο. Εκεί συναντούσαν ξεχωριστές φυσιογνωμίες ανθρώπων, ηλιοβασιλέματα, ξωκκλήσια, τοπία, καΐκια, θάλασσες, την τοπική αρχιτεκτονική και η μητέρα μου ήθελε να αποτυπώσει τα πάντα, διότι όλα αυτά μιλούσαν τη γλώσσα που δεν μιλιέται στις πόλεις» εξηγεί.

Στα οδοιπορικά αυτά σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, η Εφη και ο σύζυγός της έπαιρναν πάντα μαζί τους τα δύο παιδιά τους, ενώ αναπόσπαστο μέλος της παρέας ήταν και ο στενός φίλος της οικογένειας Οδυσσέας Ελύτης. «Στο βιβλίο «2×7 ε» με τα 14 δοκίμια, στο δοκίμιο «Ενας Αλέξανδρος του Νικολάου» o Eλύτης λέει πολλά για τον σύνδεσμό του με τον πατέρα μου» αναφέρει ο Νικόλαος Κανελλόπουλος.

Τι θυμάται, λοιπόν, ως παιδί πιο έντονα από τον σπουδαίο νομπελίστα ποιητή; «Προτού πάω στο σχολείο, η έννοια ποιητής μού ήταν λίγο δυσνόητη. Είχα ταυτίσει λοιπόν τον μέγα Ελύτη με τα «άθλια» ποιηματάκια που έβλεπα να αναγράφονται πίσω από τα χαρτάκια των ημερολογίων. Οταν τον ρώτησα εάν αυτός τα γράφει, θεωρώντας το αυτό στα παιδικά μάτια μου ως σημαντικό επίτευγμα, το βροντερό γέλιο πρώτα του ίδιου και μετά όλης της παρέας μού έδωσε να καταλάβω ότι ο ποιητής Ελύτης ήταν κάτι διαφορετικό».

Οπως θυμάται στις εκδρομές των γονιών του με τις παρέες τους, οι συζητήσεις ήταν πάντοτε πολύ ενδιαφέρουσες. «Πολλές φορές, φυσικά, δύσκολες σε νοήματα για το παιδικό μου μυαλό. Ο τρόπος που μιλούσε και εκφραζόταν, βέβαια, ο Ελύτης δημιουργούσε εικόνες. Το ωραίο σε αυτή την παρέα ήταν τα όνειρα και τα σχέδια που κατέστρωναν για την Ελλάδα. Η Ελλάδα ήταν πάντα το επίκεντρο. Η ομορφιά της αλλά και τα πολιτικά της ζητήματα, συχνά με μια θεώρηση ονειροπόλα, εξιδανικευμένη, μακριά από τα τρωτά, όπως την απαντάμε σε τόσα ποιήματα του Ελύτη. Στον Ελύτη, επίσης, θυμάμαι δεν άρεσε διόλου το χιόνι. Δεν ήθελε ποτέ να αποκλειστούμε, ίσως γιατί του ζωντάνευαν οι δύσκολες μνήμες του αλβανικού μετώπου. Στη θάλασσα μπορούσε όμως να κάθεται με τις ώρες και εκεί ήταν πολύ πιο ομιλητικός. Ανθρωπος με πολύ χιούμορ, γλαφυρός στη διήγηση, αλλά και με ώρες περίσκεψης και περισυλλογής. Ηταν, φαντάζομαι, οι στιγμές εκείνες που οι εικόνες της ημέρας αποτυπώνονταν κάπως αλλιώς στο χαρτί του».

Οταν αντικρίζει λοιπόν σήμερα αυτές τις φωτογραφίες της μητέρας του, τι αισθάνεται; «Μια όμορφη ξεχειλίζουσα νοσταλγία εικόνων και βιωμάτων. Η άγνωστη σε πολλούς Ελλάδα εκείνης της εποχής, με τα λιγοστά της μέσα, απέπνεε μια αρχοντιά δύσκολη να περιγραφεί. Το πρώτο, νομίζω, που ανασύρω είναι η μεγάλη διαφορά του τρόπου ζωής εκείνης της εποχής μεταξύ της πόλεως και των μικρών χωριών. Τα άγνωστα ήθη και έθιμα. Ο θαυμασμός για τους ανθρώπους που τα κατάφερναν με λιγοστά μέσα. Φυσιογνωμίες που έφεραν την τραχύτητα των χαρακτηριστικών των ανθρώπων που γίνονται ένα με τη φύση και απέπνεαν μια ξεχωριστή φωτεινότητα, αυτό το βλέμμα το βαθύ και το καθαρό. Και τελικά αυτή η απίστευτη αγνότητα ανθρώπων και τοπίου σε έναν μοναδικό συγκερασμό ήταν αυτή που σίγουρα με σημάδεψε. Αναδυόταν από παντού η αρμονία αλλά και η βαρύτητα που έφερε ο χώρος, κάτι το οποίο στα μάτια μου αργότερα μετουσιώθηκε σε συνείδηση των καταβολών μας. Οι εικόνες, αυτή η πλημμυρίδα Ελλάδας, δεν καταγράφονταν απλά στη μνήμη μου, αλλά έμπαιναν βαθιά στα σωθικά μου και με διαμόρφωσαν. Με συγκίνηση, ομολογώ, και πολλή ευγνωμοσύνη τα αισθάνομαι όλα αυτά ξανά σήμερα διατρέχοντας αυτό το αρχείο».

Αλήθεια, ποια είναι η δική του αγαπημένη φωτογραφία; «Δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη. Καθεμία αποτελεί πάντα μια ιστορία από μόνη της. Ανεβήκαμε στο Σούλι με ζώα, σούρουπο, δεν πήγαινε τότε ο δρόμος. Κοιμηθήκαμε στα Χάνια, στο Πήλιο, στον Μάνθο την εποχή που υπήρχαν ακόμη χάνια και όχι ξενοδοχεία, ούτε ρεύμα δεν είχε τότε. Αποκλειστήκαμε από τα χιόνια στη Βυτίνα και ευωδίαζαν τα τζάκια καμένο ξύλο και αχνιστό φαγητό. «Θαλασσοπνιγήκαμε» με καΐκια σε διάφορες ασπρισμένες θάλασσες. Θυμάμαι ακόμη επίσης την ασκητική, εξαϋλωμένη μορφή μοναχού από το Αγιον Ορος, Μεγάλη Παρασκευή, να κουβαλά τον Σταυρό, στο γυναικείο μοναστήρι της Ζερμπίτσης έξω από τη Σπάρτη και η κατάνυξη του χώρου και της ημέρας να σου φέρνει δάκρυα στα μάτια. Βρεθήκαμε επίσης πολλές φορές άνοιξη στον Μυστρά, με τη φύση να ευωδιάζει με τρόπο ανεπανάληπτο, προσπαθώντας να επιβληθεί στο μεγαλείο της χαμένης αυτοκρατορίας, της οποίας τη μνήμη συναντάς εκεί σε κάθε βήμα. Ποια φωτογραφία, λοιπόν, να ξεχωρίσω;».