Η Σίντι Σέρμαν είναι μια σπουδαία καλλιτέχνις. Της αποδίδεται ότι είναι μία από τις πιο σπουδαίες του 20ού αιώνα (αλλά και του 21ου) και ορισμένες φορές μπορεί και να απορεί κανείς για την τιμή, ιδίως αν έχει δει μόνο τα πρόσφατα έργα της. Την τιμή με την έννοια του σεβασμού του οποίου χαίρει ως δημιουργός, αλλά και με εκείνη της ανταλλακτικής αξίας εικόνων της, όπως για παράδειγμα η «Untitled#96», η οποία πουλήθηκε σε δημοπρασία έναντι 3,89 εκατ. δολαρίων το 2011 – η πιο ακριβή φωτογραφία που είχε πωληθεί ποτέ μέχρι τότε. Ομως, η μεγάλη αναδρομική έκθεση που της αφιερώνει η National Portrait Gallery στο Λονδίνο κυκλώνει το «φαινόμενο Σέρμαν» και αναδεικνύει γιατί ακριβώς έχει αναδειχθεί σε τέτοιο και γιατί τελικά η δουλειά της έχει τρομακτική εμπορική επιτυχία και συγκαταλέγεται στο κουιντέτο των κορυφαίων σε πωλήσεις φωτογράφων (Ρίτσαρντ Πρινς, Βόλφγκανγκ Τίλμανς, Αντρέας Γκούρσκι και Ιρβινγκ Πεν). Το πιο εντυπωσιακό, βέβαια, στα 180 έργα που παρουσιάζονται για να ανασυστήσουν μια καριέρα, η οποία καλά κρατεί από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, είναι ότι καθένα από αυτά έχει απαρεγκλίτως την ίδια στο επίκεντρο. Στην αρχή κάπως πιο διστακτικά, αλλά και με εντυπωσιακό και ευφάνταστο τρόπο, όπως όταν είχε μόλις αποφοιτήσει από το Buffalo State College και δημιουργούσε τη σειρά «Cover Girls» (1976). Τότε ήταν που έπαιρνε επί της ουσίας το εξώφυλλο ενός γυναικείου περιοδικού μόδας και παρέθετε δίπλα του ένα άλλο στο οποίο πρωταγωνιστούσε η ίδια (ή έστω το κεφάλι της στο σώμα του μοντέλου) με ίδιο μέικ απ και παρόμοια έκφραση. Δίπλα τους τοποθετούσε ένα τρίτο εξώφυλλο όπου το μοντέλο-Σέρμαν έπαιρνε πλέον μια αστεία πόζα αυτοπαρωδίας. Η πλήρης σειρά με τα πέντε εξώφυλλα και τις αντίστοιχες μεταμορφώσεις της Σέρμαν παρουσιάζονται για πρώτη φορά από τη χρονιά που δημιουργήθηκαν χάρη σε αυτή τη χορταστική έκθεση. Δεν είναι τα έργα που σε υποδέχονται, αλλά αποτελούν ένα αξιόπιστο βαρόμετρο για το πώς ξεκίνησαν όλα και πού θα οδηγούνταν τελικά.

Η Σέρμαν θα ιδιοποιούνταν μια ζωή αρχετυπικές εικόνες από περιγράμματα γυναικών που παρουσιάζονται στα ΜΜΕ για να ενθαρρύνουν τη μίμηση ή την ταύτιση και θα μας υπενθύμιζε με δριμύ τρόπο ότι είμαστε τόσο εξοικειωμένοι μαζί τους, ώστε σχεδόν δεν τα προσέχουμε και δεν φτάνουμε στο σημείο να τα αμφισβητήσουμε και να τα καταρρίψουμε. Συγκλονιστικά είναι τα τεράστια πορτρέτα της από τη δεκαετία του ’80 και τη σειρά «Fashion» (1983-84), όπου παρουσιάζεται ως μοντέλο σε editorial μόδας φορώντας πανάκριβα ρούχα σχεδιαστών, όπως ο Ζαν-Πολ Γκοτιέ ή οι Comme des Garçons, αλλά με μακιγιάζ και εκφράσεις προσώπου που μαρτυρούν ότι η ψυχική ισορροπία δεν συνάδει απαραίτητα με την ποιότητα της γκαρνταρόμπας. Είχαν μεσολαβήσει οι 70 φωτογραφίες της σειράς «Untitled Film Stills 1977-80», οι οποίες επίσης παρουσιάζονται όλες στην έκθεση, η εξέλιξη της πρώτης απόπειρας με τα εξώφυλλα περιοδικών χωρίς το εμφανές, εφετζίδικο χιούμορ. Σε καθεμία από αυτές η Σέρμαν παρουσιάζεται είτε ως το σέξι κορίτσι, είτε ως η μοναχική νοικοκυρά, η τουρίστρια, η χορεύτρια, λες και πρόκειται για εικόνες αποκομμένες από μια ταινία του Φελίνι, του Αντονιόνι ή του Χίτσκοκ, προορισμένες να προωθήσουν το ευρύτερο αφήγημα και την πλοκή των οποίων αποτελούν μια μικρή χαραμάδα. Ακόμα και σήμερα εντυπωσιάζουν με την αρτιότητα και την ποιότητα της αισθητικής τους, αλλά και με το μεγάλο, απόκοσμο ερωτηματικό που δημιουργούν πίσω από τις αρχετυπικές κατηγορίες γυναικών, καθώς δεν αποπνέουν την αίσθηση της παγωμένης εικόνας στον χρόνο αλλά μοιάζουν να στέκονται έξω από αυτόν.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω