Ο βρετανός συγγραφέας, φυσιοδίφης και ορνιθολόγος Γουίλιαμ Χένρι Χάντσον στο μυθιστόρημά του «Η κόρη της ζούγκλας» (1904) μιλάει για οικολογία σε μια εποχή που η σωτηρία του πλανήτη ήταν θέμα άγνωστο στους πολλούς. Η ηρωίδα του, η Ράιμα, ζει ευτυχισμένη στο τροπικό δάσος της Βενεζουέλας, μιλάει τη γλώσσα των πτηνών και των ζώων και δεν τρώει κρέας γιατί της φαίνεται αδιανόητο να τρέφεται με τις σάρκες των συντρόφων της. Το δάσος γύρω της είναι ένας παράδεισος ομορφιάς και γαλήνης και ο άνθρωπος είναι ο καταλυτικός παράγοντας που επιβάλλεται με τη χρήση βίας και καταστρέφει αυτή την ονειρική εικόνα. Μέσα από την ιστορία της ο Χάντσον θίγει και τα (συσσωρευμένα και διογκούμενα σήμερα) προβλήματα που απειλούν να αφανίσουν έναν από τους μεγαλύτερους πνεύμονες πρασίνου, το τροπικό δάσος του Αμαζονίου. Δίνει μάλιστα χριστιανική διάσταση στη φιλοσοφία του, καθώς εμπνέεται τον πρωτότυπο τίτλο του βιβλίου, «Green Μansions: A Romance of the Τropical Forest», από τη φράση του Κατά Ιωάννη Ευαγγελίου «ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πατρός μου μοναὶ πολλαί εἰσιν» («In my Father’s house are many mansions»). Αυτό είναι η Αμαζονία, όπως αλλιώς αποκαλούμε το Τροπικό Δάσος του Αμαζονίου: ένα σύμπαν που αποτελείται από πολλούς μικρούς γαλαξίες, ένα τεράστιο αυτορρυθμιζόμενο οικοσύστημα συντεθειμένο από χιλιάδες μικρότερα που το ένα συμπληρώνει και τροφοδοτεί το άλλο. Και που η καταστροφή και του (φαινομενικά) πιο ασήμαντου μπορεί να επισπεύσει το κακό που εδώ και δεκαετίες συντελείται: τον θάνατο ενός από τους τελευταίους επί Γης παραδείσους.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.