Οταν ο Αλιστερ ΜακΝτάουαλ απάντησε στην τηλεφωνική μου κλήση, έσπευσα να τον ρωτήσω αν, εν τω μεταξύ, γέννησε η σύζυγός του. Μερικές ημέρες νωρίτερα μου είχε εξηγήσει με ένα email ότι, από μέρα σε μέρα, από στιγμή σε στιγμή, περίμεναν την έλευση του δεύτερου παιδιού τους. «Oh, no baby yet!» είπε με περιπαικτική διάθεση, προσθέτοντας ότι δεν βρισκόταν στο μαιευτήριο αλλά στο σπίτι του, στο νότιο Μάντσεστερ. Ο 35χρονος θεατρικός συγγραφέας, από τα ανερχόμενα και πλέον αναγνωρισμένα ονόματα της βρετανικής σκηνής κατά την τελευταία δεκαετία, μίλησε αποκλειστικά στο BHMAgazino. Αφορμή στάθηκε η πρώτη του παρουσίαση στην Ελλάδα, το ανέβασμα του ιδιότυπου έργου του «Pomona» (2014) στο θέατρο Πόρτα, σε σκηνοθεσία του Θωμά Μοσχόπουλου (και του, ας πούμε, σκιώδους Sigurdur F3). Η πρεμιέρα έγινε τον περασμένο Νοέμβριο και η παράσταση, η οποία συζητιέται ακόμη ως μία «από τις καλύτερες», τις πιο «φρέσκες» και «διαφορετικές» της πρόσφατης περιόδου, συνεχίζεται. Και πράγματι είναι μια παράσταση συναρπαστική από πολλές απόψεις, μια σκοτεινή συνθήκη, εφιαλτική και γοητευτική, ένα υπαρξιακό αλληγορικό θρίλερ για την ατομική και συλλογική αγωνία (μια αγωνία πολιτισμικού χαρακτήρα) που περισσότερο σε διαπερνά παρά το παρακολουθείς. Το κρίσιμο είναι να αφεθεί κανείς στον συγκεκριμένο κόσμο, όπου στροβιλίζονται μαζί το μυστήριο, το έγκλημα, το κοινωνικό περιθώριο, η ποπ κουλτούρα, οι θεωρίες συνωμοσίας, τα παιχνίδια ρόλων (RPG) και άνθρωποι, κυριολεκτικά και μεταφορικά, χαμένοι.
«Μεγάλωσα σε ένα μικρό χωριό της Βορειοανατολικής Αγγλίας, κοντά σε πόλεις όπως το Μίντλσμπρο ή το Νιούκασλ, σε μια ύπαιθρο δηλαδή που δεν απείχε απελπιστικά από αστικές και βιομηχανικές ζώνες. Η μητέρα μου δασκάλα, ο πατέρας μου ταχυδρόμος. Είμαι ο πιο μεγάλος από τέσσερα αδέλφια. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου διάβαζα πολύ, άκουγα μουσική, έβλεπα ταινίες. Θαύμαζα τον Στίβεν Σπίλμπεργκ, αλλά εκείνη την εποχή δεν είχα τα χρήματα να αγοράσω κάμερα… Ημουν πάντως περίεργος και αχόρταγος, ήθελα να καταναλώσω όσο περισσότερη κουλτούρα μπορούσα» περιγράφει ο Αλιστερ ΜακΝτάουαλ. Το θέατρο όμως πώς προέκυψε; «Στο σχολείο είχα έναν εξαιρετικό καθηγητή που δίδασκε και μας έκανε θέατρο. Μέσα από την ενθάρρυνσή του, όχι μόνο πήρα να διαβάζω όλο και περισσότερα θεατρικά κείμενα αλλά και να σκαρώνω, μεταξύ άλλων, τα δικά μου. Νομίζω ότι, συνειδητά, έγραψα το πρώτο σε ηλικία 16 ετών. Εβρισκα κάτι το ξεχωριστό και το ελκυστικό στους τρόπους με τους οποίους (συν)ομιλούν οι άνθρωποι. Παράλληλα, διαπίστωνα έκπληκτος πόσο ανοιχτή ήταν η δραματουργική φόρμα, κάτι που στα μάτια μου δεν είχε κανένα όριο, πίστευα ότι μπορούσα να κάνω ό,τι ήθελα! Τότε, βέβαια, πριν από τις σπουδές στο πανεπιστήμιο, η πλειονότητα των γραπτών μου έμοιαζε κάπως με το «The Breakfast Club» (1985) του Τζον Χιουζ, οι ιστορίες περιστρέφονταν γύρω από εφήβους που απλώς μαζεύονταν και κουβέντιαζαν. Υστερα το βλέμμα μου διευρύνθηκε, από κείμενα και παραστάσεις πια, ήρθαν λ.χ. ο Σάμιουελ Μπέκετ και η Σάρα Κέιν, αλλά και πολυσχιδείς καλλιτέχνες όπως η Λόρι Αντερσον. Πειραματιζόμουν και συγχρόνως συνειδητοποιούσα σταδιακά πόσο μου ταίριαζε, πόσο λειτουργική ήταν για εμένα η θεατρική γραφή. Ενας πλατύς ορίζοντας απλωνόταν μπροστά μου, ένα σύμπαν απέραντο που λαχταρούσα να το εξερευνήσω. Ετσι ένιωθα. Και για να είμαι ειλικρινής, έτσι νιώθω και τώρα. Ακόμη και αν όλα καταρρεύσουν αύριο, εγώ θα συνεχίσω να γράφω, όποτε θέλω, όπου θέλω, όπως θέλω. Θα μπορούσα απλώς να ανεβάζω τα έργα στο σαλόνι μου και να προσκαλώ το κοινό. Το θέατρο παραμένει η πιο εφικτή και δημοκρατική τέχνη. Μου αρέσει αυτό και δεν το ξεχνώ ποτέ» είπε ο νεαρός δημιουργός, σκιαγραφώντας το υπόβαθρό του.
Ο ίδιος, όπως τόνισε, δυσκολεύεται να μιλήσει για τα έργα του. «Πώς να περιγράψεις πώς αναδύεται ένα έργο; Είμαι πολύ κακός σε αυτό, αλήθεια. Επειδή, απ’ όσο εικάζω, βυθίζομαι σε κάτι και μετά ο εγκέφαλός μου αποβάλλει όλες τις σχετικές λεπτομέρειες. Τι να πω, είναι πάντοτε σαν μια συναρμολόγηση από τεμαχισμένα και διασκορπισμένα πράγματα που από ένα σημείο και μετά αρχίζουν να τρώνε το ένα το άλλο». Με την «Pomona», του επισημάναμε, αποκλείεται να συνέβη κάτι εντυπωσιακά αλλιώτικο. «Ενόσω ήμουν στο Λονδίνο, στο πλαίσιο ενός προγράμματος του Εθνικού Θεάτρου, συνέθετα ένα μεγάλο και περίπλοκο ιστορικό έργο – για να καταλάβετε, ακόμη το δουλεύω περιστασιακά, δεν έχω ξεμπερδέψει. Είχα μπουχτίσει όμως με την εξαντλητική έρευνα και τους χαρακτήρες του. Αποφάσισα πως ό,τι θα έκανα μετά θα ήταν το άκρως αντίθετο! Τότε σχηματίστηκε στο μυαλό μου η ιδέα για την Pomona, αυτό το πραγματικό σημείο στο κέντρο του Μάντσεστερ που ανέκαθεν με σαγήνευε και ερέθιζε τη φαντασία μου. Ενας αλλόκοτος, κενός χώρος, ένα μέρος-φάντασμα στην καρδιά της πόλης. Τι είδους ιστορία θα μπορούσε να ξεδιπλωθεί εκεί; Διαισθανόμουν κάτι χωρίς πλοκή περίπου, κάτι που θα ήταν σχεδόν μόνο ατμόσφαιρα, κάτι ελεύθερο και άγριο και ακατέργαστο και έμμεσο. Διαμορφώθηκε εν τέλει μια περίπλοκη δομή, με αφηγηματικούς κύκλους και τον χρόνο σε λούπα, αλλά δεν νομίζω ότι θα γραφόταν ποτέ αλλιώς. Διότι αν γραφόταν αλλιώς, στρωτά και γραμμικά, θα έχανε τη βασική του ποιότητα, να είναι καθηλωτικό σε μια συνεχή ροή, να μοιάζει με αστυνομική ιστορία στην οποία ο ντετέκτιβ είναι ουσιαστικά το κοινό. Εξακολουθώ να βλέπω την παράξενη ενέργεια που αποπνέει αυτό το έργο. Σαν να έχουν πέσει εκεί μέσα όλα, δίνει την εντύπωση του παραγεμισμένου, του πλημμυρισμένου. Και του χαοτικού, συνεπώς. Τότε τι να συλλογιζόμουν άραγε; Ισως εκείνο το είδος γενικευμένης ανησυχίας, ένα κράμα νευρικότητας και άγχους που θεωρούσα ότι κυριαρχούσε παντού και βασάνιζε τόσο εμένα όσο και τους άλλους. Κάτι προβληματικό σε σχέση με τη σύγχρονη ζωή, τον τρόπο που προσλαμβάνουμε τον κόσμο, το Διαδίκτυο και τον ψηφιακό μετασχηματισμό, τον καπιταλισμό εν τέλει έτσι όπως έχει καταντήσει. Οταν έγραφα την «Pomona» πίστευα ότι αποτύπωνα τη στιγμή, ιστορικά και ψυχολογικά» τόνισε ο ΜακΝτάουαλ.
Μια λεπτομέρεια εδώ, ένας από τους ήρωές του αδυνατεί να ακουμπήσει τους άλλους ανθρώπους. Κάτι τέτοια, ιδίως στον απόηχο της πανδημίας, προσδίδουν στην «Pomona» και μια επικαιροποιημένη αύρα δυστοπίας, σχολίασα. «Αν σας πω ότι σε μια αρχική εκδοχή του έργου υπήρχε και ένας επικίνδυνος ιός; Και ένα κανονικότατο φάντασμα; Τα αφαίρεσα αυτά αργότερα…» γέλασε. «Γράφεις κάτι και δεν ξέρεις ούτε πού θα καταλήξει ούτε πώς θα το προσεγγίζουν οι άλλοι. Ξέρετε, μου προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι εξακολουθώ να μιλάω για αυτό το έργο εν έτει 2023. Φαίνεται όμως ότι η «Pomona» κάτι λέει στους θεατές για την πραγματικότητα που βιώνουν ή ότι έχει καταστεί πιο σχετική με όσα συντελούνται γύρω μας επειδή θίγει διάφορα ζητήματα που δεν είναι ευχάριστα. Αφενός, είναι ένα περίεργο και ιδιόρρυθμο έργο. Αφετέρου, δεν νομίζω ότι μοιάζει με κάποιο άλλο, είναι αρκούντως μονήρες. Σκέφτομαι τώρα τους ήρωες, είναι άτομα που ξέρουν πολλά, έχουν μια άνεση να συγκεντρώνουν πληροφορίες και δεδομένα για το οτιδήποτε. Ταυτόχρονα είναι εντελώς ανήμποροι να πλησιάσουν και να συσχετιστούν με ένα άλλο ανθρώπινο ον, είτε φυσικά είτε συναισθηματικά. Ολοι νιώθουν περιορισμένοι, αποξενωμένοι και απομονωμένοι από τους άλλους. Αυτό δεν είναι κάπως δυστοπικό από μόνο του; Ομως θα υπερασπιστώ και λίγο την «Pomona», δεν είναι τελείως ζοφερή, ούτε αποπνικτική. Υπάρχει και χιούμορ, ορισμένες εκλάμψεις φωτός, ενώ το τέλος, όλως παραδόξως, είναι λίγο αισιόδοξο. Θα έλεγα ότι συμπυκνώνεται σε εκείνον τον ήρωα ο οποίος στο τέλος αισθάνεται λύπη. Το να αισθάνεσαι κάτι από το να μην αισθάνεσαι απολύτως τίποτα συνιστά για εμένα πρόοδο!» ανέφερε ο ΜακΝτάουαλ.
Στην «Pomona» εμφανίζεται, με τον τρόπο του, και ο αμερικανός συγγραφέας Χ.Φ. Λάβκραφτ. «Ναι, τον διάβαζα πολύ τότε, καθώς έγραφα. Σου μεταδίδει απαράμιλλα εκείνον τον απροσδιόριστο τρόμο που ελλοχεύει και επίκειται συνάμα… Το στοιχείο του φανταστικού – προσέξτε, όχι κάτι το φουτουριστικό, ούτε η επιστημονική φαντασία, ασχέτως αν έχω τοποθετήσει ένα έργο μου σε διαστημικό σταθμό! – με ενδιαφέρει πολύ γιατί, ενταγμένο σε μια παράλληλη θεατρική συνθήκη, δίπλα στη δική μας πραγματικότητα, μπορεί να προσφέρει και μια εναλλακτική παρηγοριά και έναν καθρέφτη για να δούμε πώς υπάρχουμε. Στο θέατρο δεν παρουσιάζουμε τη ζωή όπως είναι στην επιφάνειά της, αλλά όπως βιώνεται στο βάθος της. Κι αν εγώ επιχείρησα στην «Pomona» να ακτινογραφήσω κάπως τον ακατονόμαστο τρόμο που μας ζώνει και μας σημαδεύει σήμερα, προτίμησα να το κάνω εμφανίζοντας, τρόπον τινά, και ένα τέρας του Χ.Φ. Λάβκραφτ στη σκηνή. Τι πιο άμεσο από αυτό;» διερωτήθηκε και στη συνέχεια χαρακτήρισε το έργο του «έναν απροσδόκητο συνδυασμό Κόρμακ Μακάρθι και ιαπωνικών άνιμε», μεταξύ άλλων. «Με όσα γράφω, έχω την αίσθηση ότι τείνω προς κάτι που ωστόσο δεν αποκρυσταλλώνεται. Συνεχίζω πάντως. Δοκιμάζω τα όρια της θεατρικής αφήγησης; Δεν ξέρω. Αν πάντως το κάνω, ο τρόπος μου είναι κάπως αβέβαιος και ακροβατικός. Είμαι υπέρ των ερωτήσεων και της περιπέτειας, όχι των καθαρών στόχων, καλλιτεχνικών ή πολιτικών. Αν κάθε φορά που έγραφα έπρεπε να συνεκτιμήσω τις ευρύτερες συνέπειες αυτού του πράγματος, μάλλον δεν θα έγραφα ποτέ τίποτα».