Κάτι έχουµε διαβάσει και εµείς, κάπου έχουµε ταξιδέψει (µεταξύ άλλων στην Ιταλία), κάτι έχουµε µάθει. Ανάµεσα στις πιο χρήσιµες γνώσεις µου, καθότι µακαρονολάτρης, η εκµάθηση από βέρους ιταλούς φίλους της παρασκευής σπιτικών ζυµαρικών: Για δύο µερίδες (γιατί δεν είναι ωραίο να τρως µόνος) εκατό γραµµάρια αλεύρι (ή αλεύρι και σιµιγδάλι) και ένα αβγό µού είπαν µε αυστηρότητα – την αυστηρότητα µε την οποία οι Ιταλοί ακολουθούν στις συνταγές, σε αντίθεση µε τους Ελληνες που άλλος προσθέτει λίγη ζάχαρη, άλλος λίγη ρίγανη, άλλος λίγο από το φαγητό που του έχει περισσέψει από προχθές…«Να µη βάλω και λίγο φρεσκοτριµµένο πιπέρι;» ρώτησα, για να πάρω ως απάντηση ένα παγωµένο βλέµµα. «Πιπέρι όχι µέσα στη ζύµη, µόνο από πάνω, στο σερβίρισµα». Ετσι µε έµαθαν, έτσι τα κάνω, αν και, µεταξύ µας, θα παραδεχτώ πως ως γνήσιος Ελληνας δεν κρατήθηκα και έχω κάνει διάφορες παραλλαγές, µε πιπέρι, µε κύµινο, µε αποξηραµένο άνηθο κ.λπ. Αλλες πέτυχαν, άλλες όχι, δεν είναι όµως της παρούσης. Για να επιστρέψω στο θέµα µας, επειδή ξέρω να τα φτιάχνω, ξέρω και πόσο στοιχίζουν. Ελάχιστα. Αντε λίγο παραπάνω αν χρησιµοποιήσεις αβγό βιολογικό και αλεύρι από τον πετρόµυλο του παππού ή αλεσµένο στο φως της πανσελήνου από παρθένες τις Τριχωνίδας. Το µεγαλύτερο έξοδο είναι η σάλτσα, και πάλι ανάλογα µε το τι θα της βάλεις, γιατί αν κάνεις το απλό λάδι-σκόρδο (aglio e olio) και πάλι διεκδικείς το βραβείο «ο πιο οικονόµος και µαγκιόρος µάγειρος της γειτονιάς» µε τεράστιες πιθανότητες να το κερδίσεις. Ακριβώς επειδή το κόστος για την παρασκευή δύο πιάτων µακαρόνια είναι χαµηλό και το ξέρω, όταν προχθές στο πολυδιαφηµισµένο και πολυπαινεµένο ιταλικό που πήγα µου χρέωσαν µία µερίδα µακαρόνια µε τέσσερα ντοµατίνια (τα µέτρησα!) και χωρίς παρµεζάνα (δεν ήθελα τυρί) 14 ευρώ, µου κόπηκε η όρεξη. Από δίπλα κουβέρ, εµφιαλωµένα νερά (που τα έφερναν χωρίς να µας δώσουν τη δυνατότητα επιλογής καράφας από τη βρύση, γιατί ως γνωστόν το νερό της Αθήνας δεν πίνεται) και ορεκτικά εξίσου πανάκριβα. Πληρώσαµε έναν σκασµό λεφτά σε ένα τραπέζι χωρίς καθόλου κρέας, σε ένα µαγαζί χωρίς σπουδαίο σέρβις, για να φάµε µερίδες παιδικές ως προς το µέγεθος (φύγαµε και οι έξι της παρέας πεινώντας) αλλά και για να µπουχτίσουµε δηθενιά. Στο τέλος δεν κέρασαν ούτε µια γουλιά λιµοντσέλο για να πάει κάτω η πίκρα. «Καλά να πάθεις που πήγες να φας µακαρόνια έξω», όπως θα έλεγε και µια φίλη που επιµένει πως τα ζυµαρικά και είναι υπερτιµολογηµένα στα εστιατόρια της Αθήνας και «δεν υπάρχει λόγος να τα χρυσοπληρώνεις έξω όταν µπορείς εύκολα να τα φτιάξεις στο σπίτι σου». Να πω πως δεν έχει δίκιο; Τελευταία παρατήρηση και σας αφήνω να φτιάξετε τα δικά σας ζυµαρικά (100 γραµµάτια αλεύρι και ένα αβγό, είπαµε) ή να τα απολαύσετε στην αγαπηµένη σας τρατορία (υπάρχουν υποθέτω και εκείνες που σέβονται τους πελάτες τους): Το εστιατόριο ήταν γεµάτο κόσµο και είχε σταµατήσει να δέχεται κρατήσεις γιατί θα ήταν φίσκα και την επόµενη ηµέρα. «Δεν υπάρχει ούτε ένα τραπέζι για δύο; Την προηγούµενη φορά µου είχατε βρει» εκλιπαρούσε µια κυρία στην είσοδο. Και να σε κλέβουν, και να τους παρακαλάς να συνεχίσουν!
Έντυπη έκδοση
BHMAgazino
Έντυπη έκδοση