Τι χρειάζεστε για να γράψετε;
«Εναν υπολογιστή. Παλαιότερα έγραφα σε γραφομηχανή, από μικρός δηλαδή. Γιατί πάντα υπήρχε στο σπίτι μια γραφομηχανή λόγω του δικηγορικού γραφείου του πατέρα μου (σ.σ.: πρόκειται για τον λογοτέχνη Ασημάκη Πανσέληνο). Τα απογεύματα καθόμουν και δαχτυλογραφούσα εκεί τα δικά μου «αριστουργήματα». Επίσης, χρειάζομαι ένα φλιτζάνι καφέ και, όταν κάπνιζα, την πίπα μου».
Δικηγορούσατε για χρόνια και ενώ γράφετε από τα 15 σας εκδώσατε το πρώτο βιβλίο, τις «Ιστορίες με σκύλους», στα 39 σας χρόνια. Γιατί;
«Δεν ήθελα να βιαστώ».
Υπήρχε όμως κάποιος ιδιαίτερος λόγος πίσω από αυτή την απόφαση;
«Είχα διαβάσει πολλή λογοτεχνία και αν θέλετε είχα διαμορφώσει κριτήρια κάπως αυστηρά. Δεν ήθελα επ’ ουδενί να βγω με κάτι το πρωτόλειο. Και νομίζω ότι η πεζογραφία θέλει μια ωριμότητα, εκτός και αν είσαι ο Ραντιγκέ. Επίσης, είχα την αποδοχή του κύκλου μου, δηλαδή αυτά που έγραφα τα διάβαζαν οι φίλοι μου. Και ησύχαζα μέσα μου ότι είμαι κάπως καλός, ότι θα γράψω κάποια στιγμή κάτι σπουδαίο. Θυμάμαι ο πατέρας μου όταν βγήκε το βιβλίο μου προσπαθούσε να ακούσει τι λέει ο Κοτζιάς, ο Κουμανταρέας, και μού τα μετέφερε. «Είδες, είδες» του έλεγα. «Ενα πρώτο βιβλίο όλοι το γράφουνε. Από το δεύτερο θα δούμε» απάντησε».
Ποιος διαβάζει πρώτος τα γραπτά σας;
«Στάθηκα τυχερός με τους γάμους μου. Η πρώτη μου σύζυγος – έφυγε από τη ζωή το 2008 – διάβαζε πρώτη τα γραπτά μου. Το ίδιο κάνει και η Λουκία (πρόκειται για τη λογοτέχνη Λουκία Δέρβη) και μου κάνει παρατηρήσεις εύστοχες, αν και ανήκουμε σε τελείως διαφορετική λογοτεχνική γενιά. Στάθηκα τυχερός και με τις δύο. Οχι βέβαια ότι διαλέγω τις συντρόφους μου με βάση αυτό…».
Εχετε ακούσει ποτέ αναγνώστη να μιλά τυχαία για εσάς;
«Οταν εξέδωσα το πρώτο μου βιβλίο πήγαινα και στεκόμουν στο βιβλιοπωλείο του Κέδρου, μήπως ακούσω κάποιον να λέει κάτι. Δεν έτυχε. Εκείνο όμως το πρώτο καλοκαίρι, κολυμπώντας στη θάλασσα στη Μυτιλήνη, άκουσα δυο γυναίκες να λένε η μία στην άλλη με μυτιληνιό ιδίωμα: «Διάβασες τον καινούργιο Πανσέληνο;». «Διάβασα, αλλά τρόμαξα. Πού εκείνη η γλύκα του Ασημάκη!». Με συνέκρινε με τον πατέρα μου και με βρήκε αγριωπό και δύσκολο».
Βλέπετε όνειρα;
«Πολλά. Τόσο πολλά που δίνουν την εντύπωση ενός κατακερματισμένου μυθιστορήματος σε συνέχειες. Εκτός από τα συνήθη αγωνιώδη, ότι βγαίνω για παράδειγμα στον δρόμο χωρίς παντελόνι, υπάρχουν και άλλα πολύ γλυκά. Οπως ένα με τη μητέρα μου στο οποίο πηγαίνουμε σε ένα ξενοδοχείο στον Πόρο και εγώ περπατώ στην παραλία ελπίζοντας να συναντήσω εκείνη την κοπέλα που ήμουν ερωτευμένος μαζί της στα 20 μου χρόνια και η οποία συνδεόταν με τον Πόρο. Αυτά τα όνειρα τα βλέπω σαν λογοτεχνικό υλικό. Ισως τα εκμεταλλευτώ».
Στο τελευταίο σας βιβλίο, με τίτλο «Eλαφρά ελληνικά τραγούδια» (εκδ. Μεταίχμιο), γυρνάτε πίσω στη δεκαετία του ’50. Γιατί;
«Στην ηλικία που βρίσκομαι εγώ σήμερα καθένας συχνά γυρνά πίσω στην παιδική του ηλικία. Πλέον ξέρω τι κρύβεται πίσω από αυτές τις εικόνες: από τους αναπήρους πολέμου που ζητιάνευαν σε κάθε γωνιά, από τα τριμμένα ρούχα, σε μια μαύρη Αθήνα μετά το τέλος του Εμφυλίου και το κυνήγι των αριστερών. Και την ίδια εκείνη δεκαετία να ακούγονται αυτά τα ελαφρά, χαρούμενα τραγούδια σαν ένα αίτημα του κόσμου να αλλάξει ζωή».
Στο βιβλίο η μυθοπλασία διαπλέκεται με την πραγματικότητα. Από τις σελίδες σας περνά ο Σκαρίμπας, ο Ρίτσος, η Μερκούρη, ενώ ο χαρακτήρας του δικηγόρου Ρώτα μοιάζει πολύ στον πατέρα σας.
«Καμιά φορά τα βιώματα ξεπηδούν από μόνα τους. Δεν μου αρέσει όμως να αυτοβιογραφούμαι. Πράγματι, ο Ρώτας έχει κάποια στοιχεία του πατέρα μου. Αλλά, για παράδειγμα, ο πατέρας μου στο ταξίδι του στη Γαλλία είδε από μακριά μόνο τον Σαρτρ, δεν μίλησε ποτέ μαζί του όπως στο βιβλίο, ούτε η Γκρεκό αποκάλεσε τη μητέρα μου «beauté grecque«».
Ως παιδί αριστερού βουλευτή το ’50 νιώσατε φόβο;
«Ο πατέρας μου ήταν κατά βάση σοσιαλιστής. Για τους κομμουνιστές λοιπόν ήταν πράκτορας της Intelligence Service και για τους δεξιούς κομμουνιστής. Οταν μαθεύτηκε ότι εκτελέστηκε ο Μπελογιάννης θυμάμαι μια εντυπωσιακή σιωπή στο σπίτι. Χτύπησε δυο-τρεις φορές το τηλέφωνο. Δεν το σήκωνε κανείς. Υπήρχε μια ατμόσφαιρα πένθους αλλά και φόβου».
Η τότε Αριστερά έχει σχέση με τη σημερινή κυβερνώσα;
«Κάποιος είπε ότι η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού και ως προς αυτό η τότε ηγεσία του κομμουνιστικού κόμματος ήταν εκτός πραγματικότητας. Η δε σημερινή Αριστερά ψηφίστηκε για να δώσει μια άλλη λύση που αποδείχτηκε επίσης εκτός πραγματικότητας. Πλέον νομίζω ότι προσπαθεί να μετριάσει το αριστερό της πρόσημο και να κάνει μια στροφή στη Σοσιαλδημοκρατία. Για μια τέτοια στροφή, όμως, απαιτείται μια άλλη αντίληψη που φοβάμαι ότι απουσιάζει. Η Αριστερά είναι μαθημένη στην αντιπολίτευση. Το να κυβερνάς είναι διαφορετική υπόθεση».