Στη σκηνή μοιάζει με κορίτσι, με μια νέα τραγουδίστρια που γεμάτη ενέργεια και ταλέντο κάνει τώρα τα πρώτα της βήματα για να εντυπωσιάσει εύκολα με την όμορφή της φωνή της και την υποκριτική άνεσή της. Και όμως, η Αλεξάντρα Κούζακ έχει ήδη πίσω της σχεδόν 25 χρόνια διεθνούς καριέρας και ένα ρεπερτόριο με περίπου 70 ρόλους! Στα 45 της χρόνια η πολωνή υψίφωνος έχει τραγουδήσει παντού, στα μεγαλύτερα θέατρα της υφηλίου, (σχεδόν) τα πάντα: Από την Τζίλντα στον «Ριγκολέτο» ως τη Ρασέλ στην «Εβραία», από τη Βασίλισσα της Νύχτας στον «Μαγικό αυλό» ως την «Τραβιάτα» και από τη Σουζάνα στους «Γάμους του Φίγκαρο» ως την Ελιζαμπέτα στον «Ντον Κάρλο»! Εχοντας πολύ πρόσφατα ερμηνεύσει τη δραματική «Τόσκα» του Πουτσίνι και την ανάλαφρη-κωμική Αντίνα από το «Ελιξίριο του έρωτα» του Ντονιτσέτι στη Μετροπόλιταν Οπερα της Νέας Υόρκης (δύο ρόλους που μόνο μια τραγουδίστρια-χαμαιλέοντας όπως εκείνη θα μπορούσε να φέρει εις πέρας με επιτυχία την ίδια χρονική περίοδο), η τολμηρή, δυναμική και γενναιόδωρη Κούζακ κάνει τώρα το ντεμπούτο της στην Ελλάδα: Με τον σύζυγό της, τον επίσης διάσημο τενόρο Ρομπέρτο Αλάνια, θα εμφανιστούν στο Ηρώδειο το Σάββατο 17 Ιουνίου, γεγονός που μας έδωσε την αφορμή για μια ενδιαφέρουσα, ελπίζουμε, συζήτηση μαζί της. Η βραδιά είναι αφιερωμένη στα εκατό χρόνια από τη γέννηση της Μαρίας Κάλλας και πραγματοποιείται στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου με τη φροντίδα του Ελληνικού Συλλόγου «Μαρία Κάλλας» και με τη συμμετοχή της Συμφωνικής Ορχήστρας Δήμου Αθηναίων υπό τη διεύθυνση του Νάιντεν Τοντόροβ.

Οπότε, µια και θα τραγουδήσετε για τη Μαρία Κάλλας, θα ξεκινήσω από µια µάλλον προβλέψιµη ερώτηση: Τι πιστεύετε ότι έκανε την εν λόγω υψίφωνο θρυλική παρουσία στην ιστορία της όπερας;

«Για εμένα η Μαρία Κάλλας δεν είναι μόνο μια θρυλική φιγούρα της όπερας αλλά και μια θρυλική μορφή της κοινωνίας εκείνης της εποχής. Εκτός από σπουδαία τραγουδίστρια, υπήρξε μια από τις πρώτες που βγήκαν από το κουκούλι του κλασικού ρεπερτορίου για να φτάσουν στο επίπεδο αναγνωρισιμότητας των διασημοτήτων του Χόλιγουντ, στον κόσμο των ειδώλων και των σταρ του κινηματογράφου. Κατάφερε να συνδυάσει την επιτυχία μιας λυρικής τραγουδίστριας, μιας ηθοποιού και ενός παγκοσμίου φήμης icon, κάτι που μετά από εκείνη θα έλεγα πως το κατάφερε μόνο ο Λουτσιάνο Παβαρότι. Στην όπερα ήταν προφανώς μεγάλη πηγή έμπνευσης και επιρροής χάρη στις εξαιρετικές ερμηνευτικές της ικανότητες. Τη θαυμάζω επίσης για τη σημασία που έδινε στα λόγια, σε αυτό που τραγουδούσε. Επέλεγε να θυσιάσει μερικές φορές την ομορφιά του ήχου για να επιτύχει την απόλυτα σωστή έκφραση των συναισθημάτων των χαρακτήρων που ερμήνευε».

Εσείς πότε συνειδητοποιήσατε για πρώτη φορά ότι θέλατε να γίνετε τραγουδίστρια της όπερας; Ξέρω ότι και οι δύο γονείς σας ήταν µουσικοί…

«Οπως είπατε, ακριβώς επειδή οι γονείς μου ήταν μουσικοί – η μητέρα μου τραγουδίστρια όπερας, ο πατέρας μου έπαιζε γαλλικό κόρνο στην ορχήστρα -, η μουσική ήταν πάντα το φυσικό περιβάλλον μου. Η καθημερινότητά μου. Πολύ απλά δεν μπορούσα να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς μουσική. Ηταν και είναι κάτι φυσιολογικό που θα έπρεπε να υπάρχει στη ζωή όλων. Δεν θυμάμαι ακριβώς την πρώτη φορά που είπα ότι θα ήθελα να γίνω τραγουδίστρια όπερας. Θυμάμαι όμως ότι τα πρώτα CDs όπερας που αγόρασα ως έφηβη ήταν η «Καβαλερία Ρουστικάνα» και οι «Παλιάτσοι» με την Κάλλας και η «Τόσκα» με τη Λεοντίν Πράις. Ακουγα πολλή μουσική, πήγαινα συχνά στην όπερα και μάθαινα βιολί. Η ιδέα να γίνω τραγουδίστρια ήρθε αρκετά ομαλά και φυσικά. Ως η κατάληξη μιας μακροχρόνιας σχέσης η οποία γίνεται απαραίτητο συστατικό της ζωής σου. Μια μέρα συνειδητοποιείς πως δεν μπορείς να κάνεις χωρίς αυτή».

Ποιοι καλλιτέχνες σάς έχουν επηρεάσει περισσότερο;

«Αυτή είναι μάλλον μια δύσκολη ερώτηση, γιατί σε όλη μου τη ζωή προσπαθούσα να αποφεύγω τις επιρροές. Οταν ήμουν μικρή, άκουγα τους πάντες. Η μητέρα μου λάτρευε την Κάλλας. Μου άρεσαν και η Μιρέλα Φρένι, η Μονσεράτ Καμπαγιέ, η Ρενάτα Σκότο… Δεν θα έλεγα όμως ότι με επηρέασαν. Ειλικρινά, πιστεύω ότι δεν επηρεάστηκα από κανέναν που όσους έχω ακούσει. Εμπνεύστηκα πολύ από αυτούς, αλλά ούσα μουσικός και έχοντας ξεκινήσει να μαθαίνω βιολί και πιάνο από την ηλικία των επτά ετών, ανέπτυξα τη δική μου μουσική προσωπικότητα. Θα έλεγα πως περισσότερο επηρεάστηκα από τον ήχο της ορχήστρας παρά από τη φωνή κάποιου τραγουδιστή».

Εχετε εξαιρετικά µεγάλο ρεπερτόριο! Ποιος ήταν ο πιο απαιτητικός ρόλος σας µέχρι τώρα;

«Είναι πράγματι πολύ μεγάλο, με σχεδόν 70 ρόλους όπερας μέχρι στιγμής. Είναι δύσκολο να μιλήσω για βαθμούς δυσκολίας γιατί εξελισσόμαστε, αλλάζουμε, αλλάζει η τεχνική μας, η γνώση του σώματός μας… Επιπλέον γερνάμε, οπότε κάτι που ήταν εύκολο μπορεί να γίνει με τον καιρό πιο δύσκολο. Ή κάτι που πιστεύαμε ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι δυνατό ξαφνικά μπορούμε να το κάνουμε. Οταν τραγουδούσα μόνο ρόλους σοπράνο κολορατούρας, η Βασίλισσα της Νύχτας από τον «Μαγικό αυλό» του Μότσαρτ ήταν κάτι πολύ προκλητικό για εμένα, κάτι που με άγχωνε. Αλλάζοντας ρεπερτόριο και πηγαίνοντας περισσότερο προς την κατεύθυνση της λυρικοδραματικής υψιφώνου, θυμάμαι την πρώτη πρόβα με ορχήστρα στους «Παλιάτσους», όπου τραγουδούσα τη Νέντα. Στο τέλος του πρώτου μέρους είπα στον εαυτό μου: «Ωχ! Πώς θα συνεχίσω; Είμαι τόσο κουρασμένη!». Εκείνη την εποχή, αφού προηγουμένως είχα τραγουδήσει πολλές όπερες Μότσαρτ, μπαρόκ και μπελκάντο, άγγιζα για πρώτη φορά τον βερισμό και επειδή έχω ταμπεραμέντο, έβαζα όλα μου τα συναισθήματα, όλη μου την ενέργεια σε αυτό που έκανα, χωρίς να γνωρίζω πως το απόλυτο δόσιμο μπορεί να γίνει καταστροφικό. Τότε κατάλαβα ότι πρέπει να κρατάω τα συναισθήματά μου υπό έλεγχο. Η Νέντα έγινε ένας από τους αγαπημένους μου ρόλους και τον τραγούδησα τελευταία μαζί με τη Σαντούτσα από την «Καβαλερία Ρουστικάνα» στη Βασιλική Οπερα του Λονδίνου. Σήμερα θα έλεγα ότι ο πιο απαιτητικός ρόλος μου είναι η «Μαντάμα Μπατερφλάι» του Πουτσίνι: ένα βουνό συναισθημάτων, ένα πολύ μεγάλο, ατελείωτο έργο, που απαιτεί αντοχή, αυτοπεποίθηση, πίστη στις δυνάμεις σου. Και που όταν είσαι μητέρα, σου επιφυλάσσει μια εξαιρετικά δύσκολη, όχι μόνο φωνητικά αλλά και συναισθηματικά, τελική σκηνή. Εκλαιγα πάντα παρακολουθώντας αυτή την όπερα, ακόμα και όταν ήμουν παιδί. Πρέπει όμως να γίνεις μητέρα για να καταλάβεις, για να νιώσεις τι σημαίνει να χάνεις το παιδί σου, όπως το χάνει η Μπατερφλάι».

Να υποθέσω, από τον τρόπο µε τον οποίο αναφέρεστε σε αυτήν, πως εκτός από πιο δύσκολη είναι και η πιο αγαπηµένη σας όπερα;

«Ναι! Η «Μπατερφλάι» και η «Τόσκα» ήταν πάντα οι μεγάλοι ρόλοι των ονείρων μου. Νόμιζα ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να τους ερμηνεύσω στη σκηνή και αυτή την περίοδο που το κάνω είμαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο. Ο Πουτσίνι είναι ο πιο αγαπημένος μου συνθέτης, λόγω της ομορφιάς της μουσικής του, των ιστοριών, των συναισθημάτων, του δράματος. Εχει μια αλήθεια που ταιριάζει στην προσωπικότητά μου. Οταν τραγουδάς Πουτσίνι, δεν είσαι ένας τραγουδιστής που συνοδεύεται από μια ορχήστρα, αλλά νιώθεις μέρος ενός ολόκληρου σύμπαντος, νιώθεις ότι μπορείς να φτιάξεις κάτι σημαντικό μαζί με τους άλλους μουσικούς».

Πώς προετοιµάζεστε για µια παράσταση; Πώς διαχειρίζεστε το τρακ;

«Ποτέ δεν έπαθα αυτό που λένε «τρόμο της σκηνής». Μπορεί να είμαι λίγο νευρική. Αν και αυτό είναι περισσότερο ένα είδος ενθουσιασμού, ανάλογα με τον ρόλο που τραγουδάω. Θυμάμαι ότι το είχα όταν ήμουν επτά και οκτώ χρόνων και έπαιζα βιολί, φοβόμουν τρομερά στις πρώτες μου συναυλίες, αλλά τη στιγμή που πάτησα στη σκηνή της όπερας είχα ήδη πίσω μου 16 χρόνια μουσικής εκπαίδευσης, πολλές συναυλίες, διαγωνισμούς κ.λπ., οπότε όλα ήταν διαφορετικά. Ημουν απλά πολύ χαρούμενη που βρισκόμουν εκεί. Οσον αφορά την ψυχική και συναισθηματική μου προετοιμασία για μια παράσταση, δεν κάνω τίποτα. Το πιο σημαντικό πράγμα για εμένα είναι ένας καλός ύπνος. Αν έχω κοιμηθεί καλά, δεν με απασχολεί αυτό που με περιμένει το βράδυ. Είμαι ένας πολύ φυσιολογικός άνθρωπος, κάνω πολλά πράγματα στο σπίτι, ως μητέρα και σύζυγος. Μου αρκεί μια ώρα πριν από την παράσταση, όταν είμαι στο καμαρίνι μου. Και ακόμα και εκεί μιλάω με τον make-up artist μου, διασκεδάζω… Και όταν βγαίνω στη σκηνή, αφήνω τη μουσική να με παρασύρει και γίνομαι ο χαρακτήρας. Τότε ξεχνώ τα πάντα. Εστιάζω στο τραγούδι μου, στην τεχνική, στον ρόλο που υποδύομαι».

Πέρα από µια καλή τεχνική, τι χρειάζεται για να κάνει κάποιος διεθνή καριέρα;

«Οι φωνητικές ικανότητες είναι εξαιρετικά σημαντικές. Πρέπει να είσαι καλός τραγουδιστής, να έχεις καλή τεχνική, να είσαι καλός μουσικός… Και, επιπλέον, αν μπορείς, να είσαι και καλός ηθοποιός, να γνωρίζεις πώς να κινείσαι στη σκηνή. Κατά τα άλλα, έχοντας πίσω μου 25 χρόνια επαγγελματικού τραγουδιού, θα έλεγα ότι η διεθνής καριέρα είναι τύχη, μόνο τύχη. Δεν φαντάζεστε πόσοι υπέροχοι τραγουδιστές, πόσοι υπέροχοι μουσικοί, δεν είχαν αυτή την τύχη και δεν τους ξέρουμε, δεν γνωρίζουμε την ύπαρξή τους».

Εχετε κάνει αρκετές ηχογραφήσεις. Σας αρέσει να τις ακούτε;

«Δεν μου αρέσει να ακούω τον εαυτό μου, δεν μου άρεσε ποτέ. Αν και τελευταίως έχω αλλάξει λίγο, οφείλω να ομολογήσω πως βρίσκω περισσότερη ευχαρίστηση ακούγοντας τους δίσκους μου, αλλά γενικά προτιμώ να ακούω ηχογραφήσεις άλλων».

Πώς επηρέασε ο γάµος σας µε τον Ροµπέρτο Αλάνια την καριέρα σας; Και πώς ισορροπείτε την προσωπική και την επαγγελµατική σας ζωή;

«Γνωριστήκαμε στη σκηνή της Βασιλικής Οπερας του Λονδίνου και από εκείνη τη στιγμή έγινε ένα «κλικ», επικοινωνήσαμε και συνεργαστήκαμε ιδανικά. Τώρα, πώς θα μπορούσε η σχέση μας να επηρεάσει την καριέρα μου; Δεν είναι ο άνδρας μου αυτός που μου προσφέρει τα συμβόλαιά μου, ούτε εγώ του προσφέρω τα δικά του. Αυτό που ρυθμίζει την καριέρα μας είναι πρώτα απ’ όλα το τραγούδι μας. Οπως μου λέει επανειλημμένα ο ατζέντης μου: μπορείς να έχεις τον καλύτερο μάνατζερ στον κόσμο, αλλά στη σκηνή είσαι εσύ, εσύ που πρέπει να τραγουδάς καλά για να σε εκτιμούν. Οπότε, τελικά, ο κάθε τραγουδιστής είναι ο μόνος υπεύθυνος για την καριέρα του. Σίγουρα, στην αρχή ο καλός ατζέντης μπορεί να βοηθήσει, μπορεί να σου δώσει ευκαιρίες. Αλλά, τελικά, αν δεν κάνεις καλά τη δουλειά σου, κανείς δεν θα σε βοηθήσει. Κατά τα άλλα, είναι υπέροχο που κάνουμε το ίδιο επάγγελμα, όπως πολλά άλλα ζευγάρια, π.χ. δικηγόροι, γιατροί κ.λπ.».

Υπάρχει πολλή µοναξιά και στο δικό σας επάγγελµα…

«Οι τραγουδιστές της όπερας είμαστε πραγματικά πολύ μόνοι. Και, ειλικρινά, αν δεν βρεις το δεύτερο μισό σου κατά τη διάρκεια των σπουδών σου, μπορεί να είναι πολύ δύσκολο να το βρεις αργότερα. Είμαστε ευλογημένοι όταν βρίσκουμε έναν σύντροφο που μοιράζεται το ίδιο επάγγελμα, την ίδια αγάπη, τις ίδιες χαρές, που καταλαβαίνει τις ανησυχίες μας και με τον οποίο έχουμε κοινά ενδιαφέροντα».

Συµβουλεύετε πάνω στη δουλειά ο ένας τον άλλον; Κριτικάρετε την απόδοσή του;

«Σίγουρα όχι την ημέρα της παράστασης, γιατί θα ήταν άσκοπο. Γενικά δεν μου αρέσει πολύ να μου δίνουν συμβουλές. Πριν από κάθε παράσταση έχω ήδη ακούσει πολλές από τον σκηνοθέτη, από τον μαέστρο, από τους πιανίστες με τους οποίους μελετώ… Με τον Ρομπέρτο απλώς μιλάμε, όπως όλα τα ζευγάρια πίσω στο σπίτι συζητούν για τη δουλειά. Συζητούμε χωρίς να δίνουμε συμβουλές, απλώς μιλάμε και μοιραζόμαστε απόψεις».

Τι συµβουλή θα δίνατε σε άλλους τραγουδιστές της όπερας που συµβιώνουν µε συναδέλφους;

«Δεν χρειάζεται να δώσω συμβουλές σε κανέναν. Ο καθένας είναι υπεύθυνος για τη ζωή του και ο καθένας μας είναι διαφορετικός. Παλαιότερα και εγώ και ο Ρομπέρτο ήμασταν παντρεμένοι με άλλους τραγουδιστές, αλλά ήμασταν και νεότεροι, λιγότερο έμπειροι, δεν λειτουργούσε… Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι μαθαίνουμε από τα δικά μας λάθη».

Εχετε µια κόρη. Πώς ισορροπείτε τις απαιτήσεις της µητρότητας µε την καριέρα σας ως τραγουδίστρια της όπερας;

«Στην πραγματικότητα, δεν «ισορροπώ» τις απαιτήσεις της μητρότητας, η μητρότητα δίνει την ισορροπία στη ζωή μου, αυτή είναι η απάντηση. Τα πρώτα οκτώ χρόνια η Μαλένα ταξίδευε πάντα μαζί μας και εκείνες ήταν οι πιο όμορφες στιγμές στη ζωή μας. Οι δυσκολίες ξεκίνησαν όταν πήρε η ίδια την απόφαση να σταματήσει να ταξιδεύει πολύ για να αφοσιωθεί στο σχολείο της. Τώρα, συχνά περνάμε μεγάλες περιόδους χωριστά. Παρεμπιπτόντως, οφείλω ένα μεγάλο «ευχαριστώ» στους γονείς μου που βοηθούν πολύ. Χωρίς εκείνους δεν θα τα καταφέρναμε. Κατά τα άλλα, όταν είσαι μητέρα αισθάνεσαι διαφορετικά ορισμένα πράγματα, γίνεσαι πιο συναισθηματικός άνθρωπος, καταλαβαίνεις τον κόσμο αλλιώς. Στην περίπτωση που είσαι και καλλιτέχνης, η μητρότητα σου δίνει μια μεγαλύτερη παλέτα χρωμάτων για να παίξεις στη σκηνή».

Πρόσφατα δηµοσιεύσατε και ένα βιβλίο µαγειρικής…

«…το οποίο στην πραγματικότητα δεν είναι βιβλίο μαγειρικής. Είναι ένα βιβλίο για τη μουσική, για τις όπερες, για τους χαρακτήρες που παίζω, λίγο για τη ζωή και την καριέρα μου. Περιλαμβάνει και μερικές αράδες με πιάτα που εμπνέομαι από τις όπερες, από την εθνικότητα των συνθετών ή από τον τόπο όπου διαδραματίζονται οι ιστορίες τους. Η ιδέα ήρθε κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όταν ήμουν στο σπίτι. Αρχισα να δημοσιεύω στο Διαδίκτυο φωτογραφίες των πιάτων που μαγείρευα και έλαβα πολλά σχόλια και ερωτήσεις από τους θαυμαστές μου. Αυτό ήταν το «κλικ». Ετοίμασα το περιεχόμενο του βιβλίου μαζί με την υπέροχη φίλη μας, τη Στέλα Βιτσένιαν, στις διακοπές του 2020. Διάλεξα όλες τις όπερες, τα πιάτα που τις συνοδεύουν, τα μαγείρεψα και με τη Στέλα κάναμε όλες τις φωτογραφίες. Μετά αναζήτησα κάποιον που θα με βοηθούσε να το γράψω, γιατί πραγματικά δεν ένιωθα ότι μπορώ να γίνω συγγραφέας. Το έκανα μαζί με τη Μαρζένα Ρογκάλσκα, που είναι μια υπέροχη δημοσιογράφος και συγγραφέας, γι’ αυτό και τελικά προέκυψε κάτι σαν μια συζήτηση δύο γυναικών για τη μουσική, το πάθος, την αγάπη και την κουζίνα. Ηταν ένας ωραίος τρόπος να ξοδέψω την ενέργειά μου. Στο μεταξύ, εκτός από το βιβλίο πήρα και το πτυχίο μου ως καθηγήτρια μουσικής, οπότε άρχισα να διδάσκω και εγώ. Τελείωσα και την ανακαίνιση του σπιτιού μας. Κάνω, όπως σας είπα, πολλά και μου αρέσει να δοκιμάζω νέα πράγματα!».

Ποια είναι τα καλλιτεχνικά σας όνειρα; Ποιους ρόλους θα θέλατε να τραγουδήσετε στο µέλλον;

«Τα καλλιτεχνικά μου όνειρα, όπως είπα ήδη, ήταν η «Μπατερφλάι» και η «Τόσκα». Τραγούδησα την «Τόσκα» στη Μετροπόλιταν Οπερα της Νέας Υόρκης και την επόμενη σεζόν ανυπομονώ να τραγουδήσω και εκεί την «Μπατερφλάι». Είμαι ευγνώμων για αυτό. Επιπλέον, μέσα στο καλοκαίρι, με αφορμή τα εκατοστά γενέθλια του Φεστιβάλ Οπερας στην Αρένα της Βερόνας, θα τραγουδήσω εκεί και τις δύο όπερες στις πρεμιέρες της κάθε παραγωγής, οπότε είμαι εξαιρετικά χαρούμενη! Oσον αφορά το μέλλον, τώρα που έχω δοκιμάσει τη μουσική του Πουτσίνι στη σκηνή, υπάρχει ακόμα ένας χαρακτήρας του που θα ήθελα να κάνω: είναι η «Μανόν Λεσκό». Θα ήθελα επίσης πολύ να κάνω και την «Αντριάνα Λεκουβρέρ» του Τσιλέα».

Είστε αισιόδοξη για το µέλλον της όπερας;

«Ξέρετε, πριν από την πανδημία θα έλεγα χωρίς δευτερόλεπτο αμφιβολίας πως ναι, είμαι. Μετά την πανδημία βλέπω ότι ο κόσμος έχει αλλάξει. Eχουμε συνηθίσει να μένουμε στο σπίτι, στον καναπέ μας, μπροστά στις οθόνες και στην τηλεόρασή μας, να παρακολουθούμε Netflix ή κάτι άλλο. Ελπίζω σιγά-σιγά να επανέλθουμε στην παλιά συνήθεια να βγαίνουμε έξω, γιατί το να πηγαίνεις στο θέατρο, το να ζεις «ζωντανά» τη μουσική, είναι απολύτως ασύγκριτο με οτιδήποτε άλλο. Βλέπω πολλές όπερες, πολλές ορχήστρες να πασχίζουν να κερδίσουν πίσω το κοινό. Φοβάμαι λίγο, όχι για την ποιότητα της μουσικής, που είναι πάντα υψηλή… Αλλά θα ήθελα πολύ να ανεβαίνουν πιο όμορφες, κλασικές, παραδοσιακές παραγωγές. Γιατί δεν πιστεύω ότι πρέπει να εκσυγχρονίσουμε την όπερα για να φέρουμε τους νέους στην όπερα. Δεν το πίστευα ποτέ αυτό! Θεωρώ ότι το ενδιαφέρον που δείχνουμε τώρα για τις ταινίες ή τις τηλεοπτικές σειρές στις διάφορες πλατφόρμες, χάρη στα απίστευτα όμορφα κοστούμια και σκηνικά τους, αλλά και στη σύγχρονη υποκριτική των ηθοποιών τους, θα το δείχναμε ως κοινό και μπροστά σε μια αντίστοιχη παραγωγή όπερας. Είμαι σίγουρη ότι τέτοιες προσεγμένες παραστάσεις θα προσέλκυαν το κοινό στην όπερα, καθώς και τους μικρούς θεατές».

INFO

Roberto Alagna & Aleksandra Kurzak – Συμφωνική Ορχήστρα Δήμου Αθηναίων – Nayden Todorov: Ωδείο Ηρώδου Αττικού, στις 17 Ιουνίου. Η συναυλία πραγματοποιείται στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου και τελεί υπό την αιγίδα του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και του Δήμου Αθηναίων, με την υποστήριξη του ΟΠΑΝΔΑ.