Παρακολουθώντας ξανά παλιές ταινίες, κάτι που συνηθίζω να κάνω όχι μόνο λόγω επαγγελματικής ιδιότητας αλλά και προσωπικής διασκέδασης, έτυχε προσφάτως να δω μια αρκετά παλιά και αρκετά «λοξή» περιπέτεια εποχής του 1971, η δράση της οποίας τοποθετείται στα χρόνια του Τριακονταετούς Πολέμου (Dreißigjähriger Krieg), μιας από τις μεγαλύτερες και πιο καταστροφικές συγκρούσεις στην ευρωπαϊκή ιστορία, που διήρκεσε από το 1618 ως το 1648. Στην ταινία που λέγεται «Η Κοιλάδα του Μίσους» με σκηνοθέτη τον Τζέιμς Κλάβελ και πρωταγωνιστές τον Μάικλ Κέιν και τον Ομάρ Σαρίφ, μια ομάδα προτεσταντών μισθοφόρων συνυπάρχει ειρηνικά με γερμανούς καθολικούς χωρικούς σε μια κρυμμένη ειδυλλιακή ορεινή κοιλάδα ανέγγιχτη από τον πόλεμο. Ωσπου βεβαίως κάτι θα αλλάξει και η αναπόφευκτη σύγκρουση θα βγάλει στην επιφάνεια όλο το καλά κρυμμένο μίσος. Παρακολουθώντας ωστόσο την ταινία, παρατήρησα τη βασική πρωταγωνίστριά του και θυμήθηκα ένα όνομα που είχε χρόνια να περάσει από το μυαλό μου, ένα όνομα το οποίο σήμερα είναι μάλλον ξεχασμένο: αυτό της Φλορίντα Μπολκάν.
Αυτή η εξαιρετικά εντυπωσιακή, άγριας ομορφιάς Βραζιλιάνα, υπήρξε μεγάλο όνομα στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 παίζοντας, ως επί το πλείστον, σε ένα είδος κινηματογράφου που εκείνη την εποχή είχε ανθήσει (και που παρότι αργότερα παρήκμασε, δεν έπαψε ποτέ να επανέρχεται με κάποιον τρόπο στην οθόνη): στο ιταλικό genre με το κωδικό όνομα giallo ανήκουν τα στυλάτα θρίλερ με μπόλικο αίμα, διεστραμμένους φόνους, soft γυναικείο γυμνό και πέρα για πέρα 70s αισθητική. Ο «Eπιθεωρητής Μπέλι» (1969) με τον Φράνκο Νέρο στον ρόλο του τίτλου, το «Πέταγμα της Nυχτερίδας» (1971), το «Στα νύχια του τρόμου» (1978) είναι ταινίες άγνωστες σήμερα στο ευρύ κοινό αλλά πολύ αγαπητές στο συγκεκριμένο φαν κλαμπ τους. Και σε όλες παίζει η Μπολκάν. Mάλιστα, μια τζάλο ταινία της, ίσως η πιο ποιοτική όλων, το «Υπεράνω πάσης υποψίας» (Indagine su un cittadino al di sopra di ogni sospetto) του Ελιο Πέτρι, είχε κερδίσει και το Οσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας το 1971. Εκεί η ηθοποιός υποδύθηκε το θύμα του Τζιαν Μαρία Βολοντέ, ενός αστυνομικού που γίνεται ο ίδιος δολοφόνος προκειμένου να αποδείξει ότι ανήκει στους πολίτες που θεωρούνται υπεράνω υποψίας.
«Η μελαχρινή Μονρόε»
Ποιος αλήθεια θυμάται σήμερα ότι η Φλορίντα Μπολκάν προοριζόταν για βασίλισσα του Χόλιγουντ; Οταν μάλιστα έκανε τα πρώτα βήματά της την είχαν (υπερβολικά) αποκαλέσει μελαχρινή αντικαταστάτρια της Μέριλιν Μονρόε! Ομως η καριέρα της τελικά περιορίστηκε στην Ευρώπη, όπου η Μπολκάν επέβαλε τη σκουρόχρωμη ομορφιά της σε συνδυασμό με ένα καλλίγραμμο, αθλητικό κορμί και ένα σκληρό, σχεδόν ανδροπρεπές ύφος. Με τις «καλαμένιες» γάμπες, το μυώδες, στεγνό στήθος και το μεγάλο στόμα της, η Μπολκάν δεν ανταποκρίθηκε ποτέ στους κανόνες της παραδοσιακής γυναικείας ομορφιάς. Ποζάροντας κάτω από έντονο φως οι εκφράσεις της αποκτούσαν πάντα μια σκληράδα και επιθετικότητα, ενώ οι κινήσεις της ήταν πάντα βιαστικές, σχεδόν σπασμωδικές. «Βλέποντάς την από τα νώτα σού δίνει την εντύπωση έφηβου αθλητή» είχε γραφτεί για αυτήν. Ωστόσο, είχε έναν εντελώς δικό της τύπο, είχε προσωπικότητα και μάλιστα πολύ έντονη. Διόλου τυχαία που όταν ένας ευρωπαίος κριτικός την είδε στην οθόνη, μη μπορώντας να συγκρατήσει τον θαυμασμό του, έγραψε ότι «γεννήθηκε μια νέα Γκρέτα Γκάρμπο». Μάλιστα, στην αρχή της καριέρας της, η Μπολκάν είχε προκαλέσει ένα σκάνδαλο, το οποίο ωστόσο συνετέλεσε τα μέγιστα ώστε το όνομά της να κερδίσει σε φήμη και γόητρο: γράφτηκε ότι ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, συμπρωταγωνιστής της μαζί με τον Μάρλον Μπράντο στην πρώτη ταινία της, «Candy» (1968), είχε δηλώσει ερωτευμένος μαζί της και κάποιες φήμες έλεγαν ότι ένας από τους λόγους του πρώτου διαζυγίου του ουαλού ηθοποιού από την Ελίζαμπεθ Τέιλορ ήταν για να παντρευτεί τη φλογερή Λατίνα! Το γεγονός παραμένει μυστήριο, όμως η ίδια η Μπολκάν έχει διαψεύσει ότι κάτι τέτοιο όντως συνέβη.
Γνωριμία με τον κόσμο
Η Φλορίντα Σοάρες Βουλκάο γεννήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου του 1941 στην Ουρουμπουρετάμα της Βραζιλίας και είναι το μικρότερο από τα τρία παιδιά βραζιλιάνου πατέρα και ιθαγενούς μητέρας. Οταν ήταν 14 ετών ο διπλωμάτης πατέρας της πέθανε αναπάντεχα οπότε η Φλορίντα προκειμένου να συντηρήσει την οικογένειά της εργάστηκε ως γραμματέας. Κράτησε στις πλάτες της τις τύχες των δύο μικρότερων αδελφών της ενώ παράλληλα πήγαινε σχολείο μαθαίνοντας αγγλικά, ιταλικά και γαλλικά, κάτι που αργότερα τη βοήθησε στη δουλειά της αεροσυνοδού της Varig, όπως λέγονταν τότε οι Εθνικές Αερογραμμές της Βραζιλίας. Ετσι γνώρισε τον κόσμο, ενώ πολλά στη ζωή της επρόκειτο να αλλάξουν όταν το 1967, μέσω της παραγωγού Μαρίνα Τσικόνια, η Μπολκάν, κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής της στην Ρώμη, συστήθηκε στον ιταλό σκηνοθέτη Λουκίνο Βισκόντι, ο οποίος τελικά την έπεισε να ασχοληθεί με το μόντελινγκ και την υποκριτική. Για τον ευφυή Βισκόντι το χάρισμα της Φλορίντα Μπολκάν ήταν ότι «δεν μοιάζει με καμία άλλη». Ο σκηνοθέτης την είχε αποκαλέσει «ηθοποιό καινούργιου τύπου που μπορεί να κάνει πράγματα διαφορετικά από τις υπόλοιπες». Για τον δημιουργό του «Γατόπαρδου» και του «Ο Ρόκο και τ’ αδέλφια του», ο οποίος τη βοήθησε πολύ στην καριέρα της, σκηνοθετώντας την μάλιστα σε μια ταινία του, τους «Καταραμένους» (1969), η Μπολκάν θα έλεγε αργότερα: «Ενας ανεκτίμητος άνθρωπος και ένας μεγάλος δάσκαλος».
Το μόντελινγκ την οδήγησε στον κινηματογράφο και εκείνη περίπου την εποχή, στα τέλη της δεκαετίας του 1960, αποφάσισε να αλλάξει το όνομά της επιλέγοντας το επώνυμο Μπολκάν στη θέση του Βουλκάο, έχοντας πιστέψει ότι θα είχε μεγαλύτερη διεθνή απήχηση (και ήταν αλήθεια). Αρχικώς οι ρόλοι της ήταν μικροί όπως συμβαίνει στην «Candy» όπου υποδύεται την αδελφή του ντράμερ των Beatles Ρίνγκο Σταρ, αργότερα άρχισαν να μεγαλώνουν. Με το «Υπεράνω πάσης υποψίας» η Μπολκάν έγινε περιζήτητη. Περιέργως παρά το γεγονός ότι τελικά μιλούσε άπταιστα την ιταλική γλώσσα, συνήθως μεταγλωττιζόταν στα ιταλικά λόγω της «βαριάς» προφοράς της.
Και ακτιβίστρια
«Εκείνο που έχει σημασία», θα έλεγε η ηθοποιός στα τέλη της δεκαετίας του 1960, «είναι να μπορέσουν οι άνδρες να καταλάβουν τον χαρακτήρα και τις επιδιώξεις της νέας γενιάς γυναικών και να συνεργαστούν με αυτό που άλλοτε εθεωρείτο ασθενές φύλο». Η Φλορίντα Μπολκάν ήταν θερμή υποστηρίκτρια των δικαιωμάτων της γυναίκας πιστεύοντας ότι «οι άνδρες πρέπει να αντιληφθούν ότι οι σημερινές κοπέλες είναι κυρίαρχες και επιβάλλουν τη γνώμη τους. Εχοντας αδικηθεί επί αιώνες, κατέχονται από μια αδημονία, ή και αγριότητα θα έλεγα, προκειμένου να επιτύχουν αυτό που θέλουν». Η ίδια θεωρούσε ότι είναι εκπρόσωπος αυτής της άγριας γενιάς κοριτσιών. Πέραν από φεμινίστρια είναι επίσης ομοφυλόφιλη, καθώς όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, η παραγωγός Μαρίνα Τσικόνια υπήρξε ερωμένη της επί 20 έτη.
Οι δραστηριότητές της στην υποκριτική συνεχίστηκαν στη δεκαετία του ’70 και του ’80, με το όνομά της να συνδέεται με παράξενες ταινίες, όπως για παράδειγμα το μεταφυσικό θρίλερ «Βουντού» (1972) του Λούτσιο Φούλτσι. Ομως η Μπολκάν δεν περιορίστηκε στην ηθοποιία. Αλλες δραστηριότητές της, περιλάμβαναν τη θητεία της ως κριτή στο διαγωνισμό Μις Υφήλιος το 1976, την εργασία σε ακίνητα, την έκδοση ενός βιβλίου μαγειρικής γκουρμέ πιάτων και την υποστήριξη παιδιών από την Ιταλία και τη Βραζιλία που είχαν την ανάγκη οικονομικής βοήθειας. To 2000 έκανε το ντεμπούτο της στη σκηνοθεσία µε το φιλµ «Eu Não Conhecia Tururu». Εκείνα τα χρόνια εµφανιζόταν επιλεκτικά σε παραγωγές της ιταλικής τηλεόρασης. Στα µέσα των 00s, αποφάσισε να αποσυρθεί από την υποκριτική και να ασχοληθεί με τη Villa Voltarina, δική της ιδιοκτησία στο Μπρατσιάνο της Ιταλίας. Ωστόσο, η υποκριτική θα επανερχόταν στη ζωή της το 2020, όταν έκανε ένα comeback στην ταινία της Γκινέρβα Ελκάν «Magari» που γυρίστηκε στη Ρώμη και που μέχρι σήμερα παραμένει η τελευταία εμφάνισή της στον κινηματογράφο.