Μπορεί η Νορβηγία να είναι γνωστή κυρίως για τα εντυπωσιακά της φιόρδ, αποτέλεσμα της παγετωνικής διάβρωσης, αλλά δεν είναι μόνο αυτά που την καθιστούν έναν από τους κορυφαίους προορισμούς για όσους αγαπούν τη φύση. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου που εκεί αναπτύχθηκε το concept του «friluftsliv», που κυριολεκτικά σημαίνει «ζωή στον ανοιχτό αέρα», δηλαδή στην ύπαιθρο, και χαρακτηρίζει ένα lifestyle απόλυτα συνδεδεμένο με τη φύση και τις outdoor δραστηριότητες. Με περίπου το 39% της επιφάνειας της χώρας να καλύπτεται από δασικές εκτάσεις, αυτό φαντάζει απολύτως φυσιολογικό.
Η μεγαλύτερη συγκέντρωση δασών απαντάται στο ανατολικό και κεντρικό τμήμα της χώρας και περιλαμβάνει κυρίως εκτάσεις που αποτελούνται αποκλειστικά από κωνοφόρα δέντρα, όπως είναι τα πεύκα και τα έλατα, αλλά και κάποιες μεικτές, με τις σημύδες, τις βελανιδιές και τους σφενδάμους να κάνουν έντονη την παρουσία τους. Δεν είναι όμως μόνο οι μόνιμοι κάτοικοι και οι τουρίστες που απολαμβάνουν την ομορφιά και τη γαλήνη που προσφέρουν αυτά τα πυκνά δάση, αλλά κυρίως η άγρια πανίδα τους, αφού τα περισσότερα δεν είναι προσβάσιμα.
Από μεγαλοπρεπή θηλαστικά μέχρι σπάνια πουλιά, η νορβηγική άγρια φύση αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι της οικολογικής ισορροπίας της χώρας. Το μεγαλύτερο θηλαστικό που κατοικεί στα δάση της είναι η εντυπωσιακή άλκη, ένα από τα εμβληματικά ζώα της Σκανδιναβικής Χερσονήσου. Κοντά τους ζουν πανέμορφα ελάφια, κόκκινες αλεπούδες, ο ευρασιατικός μπούφος – το άνοιγμα των φτερών του οποίου μπορεί να ξεπεράσει το ενάμισι μέτρο –, αλλά και ο ακριβοθώρητος λύγκας, το τρίτο μεγαλύτερο σαρκοβόρο ζώο της Ευρώπης μετά την αρκούδα και τον λύκο, τα οποία επίσης απαντώνται στα νορβηγικά δάση.
Φυσικά, όπως συμβαίνει παντού στον πλανήτη, η κλιματική κρίση και οι αρνητικές περιβαλλοντικές συνέπειες από την ανθρώπινη παρέμβαση, όπως είναι η αποψίλωση των δασών, δεν έχουν αφήσει ανεπηρέαστη τη Νορβηγία. Ενα από τα μεγαλύτερα θύματα αυτής της δραστηριότητας είναι oι λύκοι.
Ο λύκος που δεν γέρασε
Οι λύκοι έχουν βαθιές ρίζες στη σκανδιναβική ιστορία και μυθολογία. Η συνύπαρξή τους με τους ανθρώπους, όμως, στη σύγχρονη εποχή δεν υπήρξε καθόλου ειρηνική. Θεωρώντας ότι αποτελούν απειλή για την κτηνοτροφία και την ασφάλειά τους, οι κάτοικοι τους εξόντωναν σε σημείο που σε κάποιες περιοχές τούς εξαφάνισαν εντελώς.
Η σχέση της Νορβηγίας με το υπερήφανο αυτό ζώο, το τόσο σημαντικό για τη διατήρηση της ισορροπίας του οικοσυστήματος ολόκληρου του πλανήτη, υπήρξε αρκετά δύσκολη. Ως θηρευτής, ο λύκος ελέγχει τον πληθυσμό των φυτοφάγων ζώων, όπως οι άλκες και τα ελάφια, αποτρέποντας την υπερβόσκηση και την καταστροφή των δασών – γενικά επηρεάζει έμμεσα 20 είδη σπονδυλωτών, από κουκουβάγιες και λύγκες μέχρι κουνάβια και χρυσαετούς.
Σε πολλές περιοχές της Νορβηγίας, η παρουσία του έχει συμβάλει στη μείωση των ζημιών που προκαλούνται από τα μεγάλα φυτοφάγα ζώα στα δάση και στις καλλιέργειες, ενώ βοηθά στην ενίσχυση της βιοποικιλότητας. Η ανθρώπινη δραστηριότητα όμως, όπως προαναφέρθηκε, έχει προκαλέσει τη ραγδαία μείωση του πληθυσμού των λύκων στη Νορβηγία ήδη από τη δεκαετία του 1970. Μόνο χάρη στη μετέπειτα θέσπιση από την κυβέρνηση ειδικών νόμων για την προστασία τους άρχισαν να επανεμφανίζονται μεταναστευτικοί πληθυσμοί από τη Σουηδία.
Τα τελευταία χρόνια, αυτοί οι νόμοι έχουν εξειδικευτεί περαιτέρω, με τη δημιουργία, από το 2004, μιας ειδικής ζώνης προστασίας για τον μικρό εναπομείναντα πληθυσμό τους, που υπολογίζεται πλέον στους 80 με 100 λύκους – κινούμενους σε μεγάλο βαθμό ανάμεσα στη Νορβηγία και στη Σουηδία –, η οποία είναι γνωστή ως «wolf zone» και καλύπτει το 5% της επικράτειας της Νορβηγίας.
Ομως, σύμφωνα με πολλές περιβαλλοντικές οργανώσεις και απλούς πολίτες, γίνεται καταστρατήγηση αυτής της προστασίας, αφού λύκοι εξακολουθούν να εξοντώνονται εντός των συγκεκριμένων συνόρων της ζώνης προστασίας. Οι μεγαλύτεροι πολέμιοί τους είναι οι κτηνοτρόφοι, οι οποίοι θεωρούν ότι οι ζημιές που προκαλούνται από τα άγρια αυτά ζώα υπερβαίνουν τα οφέλη από την παρουσία τους.
Η όλη κατάσταση έχει οδηγήσει σε πόλεμο με τις περιβαλλοντικές οργανώσεις που ισχυρίζονται ακριβώς το αντίθετο και οι οποίες τα βάζουν κυρίως με την κυβέρνηση της χώρας, η οποία επιτρέπει τη θήρευση των λύκων όταν έχουν αποδειχθεί επικίνδυνοι για την κτηνοτροφία. Κάθε χρόνο οι Αρχές αποφασίζουν εάν θα επιτραπεί το κυνήγι ενός συγκεκριμένου αριθμού, γεγονός που προκαλεί έντονες αντιδράσεις, όπως συνέβη το 2023, στη διάρκεια του οποίου εγκρίθηκε η εξόντωση 51 λύκων – πολύ σημαντικός αριθμός, αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι ο πληθυσμός τους, με αισιόδοξους υπολογισμούς, δεν ξεπερνά τους 100.
Η «κυνηγημένη» καφέ αρκούδα
Στην ίδια περίπου μοίρα βρίσκεται και ένα άλλο είδος των δασών της Νορβηγίας, οι καφέ αρκούδες. Πολύ λίγες σε πληθυσμό, ζουν κυρίως στα δάση που βρίσκονται γύρω από το Εθνικό Πάρκο Øvre Pasvik, στις βόρειες και ανατολικές περιοχές της χώρας, κοντά στα σύνορα με τη Σουηδία, τη Φινλανδία και τη Ρωσία, τρώγοντας κυρίως μούρα και φυτά, παρόλο που δεν λένε όχι και σε κάποιο πρόβατο αν βρεθεί μπροστά τους.
Εξάλλου, είναι το μεγαλύτερο σαρκοφάγο της Νορβηγίας. Ο περιορισμός τους σε συγκεκριμένη περιοχή οφείλεται στο έντονο κυνήγι τους, επειδή και αυτές αποτελούν απειλή για την κτηνοτροφία. Επίσης, εξαιτίας της αποψίλωσης των δασών, περιορίστηκαν σημαντικά οι μεγάλες ανοιχτές εκτάσεις που απαιτούν τα άγρια αυτά ζώα για την επιβίωσή τους – καλύπτουν μεγάλες αποστάσεις κατά την αναζήτηση τροφής –, γεγονός που συνέβαλε περαιτέρω στον περιορισμό του πληθυσμού τους. Υπολογίζεται ότι έχουν απομείνει 125-150 αρκούδες εντός των συνόρων της χώρας, με τους πιο απαισιόδοξους να μιλούν για μόλις 90.
Οι καφέ αρκούδες είναι και αυτές προστατευόμενο είδος στη Νορβηγία και ισχύουν κανονισμοί, τους οποίους η κυβέρνηση μπορεί να τροποποιήσει αν θεωρήσει ότι αποτελούν απειλή για την ασφάλεια των πολιτών ή ότι προκαλούν μεγάλες ζημιές στην κτηνοτροφία. Για τη διαχείριση του πληθυσμού τους, υπάρχει συνεργασία με τις γειτονικές χώρες, καθώς τα μεγάλα αυτά ζώα συχνά κινούνται διασυνοριακά. Εχουν τεθεί σε λειτουργία εθνικά και διεθνή προγράμματα παρακολούθησής τους, τα οποία χρησιμοποιούν γενετικές αναλύσεις και άλλες μεθόδους για να παρακολουθούν τις κινήσεις τους και να εκτιμούν τον πληθυσμό τους.
Λιγότερο σε σχέση με τους λύκους αλλά αρκετά σημαντικές είναι και οι αρκούδες για την ισορροπία των οικοσυστημάτων, καθώς είναι παμφάγα ζώα και κορυφαίοι θηρευτές. Επιπλέον, βοηθούν στην εξάπλωση των σπόρων όταν τους αποβάλλουν από τον οργανισμό τους και επειδή ακριβώς καλύπτουν μεγάλες αποστάσεις, η θετική συμβολή τους επεκτείνεται σε απομακρυσμένες και απάτητες περιοχές.
Η παρουσία τους, μάλιστα, σε ένα σημείο αποτελεί δείγμα υγείας και πλούτου φυσικών πόρων. Αν και άγριες, είναι αρκετά δημοφιλείς στους ανθρώπους, καθώς πολλοί φυσιολάτρες ταξιδεύουν στη Νορβηγία από άλλες χώρες για να τις δουν από κοντά. Τέτοιου είδους τουρισμός είναι αρκετά ανεπτυγμένος σε περιοχές όπως η Φίνμαρκ και η Χέντμαρκ, όπου οι επισκέπτες μπορούν να κάνουν πεζοπορία, παρατήρηση της άγριας ζωής και φωτογράφιση σε φυσικούς βιοτόπους αρκούδων.
Η νορβηγική φύση στον καμβά του Μονέ
Ενας από τους μεγαλύτερους λάτρεις της φυσικής ομορφιάς της Νορβηγίας ήταν ο Κλοντ Μονέ (1840-1926). O γάλλος ζωγράφος, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του κινήματος του ιμπρεσιονισμού, είχε κάνει ένα μεγάλο ταξίδι εκεί το 1895, διάρκειας 2 μηνών, για να είναι μαζί με τον θετό γιο του, Ζακ Οσεντέ, και προκειμένου να εμπνευστεί για τους πίνακές του.
Ως δεξιοτέχνης στην απόδοση του φωτός, ο Μονέ ήθελε κυρίως να εξερευνήσει τρόπους να αποδώσει τα χιονισμένα τοπία της βόρειας αυτής χώρας, της τόσο διαφορετικής από τη δική του. Ζωγράφισε 29 νορβηγικά τοπία, ανάμεσά τους έξι που απεικόνιζαν το Σάντβικα, το πανέμορφο παραλιακό χωριό κοντά στην Κριστιανία, κύριο χαρακτηριστικό του οποίου ήταν μια σιδερένια γέφυρα παρόμοια με εκείνη που υπήρχε στο αγαπημένο του ησυχαστήριο στο Ζιβερνί.
Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική της περιοχής, τα στενά δρομάκια και η θέα στα φιόρδ αλλά κυρίως στα βουνά, συνήθως καλυμμένα από χιόνι, απέκτησαν μια θέση στα αριστουργήματα της παγκόσμιας τέχνης, αφού η επίδραση της Νορβηγίας στα έργα του ήταν καθοριστική, κυρίως όσον αφορά τις χρωματικές παλέτες και τις απεικονίσεις του φωτός στο λευκό τοπίο.
Αρκεί κανείς να θαυμάσει τη σειρά έργων του που ονομάζεται «Mount Kolsaas», στην οποία απεικονίζεται το ομώνυμο βουνό σε οκτώ πίνακες στη διάρκεια διαφορετικών ωρών της ημέρας και καιρικών συνθηκών για να το διαπιστώσει αυτό.