Δεν έγραψα ποτέ γράμμα στον Αγιο Βασίλη. Πρώτα απ’ όλα (και) ως παιδάκι δεν είχα τη φαντασία που η περίσταση απαιτεί: θέλω να πω ότι για να γράψεις ένα γράμμα στον Αγιο πρέπει να είσαι (και) λίγο ονειροπόλος – εγώ από μικρός ήμουν φρικτά ορθολογιστής.
Επειτα χρειαζόταν το πράγμα λίγο αφηγηματικό και λογοτεχνικό ταλέντο που δεν πίστευα πως είχα. Το γράμμα στον Αγιο θα έπρεπε να έχει αρχή, μέση και τέλος: έπρεπε, για παράδειγμα, προτού κάνεις την παραγγελία σου, να του εξηγήσεις του Αγίου γιατί το δώρο το αξίζεις. Εδώ ανέκυπταν για εμένα δύο προβλήματα. Το πρώτο ότι δεν θεωρούσα ποτέ μου πως ήμουν υποχρεωμένος να πείσω κάποιον (έστω και Αγιο) ότι αξίζω κάτι – αν δεν το καταλάβαινε μόνος του, πρόβλημά του.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι πως αν έγραφα ένα γράμμα, θα ήταν πολύ μικρό – σχεδόν τηλεγραφικό. Δεν θα το έγραφα με αυτόν τον τρόπο από τεμπελιά: απλώς πίστευα πως αν όλα τα παιδιά στέλνουν γράμματα, όφειλα να μην τον κουράσω. Από την άλλη, με μια τηλεγραφική παράκληση, πώς να κερδίσεις τον λογοτεχνικό ανταγωνισμό; Οπότε απείχα. Σίγουρος ότι ο Αγιος, αν ήταν να το κάνει το καλό, δεν χρειαζόταν επιστολές με αιτήματα και παρακλήσεις.
Τι γίνονται άραγε όλα αυτά τα γράμματα που γράφουν τα παιδιά στον Αγιο Βασίλη; Τα κρατάνε οι γονείς, στους οποίους και καταλήγουν; Πολύ αμφιβάλλω. Θυμάμαι πως, χρόνια πριν, ένας ιταλός δάσκαλος με το όνομα Μαρτσέλο Ντ’Ορτα είχε κάνει παγκόσμιο σουξέ με ένα βιβλίο με τον τίτλο «Εγώ ελπίζω να τη βολέψω», στο οποίο είχε δημοσιεύσει 60 απίθανες εκθέσεις μαθητών του – το βιβλίο σήμερα είναι δυσεύρετο και εξαντλημένο.
Πάντα είχα την υποψία πως ο εν λόγω δάσκαλος έγραψε κάποιες από τις εκθέσεις αυτές μόνος του – αλλά χωρίς αποδείξεις δεν πρέπει να προβαίνω σε τέτοιους ισχυρισμούς. Αλλωστε δεν είναι αυτό το θέμα: το θέμα είναι πως αν κάποιος είχε την ανάλογη όρεξη να διαλέξει 100 ωραία γράμματα παιδιών στον Αγιο Βασίλη, θα έκανε εξίσου μεγάλη επιτυχία. Και γιατί αυτά θα ήταν απολύτως αυθεντικά: κανένας ενήλικος δεν μπορεί να γράψει ένα γράμμα στον Αγιο Βασίλη. Ούτε καν fake.
Τελευταία διακρίνω μια τάση νέων γονιών να εξηγούν στα παιδιά πως Αγιος Βασίλης δεν υπάρχει και πως δεν χρειάζεται να του στέλνουν γράμματα, αλλά μπορούν απλώς να πουν στους ίδιους τι δώρο θέλουν και θα το έχουν. Η τάση αυτή είναι η ακριβώς αντίθετη από τη μόδα που υπήρξε κυρίως τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, όταν οι μπαμπάδες ντύνονταν Αγιο-Βασίληδες αργά το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, και όχι μόνο ευχαριστούσαν τον μπόμπιρά τους αφήνοντάς του το δώρο που ζήτησε κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο αλλά του έδιναν τη δυνατότητα και να πιστεύει πως είχε μια μεταφυσική εμπειρία συναντώντας τον ίδιο τον Αγιο.
Σήμερα αυτές οι οικογενειακές θεατρικές παραστάσεις πρωτοχρονιάτικα τελούν υπό εξαφάνιση και οι γονείς προτιμούν να μεγαλώνουν τα παιδιά μαθαίνοντάς τους να μην πιστεύουν σε τίποτα. Πολλοί λένε πως αυτός είναι ένας τρόπος για να ωριμάσουν τα παιδιά γρηγορότερα – δεν χρειάζονται, μου λένε, να πιστεύουν σε παραμύθια. Το ακούω ως άποψη, αλλά δεν ξέρω αν έχουν και δίκιο.
Θα ήταν καλύτερη η ζωή μας χωρίς παραμύθια; Πολλοί λένε πως ναι. Είναι όσοι αγαπούν τις ιστορίες επιτυχίας που στηρίζονται στη σκληρή δουλειά και όχι στην τύχη. Πρόκειται για ανθρώπους που έχουν τη βεβαιότητα πως τα παραμύθια κάνουν τους μπόμπιρες μαλθακότερους και μεγαλώνοντας λιγότερο διεκδικητικούς. Ολοι αυτοί ισχυρίζονται πως η πίστη στον Αγιο Βασίλη, που μας καλλιεργούν όταν είμαστε πιτσιρικάδες, μας οδηγεί μεγαλώνοντας να πιστεύουμε και σε άλλα παραμύθια, μεγαλύτερα.
Να πιστεύουμε π.χ. στην καλοσύνη των ανθρώπων. Να πιστεύουμε πως αν κάτι κακό μάς συμβεί, όλο και κάποιος θα ενδιαφερθεί για εμάς. Να πιστεύουμε πως για κάθε καλό που κάνουμε θα υπάρξει ανταπόδοση. Να πιστεύουμε πως οι κόποι μας θα ανταμειφθούν. Να πιστεύουμε στον Ερωτα, αυτόν μες στα καδράκια, που έρχεται με τόξο και βέλη, χτυπάει και φεύγει και μας κάνει ευτυχισμένους.
Είναι, λένε, παραμύθια όλα αυτά. Ο κόσμος είναι, λένε, σκληρός και συχνά άδικος και αυτή του την όψη θα τη δεις σίγουρα, γι’ αυτό είναι καλύτερα να έχεις οργανώσει έτσι τη ζωή σου ώστε να μην έχεις ποτέ κανέναν ανάγκη. Αν περιμένεις ανταπόδοση, λένε, είσαι απλώς κορόιδο. Και όσο για τον έρωτα, αυτό, λένε, που θα θυμάσαι είναι τις φορές που πληγώθηκες. Ιδεολογικά, με την κυνική αυτή προσέγγιση ομολογώ πως συμφωνώ.
Αλλά από την άλλη, ο ορθολογισμός τον οποίο υιοθέτησα αρνούμενος ως πιτσιρικάς να γράψω γράμματα στον Αγιο Βασίλη, μπορεί να υπήρξε καλός μου σύμβουλος, δεν θυμάμαι να μου είπε όμως ποτέ τα μυστικά της ευτυχίας. Αλλωστε, αν τέτοια μυστικά υπάρχουν, θα ήταν πιθανότερο να τα ‘βρισκε κανείς σε αυτά τα παιδικά γράμματα που βασίζονται στη βεβαιότητα πως το βράδυ της Πρωτοχρονιάς κάτι μαγικό θα γίνει. Είναι γράμματα προσδοκίας και ελπίδας: της ελπίδας ότι κάτι καλό θα συμβεί.
Την ελπίδα στη ζωή μας την έχουμε ανάγκη πάρα πολύ. Την έχουμε ανάγκη όταν αρρωσταίνουμε και ψάχνουμε τον καλύτερο γιατρό. Την έχουμε ανάγκη όταν αναζητούμε μια συγχώρεση για κάποιο λάθος μας, χωρίς μάλιστα να έχουμε τη δύναμη να τη ζητήσουμε και χωρίς να προκύπτει πως ο άλλος έχει κάποιον λόγο να μας συγχωρήσει.
Την έχουμε ανάγκη όταν νιώθουμε μόνοι και ξεχασμένοι και όταν φοβόμαστε να παραδεχθούμε πόσο μας χρειάζεται λίγη αγάπη, χωρίς καλά-καλά να ξέρουμε από ποιον. Την έχουμε ανάγκη για να φέρουμε εις πέρας μια δύσκολη αποστολή σε πείσμα της βεβαιότητας του κόσμου πως αυτά που θέλουμε δεν γίνονται. Αν ο ορθολογισμός εξηγεί τον κόσμο, η ελπίδα είναι αυτό που μας δίνει δύναμη. Το γράμμα σε έναν μυστήριο Αγιο Βασίλη που περιμένουμε μπορεί σε πολλές περιπτώσεις να είναι και καθημερινό, γιατί οι άνθρωποι αγαπούν την ελπίδα και όχι την έλλειψή της. Και πάλι καλά, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα τους είχε συντρίψει η ματαιότητα.
Σας εύχομαι τον νέο χρόνο να γράφετε καθημερινά ένα γράμμα στον Αγιο Βασίλη των ελπίδων και των προσδοκιών σας. Δεν χάνετε τίποτα: ίσως κάποια στιγμή αυτό πέσει στα μαγικά του χέρια. Και κάποτε, έτσι ξαφνικά, ένα δώρο απροσδόκητο μπορεί να κάνει τη ζωή σας ωραιότερη. Χωρίς καμία εξήγηση, γιατί τα ωραιότερα στη ζωή παραμένουν ανεξήγητα.