Στην τελευταία ταινία της «Σε μια άγνωστη χώρα», που περίπου έναν χρόνο μετά την προβολή της στο τμήμα Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών του Φεστιβάλ Καννών «άνοιξε» στην Ελλάδα σε διανομή Filmtrade, η Αγγελική Παπούλια κρατά τον μοναδικό σημαντικό γυναικείο ρόλο.
Σε αυτό το ευπρόσωπο φιλμ, η πολύτιμη ηθοποιός του ελληνικού κινηματογράφου («Κυνόδοντας», «Σπιρτόκουτο», «Αλπεις», «Ο Αστακός», «Πράσινη Θάλασσα», «Arcadia» κ.ά.) υποδύεται την Τατιάνα, μια γυναίκα βασανισμένη από τη ζωή, η οποία δέχεται να λάβει μέρος στο κόλπο που στήνει ο Τσατίλα, ένας έξυπνος μετανάστης από τον Λίβανο, ο οποίος μαζί με τον ναρκομανή εξάδελφο και φίλο του Ρέντα κινείται σαν αόρατος στους δρόμους της Αθήνας αναζητώντας τρόπους διαφυγής προς κάποια άλλη χώρα της Ευρώπης.
Η ταινία είναι γυρισμένη στην Ελλάδα από τον Παλαιστινιοδανό Μαχντί Φλάιφελ, ο οποίος επέλεξε την Παπούλια για το καστ γιατί είναι «μια γνωστή ηθοποιός που θα μπορούσε να φέρει μια λάμψη σε αυτό το σκοτεινό σύμπαν της εξορίας».
Ηταν το θέμα της ταινίας «Σε μια άγνωστη χώρα» που σας προκάλεσε κυρίως την περιέργεια για να συμμετάσχετε σε αυτή;
«Με πήρε τηλέφωνο η παραγωγός Μαρία Δρανδάκη και µε ενηµέρωσε ότι ο σκηνοθέτης ήθελε να γνωριστούµε για να συνεργαστούµε. Μου έστειλε µερικά links µε όλες τις προηγούµενες ταινίες του. Είδα λοιπόν την πρώτη µικρού µήκους του και αµέσως µετά την επόµενη και µετά την επόµενη, οπότε ξενύχτησα βλέποντας όλη τη φιλµογραφία του. Πρoτού καν διαβάσω το σενάριο της, συναντήθηκα µε τον Μαχντί. Μιλήσαµε αρκετά και µου είπε για την ιστορία, τι είχε στο µυαλό του, πόσα χρόνια προσπαθούσε να τη γυρίσει.
Μου αποκάλυψε ότι βασίζεται σε µια πραγµατική ιστορία, που ένας φίλος τού αφηγήθηκε µερικά χρόνια πριν, µόλις είχε φτάσει από την Αθήνα στο Λονδίνο. Οπότε προτού ακόµα διαβάσω το σενάριο ήµουν ήδη πολύ θετική».
Πόσο ενήμερη θεωρείτε ότι είναι η ελληνική κοινωνία γύρω από τα θέματα με τα οποία η ταινία καταπιάνεται; Ανθρωποι σαν τον Τσατίλα και τον Ρέντα βρίσκονται δίπλα μας. Τους ξέρουμε όμως; Ενδιαφερόμαστε για αυτούς;
«Τους ξέρουµε γιατί τους βλέπουµε στην πόλη. Αυτό που δεν ξέρουµε είναι οι λεπτοµέρειες της καθηµερινότητάς τους. Πόσοι µένουν µαζί σε ένα διαµέρισµα, πώς ακριβώς δουλεύουν, πώς τους φέρεται η γραφειοκρατία, τι προβλήµατα συναντούν, τι περίθαλψη έχουν και αν έχουν, ποιους έχουν αφήσει πίσω, πού θα ήθελαν να πάνε, τι ονειρεύονται και τι φοβούνται, πόσο εγκλωβισµένοι είναι στην Αθήνα, τι µπορούν να κάνουν για να επιβιώσουν. Πόσο θεωρούν την Αθήνα µια πύλη για την Ευρώπη και πόσο µακριά φαντάζει ακόµα η Ευρώπη.
Βέβαια υπάρχει και µια µεγάλη µερίδα του πληθυσµού που δεν τους βλέπει καν, τους αγνοεί ή τους εχθρεύεται ή απλά τους χρησιµοποιεί όσο και όποτε τη βολεύει. Υπάρχει στην ταινία η φράση «Οταν αρχίζεις να συµπεριφέρεσαι στους ανθρώπους σαν να ήταν ζώα, αυτοί αρχίζουν να τρώνε ο ένας τον άλλον». Η δυσκολία να παραµείνεις ανθρώπινος όταν δεν σου συµπεριφέρονται σαν άνθρωπο είναι ένα µεγάλο ερώτηµα».
Υπήρξαν ζητήματα σε σχέση με την ηρωίδα σας, για τα οποία χρειάστηκε να μπείτε σε μια διαδικασία προσωπικής έρευνας;
«Με τον Μαχντί µιλήσαµε πολύ για όλους τους χαρακτήρες της ταινίας και φυσικά για την Τατιάνα. Τη µοναξιά, την κοινωνική αποµόνωση, γιατί έχει αποκλείσει τον εαυτό της από οποιαδήποτε επαφή. Πώς ήταν παλαιότερα και πώς είναι τώρα; Πώς την έχουν εκµεταλλευτεί, πόσο θέλει να περνάει όµορφα και να γελάει. Είχαµε ως αναφορά τρεις χαρακτήρες από ταινίες: την Τζούλιαν Μουρ στο «Boogie Nights» του Πολ Τόµας Αντερσον, τη Σάρον Στόουν στο «Casino» του Σκορσέζε την Kίρστον Γουέρινγκ στο «Fish Tank» της Aντρέα Αρνολντ.
Επίσης στις πρόβες µιλήσαµε πολύ για τη Nαν Γκόλντιν και εκείνους που φωτογραφίζει. Την ευαλωτότητα, την ανθρωπιά, τη µοναξιά και την απελπισία των ανθρώπων στις λήψεις της, καθώς και την αίσθηση της µαταιωµένης χαράς. Προσπάθησα να συνδυάσω όλα αυτά µε τη δική µου ύπαρξη για να καταφέρω να την πλησιάσω».
Υπήρξε κάτι που κρατάτε από την εμπειρία σας στην ταινία;
«Με απασχόλησε πολύ η ερώτηση πού ανήκεις αφού έχεις φύγει από τη χώρα που γεννήθηκες, πώς είναι να µην ανήκεις πουθενά, να µην έχεις χώρα, να περιπλανιέσαι, να ονειρεύεσαι ότι θα υπάρξει µια χώρα που θα σε δεχτεί, να είσαι εξόριστη. Η χώρα ως έλλειψη αλλά και ουτοπία. Κάπου µακριά, πέρα από εδώ, υπάρχει ένας προορισµός που είναι µια γεωγραφική πραγµατικότητα αλλά και µια ψυχική πραγµατικότητα. Μπορείς να συνδεθείς κάπου ή κάποτε ή θα είσαι για πάντα στην εξορία; Υπάρχει πραγµατικά ενσυναίσθηση;».
Η ταινία είναι μία από τις αρκετές δημιουργίες ξένων σκηνοθετών ή διεθνείς παραγωγές Ελλήνων στις οποίες έχετε παίξει. Υπάρχει κάτι συγκεκριμένο που αναζητείτε με αυτές τις συνεργασίες;
«Με ευχαριστεί πάρα πολύ να συνεργάζοµαι µε καλλιτέχνες από άλλες χώρες/γλώσσες/συνήθειες. Η ανταλλαγή πάντοτε µε απασχολούσε και µε απασχολεί. Είµαι πολύ τυχερή που ο κινηµατογράφος προσφέρει αυτή τη δυνατότητα και έχω καταφέρει να έρθω σε επαφή µε τόσους διαφορετικούς, µοναδικούς καλλιτέχνες και ανθρώπους. Το εύρος που δηµιουργούν οι συναντήσεις αυτές είναι πολύτιµο. Μέσα από όλα αυτά γνωρίζω τον κόσµο, την εποχή, ταξιδεύω, αποκτώ αίσθηση της ζωής και της χρονικής στιγµής που βρισκόµαστε ως ανθρωπότητα. Με γοητεύει αυτό που λέει ο Αµλετ για τους ηθοποιούς, ότι είναι «τα ζωντανά χρονικά µιας εποχής»».
Αν σας ζητούσα να συγκρίνετε την Αγγελική Παπούλια στον ελληνικό κινηματογράφο το 2001, όταν ξεκινούσατε, με την Αγγελική Παπούλια τού 2025, τι αλλαγές μέσα σας, αλλά και στον ίδιο τον χώρο, θα εντοπίζατε;
«Θυμάμαι πόσο αγωνιούσα και πόσο επιθυμούσα να κάνω ταινίες και πόσο φοβόµουν επίσης. Ηταν κάτι τόσο άγνωστο για εµένα, φοβόµουν επίσης την έκθεση πολύ, ενώ διακαώς την επιθυµούσα. Ηταν ένας κόσµος µέσα στον οποίο ήθελα τόσο πολύ να ζω. Τώρα, µετά από πολλές δυσκολίες, υπερβάσεις και περιπέτειες, έχω µια αίσθηση οικειότητας και αποδοχής. Και ελπίζω ότι βοηθάω και έχω βοηθήσει στην ανάπτυξη και εξέλιξη του ελληνικού κινηµατογράφου όσο καλύτερα µπορώ.
Σήµερα υπάρχουν πολύ περισσότερες γυναίκες σκηνοθέτριες, κάτι που το 2001 δεν ήταν καθόλου δεδοµένο. Μάλιστα τότε συχνά αντιµετωπίζονταν µε καχυποψία και υποτίµηση. Εχουν επίσης αλλάξει προς το καλύτερο οι εργασιακές συνθήκες, ειδικά απέναντι στις γυναίκες, σε όλα τα πόστα. Εχει βοηθήσει πολύ το #ΜeΤoo έτσι ώστε να υπάρξει όριο και σεβασµός στην εργασία. Πολύ περισσότερες ιστορίες µε γυναίκες στο επίκεντρο και µε πολύπλοκους ολοκληρωµένους γυναικείους χαρακτήρες γράφονται. Παρ’ όλο που δεν υπάρχει ιδιαίτερη κρατική βοήθεια, η κινηµατογραφική παραγωγή έχει ανοίξει».
Σε αντίθεση με την πλειονότητα των συναδέλφων σας, η τηλεοπτική σας παρουσία είναι μάλλον φειδωλή…
«Εχω συµµετάσχει στην αγγλική τηλεόραση, στο σίριαλ «The Tunnel» (2017), και πρόσφατα στο «Bookish», που δεν έχει ακόμα κυκλοφορήσει, το οποίο έχει γράψει και πρωταγωνιστεί ο Mαρκ Γκάτις. Είναι δύο φοβερές εμπειρίες. Η ταχύτητα στο τηλεοπτικό γύρισμα είναι τελείως διαφορετική από το κινηματογραφικό και αυτό δημιουργεί άλλη εγρήγορση. Επίσης η υποκριτική σε διαφορετική γλώσσα είναι μια πρόκληση που μου αρέσει. Στην ελληνική τηλεόραση δεν έχω συμμετάσχει ποτέ, δεν έχω ακόμα την επιθυμία να το κάνω».