εννημένος το 1978, ασκεί τη δικηγορία, διαβάζει Ιστορία, είναι έντονα πολιτικοποιημένος και διαθέτει ευφυές χιούμορ, το οποίο μάλλον δεν έχει τολμήσει ακόμη να το αναδείξει στη γραφή του. Η πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία ήταν το 2015 με τη νουβέλα «Η δύναμη του κυρίου Δ*», από τις εκδόσεις Αντίποδες. Το πρώτο του μυθιστόρημα, με τίτλο «Εις την ψυχήν ελπίδα», κυκλοφόρησε πρόσφατα από το Βιβλιοπωλείον της Εστίας και τον τοποθετεί γερά στον σύγχρονο λογοτεχνικό μας χάρτη.
Βρισκόμαστε στην Αθήνα λίγο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, ένας νέος έχει μόλις επιστρέψει από την Ιταλία, γοητευμένος από τις φρέσκες σοσιαλιστικές ιδέες της εποχής, και μέσα από ένα τυχαίο γεγονός, καθώς και λόγω της κοινής τους αγάπης για τα αυτοκίνητα, γίνεται φίλος του «υπηρεσιακού» βασιλιά Αλέξανδρου Α’. Ανάμεσα στις επισκέψεις του στο Τατόι και στη μικρή του κάμαρα ξεδιπλώνεται μια ιστορία για τις ιδέες, αλλά κυρίως για το τίμημά τους. Ανθρωποι με εντελώς διαφορετικές ιδεολογικές και πολιτικές τοποθετήσεις – είτε από επιλογή είτε κατ’ ανάγκη –
συγκλίνουν και αποκλίνουν σε μια εποχή πρόσφορη για να ονειρευτείς μια νέα ζωή.
συγκλίνουν και αποκλίνουν σε μια εποχή πρόσφορη για να ονειρευτείς μια νέα ζωή.
Γιατί επιλέξατε να γράψετε ένα ιστορικό μυθιστόρημα;
«Θα προτιμούσα να μην το χαρακτηρίσω ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά μυθιστόρημα ιστορικής φαντασίας, περισσότερο με τη μουσική έννοια του όρου «φαντασία», σαν έναν αυτοσχεδιασμό επάνω σε ένα θέμα. Αναμφίβολα πάντως είναι ένα μυθιστόρημα με ιστορικό υπόβαθρο».
Εχετε διαβάσει αρκετά Ιστορία, την αγαπάτε…
«Αγαπώ την Ιστορία και κυρίως τις εκπλήξεις και τα παράδοξα που ανακαλύπτει κανείς διαβάζοντάς την. Κυρίως με γοητεύει το πώς συγκροτούνται οι ιδέες των ανθρώπων μέσα στο ιστορικό και κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ζουν».
Πόσο μπορεί να παρέμβει κανείς με μυθοπλασία σε ιστορικά πρόσωπα; Πού βρίσκεται η γραμμή μεταξύ δόκιμου και αυθαίρετου;
«Υπάρχει μια πλούσια παράδοση στο μυθιστόρημα, ιστορικών προσώπων που τοποθετούνται σε ένα πλαίσιο μυθοπλαστικό. Δεν κομίζω κάτι καινούργιο ως προς αυτό και δεν νομίζω πως τίθεται ζήτημα αυθαιρεσίας».
Σε εποχές που προσπαθεί να περάσει η άποψη πως οι ιδεολογίες πέθαναν, είναι ένα μυθιστόρημα για την ιδεολογία;
«Σε μεγάλο βαθμό είναι ένα μυθιστόρημα για τις ιδέες των ανθρώπων. Θεωρώ πως η σύγχρονη λογοτεχνία είναι αρκετά ενδοσκοπική. Υπό αυτή την έννοια, αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι να επαναφέρω τη συζήτηση στο πεδίο της συγκρότησης των ιδεών, της εξέλιξής τους, ακόμη και της διάψευσής τους».
Θεωρείτε υποχρέωση για έναν καλλιτέχνη να μιλήσει για την εποχή του;
«Η διάκριση ανάμεσα σε καλλιτέχνες και μη καλλιτέχνες δεν μου φαίνεται πολύ δόκιμη σε αυτό το πλαίσιο. Ο κάθε άνθρωπος – ανεξαρτήτως της ιδιότητάς του – αισθάνεται πως πρέπει ή δεν πρέπει να παρέμβει στα ζητήματα που θέτει η εποχή του. Αυτό είναι κάτι που το υπαγορεύουν η ατομική συνείδηση του καθενός και η προσωπική του συγκρότηση».
Ιδεολογία είναι αυτό το οποίο δηλώνουμε για τον κόσμο που ονειρευόμαστε;
«Είναι πολύ δύσκολη η ερώτηση και δεν νομίζω πως έχω την επάρκεια να απαντήσω. Θα έλεγα πως ιδεολογία είναι κάτι πολύ ευρύτερο. Είναι και οτιδήποτε σκεφτόμαστε ή πράττουμε δίχως να συνειδητοποιούμε τις πηγές και τις αιτίες των ιδεών και των πράξεών μας. Ακόμη και οι απλούστερες φράσεις και σκέψεις μας προϋποθέτουν ένα συγκεκριμένο νοητικό, γλωσσικό και κοινωνικό σύμπαν στο οποίο υπαγόμαστε και το αναπαράγουμε».
Εχετε ποτέ κλονιστεί σε κάποιες από τις βασικές σας αρχές, λόγω εμπειρίας ή κόπωσης ή ματαίωσης;
«H τήρηση ή μη τήρηση αρχών στη δική μου γενιά είναι ένα ζήτημα. Θέλω να πω ότι δεν ζούμε σε τόσο σκληρές εποχές ώστε να μπορούμε να υποστηρίξουμε πως οι αρχές μας έχουν δοκιμαστεί στην πράξη. Σε άλλες εποχές, που οι αρχές παίζονταν σε ένα επίπεδο ζωής ή θανάτου, ήταν απτές οι αποδείξεις τήρησης των αρχών του καθενός. Οπότε θα ήταν υπερφίαλο από πλευράς μου να υποστηρίξω πως παραμένω ακλόνητος. Παρ’ όλα αυτά νομίζω πως – έστω σε επίπεδο απλής δήλωσης – δεν έχω αναθεωρήσει τις βασικές μου αρχές».
Σας έχει τύχει στην προσωπική σας ζωή – όπως στον ήρωα του βιβλίου σας – να εκτιμήσετε ως άνθρωπο κάποιον που εκπροσωπεί κάτι εντελώς αντίθετο από εσάς;
«Ε, ναι, αυτό μου συμβαίνει συνέχεια!».
Κλονίζεστε σκεπτόμενος μήπως τελικά δεν είστε τόσο διαφορετικοί όσο νομίζετε και δεν σας χωρίζουν τόσα πολλά πράγματα;
«Κλονίζομαι συνέχεια. Καθημερινά συναναστρέφομαι αξιόλογους ανθρώπους που πρεσβεύουν αντίθετες απόψεις από τις δικές μου και εκτιμώ τη σκέψη τους. Αυτό παράγει ένα στοιχείο σεβασμού και – γιατί όχι; – και θαυμασμού».
Σας συμβαίνει και το αντίστροφο; Να συμφωνείτε σε όλα τα γενικά αλλά να μην αντέχετε να πιείτε έναν δεύτερο καφέ μαζί του;
«Και αυτό μπορεί να συμβεί. Ωστόσο δεν θα έλεγα πως είναι ο κανόνας. Αλίμονο, η συμφωνία σε «όλα τα γενικά» είναι πολύ ισχυρή για να σε κάνει να μη θέλεις να πιεις ούτε «έναν δεύτερο καφέ» με τον άλλον».
Βρίσκετε τον εαυτό σας στη φράση του βιβλίου: «Θα στέλνατε έναν φίλο σας στο απόσπασμα; «Εξαρτάται από το διακύβευμα»»;
«Ευτυχώς, δεν έχω αναγκαστεί να αναρωτηθώ… Είναι όντως άγρια φράση, αλλά έχει να κάνει με τις προσλαμβάνουσες της εποχής, τη σκληρότητά της, και υποδηλώνει ορισμένες πρακτικές ανθρώπων που θήτευσαν σε επαναστατικές εποχές. Ανοίγετε ένα πολύ ενδιαφέρον και δύσκολο θέμα. Υπήρξαν εποχές που οι άνθρωποι έπρεπε να λάβουν πολύ κρίσιμες και σκληρές ηθικές αποφάσεις. Ενδεχομένως εκείνες που πήραν τη συγκεκριμένη περίοδο να επέστρεψαν ως εφιάλτες. Εφιάλτες που οδήγησαν ακόμη και στην αλλοίωση της πρόθεσης που είχαν όταν έπαιρναν εκείνες τις αποφάσεις».
Αρα βάσει τού πώς κρίνει ο καθένας την κρισιμότητα μιας συγκυρίας αποφασίζει ποιο είναι πιο σημαντικό, τα μέσα του ή ο σκοπός του;
«Καταλαβαίνω τι λέτε, αλλά θεωρώ πως αυτή η συζήτηση περιέχει έναν μεγάλο βαθμό υποκρισίας γιατί, τουλάχιστον σε πολιτικό επίπεδο, τα πράγματα κινούνταν και κινούνται με αυτόν τον τρόπο, ανεξαρτήτως πλευράς. Οι ιστορικές συνθήκες είναι τόσο περίπλοκες που οι πράξεις των ανθρώπων δεν μπορούν να αποτιμηθούν με ένα πάγιο ηθικό κριτήριο».
Λένε διάφοροι πως η σημερινή τέχνη – ας εστιάσουμε στη λογοτεχνία – δεν έχει μιλήσει καθόλου για τη συγκυρία και δεν έχει καταφέρει να αρθρώσει λόγο. Συμφωνείτε;
«Μου φαίνεται πως αυτή η εκτίμηση είναι κάπως απλουστευτική. Δεν νομίζω πως λείπουν τα έργα που ασχολούνται με το «τώρα», αλλά πάντα υπάρχει ο κίνδυνος να μην καταφέρεις να αποτυπώσεις με πολυδιάστατο τρόπο γεγονότα που συμβαίνουν τη στιγμή κατά την οποία τα γράφεις. Το πιθανότερο είναι πως τα βιβλία τα οποία θα μιλήσουν επιτυχώς για το σήμερα θα γραφτούν αρκετά χρόνια αργότερα. Υπάρχει βέβαια πάντα και το ερώτημα τι περιμένει ή τι θέλει να διαβάσει αυτός που διατυπώνει την εκτίμηση ότι η λογοτεχνία σιωπά».
Οι περισσότερες ερωτήσεις μου έως τώρα έχουν να κάνουν με ιδεολογία, με προθέσεις, με τη γενική συγκυρία και ελάχιστα με την τέχνη σας. Το θεωρείτε φυσιολογικό αυτό;
«Και ναι και όχι. Κατά κάποιον τρόπο το θεωρώ αναμενόμενο, διότι καταλαβαίνω ότι το περιεχόμενο του βιβλίου μπορεί να ωθήσει κάποιον να κάνει τέτοιες ερωτήσεις. Η αλήθεια πάντως είναι ότι θα ήθελα κι εγώ να με ρωτήσετε περισσότερα πράγματα για το βιβλίο αυτό καθαυτό».
Δηλαδή περισσότερα «τεχνικά» ζητήματα για τη γραφή σας;
«Ναι, γιατί όχι… Από την άλλη, όπως το ξανασκέφτομαι, η τεχνική ενός συγγραφέα περιλαμβάνει και περιλαμβάνεται στην οπτική του, την κοσμοθέασή του. Οπότε, υπό αυτή την έννοια, μια και οι ερωτήσεις σας αφορούσαν σε μια τέτοια οπτική, δεν θα τις χαρακτήριζα «εκτός πεδίου λογοτεχνικής γραφής»».
Αυτό όμως σταματάει στο επίπεδο προθέσεων. Από εκεί και πέρα ένα καλλιτεχνικό έργο πρέπει να κρίνεται ως καλλιτεχνικό έργο, κάτι που από ορισμένους έχει ενοχοποιηθεί ως ελιτίστικο. Αλλά η τέχνη κρίνεται πάντα από το τελικό αποτέλεσμα, από τη μαστοριά, το ταλέντο, και όχι από την ιδεολογική μας ταύτιση με τον καλλιτέχνη.
«Συμφωνώ απόλυτα. Ενα λογοτεχνικό βιβλίο κρίνεται κυρίαρχα με όρους γλωσσικής έκφρασης. Εξάλλου, δεν υπάρχει χειρότερη υπηρεσία που μπορούμε να προσφέρουμε στην ίδια μας την ιδεολογία από το να παράγουμε κακή τέχνη με τα υλικά της. Παρεμπιπτόντως, να πω πως οι λογοτέχνες που με επηρέασαν περισσότερο ήταν όσοι απείχαν κατά τον μέγιστο βαθμό από τις δικές μου πολιτικές και ιδεολογικές τοποθετήσεις».
Οπως;
«Οπως ο Ναμπόκοφ».
Κλείνοντας, το μοναδικό που με «ξένισε» στο βιβλίο ήταν η απόλυτη απουσία του σεξ και του έρωτα. Δεν υπάρχουν σχεδόν πουθενά!
«Αυτό έγινε τελείως συνειδητά. Αυτοσαρκαζόμενος, νομίζω πως αν έχει κάτι πρωτότυπο αυτό το μυθιστόρημα, είναι ακριβώς αυτή η έλλειψη! Υπάρχει ένας υπερκορεσμός του ερωτικού στοιχείου. Θέλησα λοιπόν, ίσως προκλητικά, να αντισταθώ σε αυτό».