Η μουσική υπήρξε ανέκαθεν από τα πιο ισχυρά εκφραστικά μέσα της ανθρώπινης ψυχής. Μέσο ικανό να αποτυπώσει τα βαθύτερα συναισθήματα, τις πνευματικές αναζητήσεις, καθώς και τα μεγάλα θρησκευτικά βιώματα. Η χριστιανική παράδοση έχει ευλόγως εμπνεύσει δεκάδες συνθέτες σε αξιοσημείωτα έργα, πολλά εκ των οποίων αντλούν έμπνευση ή αναφέρονται και στις ημέρες του Πάσχα.

Ο Μπαχ με τα «Κατά Ματθαίον Πάθη» και τα «Κατά Ιωάννην Πάθη», ο Χέντελ με τον «Μεσσία» και την «Ανάσταση» (που αύριο Μ. Δευτέρα, 14 Απριλίου, παρουσιάζεται στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών από την Καμεράτα – Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής, υπό τον Γιώργο Πέτρου), ο Χάιντν με τους «Επτά λόγους του Ιησού στον Σταυρό», ο Μπρούκνερ με το μοτέτο «Christus Factus Est» και ο Αρβο Περτ με το «Passio» είναι μερικοί μόνο από τους δημιουργούς που έντυσαν την άνοιξη με μουσικές θρησκευτικής κατάνυξης. Ομως και οι συνθέτες της όπερας ανέβασαν κάποιες φορές το Πάσχα στη σκηνή.

Χρησιμοποιώντας το Θείο Δράμα για να δώσουν ένταση στα δράματα και τα αδιέξοδα των ηρώων τους και για να τους οδηγήσουν με βαθιά συμβολικό τρόπο άλλους στη σταύρωση και άλλους στην ανάσταση.

Ο διαχρονικός θρίαμβος του Μασκάνι

Οταν μιλάμε για το Πάσχα στη λυρική τέχνη, το πρώτο έργο που σκεφτόμαστε είναι η «Καβαλερία Ρουστικάνα» του Μασκάνι, ένα από τα πιο εμβληματικά έργα του ιταλικού βερισμού. Η μονόπρακτη όπερα έκανε πρεμιέρα στις 17 Μαΐου 1890 στο θέατρο Κοστάντσι της Ρώμης, μετά τη βράβευση του νεαρού τότε συνθέτη σε διαγωνισμό του μιλανέζικου μουσικού εκδοτικού οίκου Casa Musicale Sonzogno.

Η επιτυχία ήταν τεράστια, με την «Καβαλερία» να αναδεικνύεται σε μία από τις δημοφιλέστερες όπερες στην ιστορία του είδους. «Από τα δεκατέσσερα μελοδράματά μου, ένα μόνον, η «Καβαλερία Ρουστικάνα», έχει παγκόσμιον φήμην, τα άλλα είναι σχεδόν άγνωστα, μολονότι μερικά εξ αυτών δεν υστερούν από την «Καβαλερία»» γράφει ο ίδιος ο Μασκάνι, απειλώντας πως θα σταματήσει να συνθέτει καθώς το νέο κοινό δεν αντιλαμβάνεται πλέον τις ποιότητες του μελοδράματος («Ελεύθερον Βήμα», 14 Αυγούστου 1929).

Οπως φαίνεται, όμως, αυτό το κοινό, «η νεωτέρα γενεά», που κατά τον συνθέτη «περιορίζει τας προτιμήσεις της εις την ελαφράν μουσικήν», εξακολουθεί να εκτιμά δέοντως την «Καβαλερία» του, που και στις μέρες μας, όπου και αν παρουσιαστεί, γίνεται εύκολα sold out.

H υπόθεση εκτυλίσσεται σε ένα μικρό χωριό της Σικελίας ανήμερα το Πάσχα. Σκηνικό είναι η κεντρική πλατεία με το καφενείο της και με την εκκλησία, όπου οι χωρικοί μπαινοβγαίνουν ακολουθώντας το τυπικό των ημερών, δηλαδή συμμετέχοντας σε λειτουργίες και λιτανείες («Inneggiamo, Il Signor non è morto»), από εκείνες που παραδοσιακά γίνονται στα σικελικά χωριά.

Η νεαρή Σαντούτσα, αφορισμένη και αποδιωγμένη από την κλειστή και συντηρητική κοινωνία εξαιτίας της ερωτικής σχέσης της με τον ερωτύλο Τουρίντου, προσπαθεί να ξανακερδίσει τον άστατο αγαπημένο της.

Οταν επιβεβαιώνει πως ο καλός της έχει χαρίσει την καρδιά του αλλού, σε μια παντρεμένη γυναίκα, τον αντιμετωπίζει με λυσσαλέο πάθος σε μία από τις πιο συγκλονιστικές σκηνές στην ιστορία του μελοδράματος: «Πρόσεχε!» τον προειδοποιεί με οργή, και όταν εκείνος την προσπερνά προκλητικός και αδιάφορος («Δεν με ενδιαφέρει ο θυμός σου!»), τον καταριέται: «Να έχεις μαύρο Πάσχα!».

Η κατάρα της πιάνει: Στο φινάλε ο Τουρίντου πέφτει νεκρός από το μαχαίρι του σκληροτράχηλου συζύγου της νέας ερωμένης του. Ποιος τον ενημέρωσε για τις πομπές της γυναίκας του και όπλισε το χέρι του; Η Σαντούτσα, η οποία την ώρα που πέφτει η αυλαία μένει στη σκηνή μόνη, συντετριμμένη, συνειδητοποιώντας με τρόμο το κακό που έκανε. Οπερες πάνω στο ίδιο θέμα έχουν γράψει και άλλοι συνθέτες, όπως ο Στανισλάο Γκασταλντόν και ο Ντομένικο Μονλεόνε, χωρίς όμως την ίδια επιτυχία.

Μυστικιστικός «Πάρσιφαλ»

Στην αυτοβιογραφία του ο Ρίχαρντ Βάγκνερ αποκαλύπτει ότι εμπνεύστηκε τον τρίπρακτο «Πάρσιφαλ» τον Απρίλιο του 1857, συγκεκριμένα τη Μεγάλη Παρασκευή, στο εξοχικό τού μέντορά του, του ευκατάστατου εμπόρου μεταξιού Οτο Βέζεντονκ, στα περίχωρα της Ζυρίχης. Αργότερα ο συνθέτης παραδέχθηκε πως στην πραγματικότητα εκείνη η ημέρα δεν ήταν Μεγάλη Παρασκευή, ήταν όμως τόσο όμορφη και γαλήνια όσο πρέπει να είναι η Μεγάλη Παρασκευή.

Αυτά για την ιστορία, καθώς εκείνο που κυρίως μας απασχολεί δεν είναι αν ο «Πάρσιφαλ» γράφτηκε τις ημέρες του Πάσχα, αλλά πώς παρουσιάζεται το Πάσχα στον «Πάρσιφαλ».

Μέρος της ιστορίας του Πάρσιφαλ, του αθώου νεαρού που προορίζεται να γίνει ο νέος βασιλιάς των Ιπποτών του Γκράαλ, του Ιερού Δισκοπότηρου, διαδραματίζεται κατά τη Μεγάλη Παρασκευή (τρίτη πράξη): Εκείνη την ημέρα η Κούντρι, μια μυστηριώδης, υποταγμένη στις δυνάμεις του σκότους και καταραμένη (επειδή είδε τον Χριστό στον σταυρό και γέλασε με τον πόνο Του) γυναίκα, βρίσκει τη δύναμη να αποποιηθεί το αμαρτωλό παρελθόν της. Σε μια κίνηση ύψιστου συμβολισμού, νίβει τα πόδια του Πάρσιφαλ, βαπτίζεται χριστιανή και στη συνέχεια, απελευθερωμένη από την κατάρα της, ξεψυχά.

Η συντριβή, η λύτρωση, η συγχώρηση… «Πόσο όμορφα φαίνονται σήμερα τα λιβάδια (…) ποτέ δεν είδα τόσο φρέσκο το γρασίδι, τα άνθη και τα λουλούδια» λέει ο Πάρσιφαλ, με τον Γκούρνεμαντζ, τον γηραιό ιππότη του Αγίου Δισκοπότηρου που τον συνοδεύει στην εν λόγω σκηνή, να απαντά: «Αυτό είναι το θαύμα της Μεγάλης Παρασκευής, άρχοντά μου!».

Ο «Φάουστ» και το νόημα της ζωής

«Ο Χριστός μόλις αναστήθηκε» τραγουδά η χορωδία στην αρχή της όπερας του Μπερλιόζ «Η καταδίκη του Φάουστ» (1846), ενώ ο γηραιός ήρωας θρηνεί για τα χρόνια που πέρασαν – «Ω γη, για εμένα μόνο δεν έχεις λουλούδια!» – και ετοιμάζεται να αυτοκτονήσει. «Ο Χριστός μόλις αναστήθηκε, ωσαννά!» επιμένει η χορωδία: «Αφήνοντας τον σκοτεινό του τάφο, στον ουρανό ανεβαίνει πιο λαμπρός».

Και ξαφνικά ο Φάουστ ξαναβρίσκει τη διάθεση για ζωή: «Υμνοι της προσευχής, γιατί ξαφνικά να κλονίσετε την απόφασή μου; (…) Υμνοι πιο γλυκοί από την αυγή, ηχήστε ξανά, τα δάκρυά μου κύλησαν, ο ουρανός με ξανακέρδισε». Και στον «Μεφιστοφελή» (1868) του Αρίγκο Μπόιτο, όπερα εμπνευσμένη, όπως και η «Καταδίκη» του Μπερλιόζ, από τον «Φάουστ» του Γκαίτε, η πρώτη πράξη διαδραματίζεται την Κυριακή του Πάσχα, με τον κόσμο να χορεύει και να διασκεδάζει.

Οσο για τον «Φάουστ» (1859) του Γκουνό, το δημοφιλέστερο από τα τρία μελοδράματα με το παρόμοιο θέμα, εδώ η αναφορά στην πασχαλινή Ανάσταση έρχεται για να λειτουργήσει αποθεωτικά στο φινάλε: Οι ουρανοί ανοίγουν και δέχονται την ψυχή της τυραννισμένης Μαργαρίτας, ο Μεφιστοφελής συντρίβεται από το λαμπερό ξίφος του Αρχαγγέλου και η χορωδία των αγγέλων ψάλλει: «Χριστός ανέστη! Ο Χριστός ξαναγεννιέται!». Αν βεβαίως στις τρεις όπερες με την παρόμοια θεματολογία και υπόθεση συναντάμε ψήγματα του Πάσχα, η «Καβαλερία Ρουστικάνα» παραμένει το λυρικό έργο που περισσότερο από όλα συνδέεται με τη γιορτή.

«Το απόγευμα της αγάπης»

Εχουμε όμως και στην ελληνική μελοδραματική παραγωγή μία δική μας «Καβαλερία Ρουστικάνα», δηλαδή μια όπερα που χρησιμοποιεί το Πάσχα σχεδόν με τρόπο αντιστικτικό, για να πλέξει μια ιστορία για τα πιο σκοτεινά ανθρώπινα πάθη. «Το απόγευμα της αγάπης» του Μάριου Βάρβογλη είναι ένα μουσικό δράμα σε λιμπρέτο του ίδιου του συνθέτη βασισμένο στο οµώνυµο δράμα του Θεόδωρου Συναδινού.

Η πλοκή εξελίσσεται στα μέσα του 19ου αιώνα, στην πλατεία ενός χωριού, μπροστά σε μια εκκλησία, το απόγευμα ανήμερα της Κυριακής του Πάσχα, το οποίο αποκαλείται και «απόγευμα της αγάπης». Ο Τάσος ορέγεται τη Μαλάµω, με την οποία είχε ανταλλάξει ένα φιλί στα νεανικά τους χρόνια. Αν και τώρα η Μαλάμω είναι παντρεμένη, εκείνο το φιλί στοιχειώνει τον αθεράπευτα ερωτευμένο άνδρα.

Ανίκανος να συµµεριστεί τη χαρά των συγχωριανών του που γιορτάζουν το Πάσχα, σε συνάντηση μαζί της τής εκφράζει εκ νέου τον έρωτά του. Η Μαλάµω τον χαστουκίζει και εκείνος ορκίζεται εκδίκηση.

Επιστρατεύοντας απίστευτες δεισιδαιμονίες – που όμως εκείνες τις εποχές, σε εκείνες τις κοινωνίες, ήταν απολύτως πιστευτές –, πείθει τη μητέρα του Θάνου, συζύγου της Μαλάμως, να σκοτώσει τη νύφη της, εξαγοράζοντας με αυτόν τον τρόπο την υγεία και τη ζωή του γιου της. Εκείνη, η Χρυσαυγή, σπρώχνει τη Μαλάµω στον γκρεμό. Οταν λίγο μετά η θάλασσα ξεβράζει ένα πτώμα, πιστεύει πως αποκαλύφθηκε το έγκλημά της, όμως ο νεκρός είναι ο γιος της που είχε γλιστρήσει από τη βάρκα του και είχε πνιγεί.

Ο συνθέτης στην ανάπτυξη του έργου χρησιμοποιεί δημοτικά τραγούδια (ή τεχνικές του δημοτικού τραγουδιού) και βυζαντινές υμνωδίες (μεταξύ άλλων ακούγεται το «Χριστός ανέστη») προκειμένου να δώσει το πνεύμα της γιορτής και να δημιουργήσει την κατάλληλη ατμόσφαιρα. «Το απόγευμα της αγάπης» παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από την Εθνική Λυρική Σκηνή στο θέατρο Ολύμπια στις 10 Ιουνίου 1944 σε μουσική διεύθυνση Λεωνίδα Ζώρα και σκηνοθεσία Κίμωνα Τριανταφύλλου. Με τους Δημήτρη Ευστρατίου (Τάσο), Φανή Παπαναστασίου (Μαλάμω), Μιχάλη Κορώνη (Θάνο) και Κίτσα Δαμασιώτη (Χρυσαυγή).

Η παραγωγή επαναλήφθηκε το 1945, το 1961 (με τους Κωστή Δημητρακόπουλο, Μαρία Μουτσίου, Μιχάλη Χελιώτη και Κική Μορφωνιού) και το 1966 (με τους Κωστή Δημητρακόπουλο, Μυρτώ Δουλή-Πορφύρη, Παναγιώτη Σκαφίδα και Κική Μορφωνιού). Τον Απρίλιο του 2014 παρουσιάστηκε με πιάνο, σε μορφή θεατρικού αναλογίου, στο φουαγιέ του Ολύμπια, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του «Κύκλου ελληνικής όπερας».