Πενήντα ομιλίες του, που αντιστοιχούν σε ισάριθμες σημαντικές εκθέσεις, ανάμεσα στις πολλές που έχει επιμεληθεί ο Τάκης Μαυρωτάς μόνο τα τελευταία 20 χρόνια της επιτυχημένης καριέρας του, περιλαμβάνονται στο νέο του βιβλίο με τίτλο «Λέξεις και Τέχνη» (εκδ. Μέλισσα), το οποίο προλογίζουν η πρύτανης Ελένη Αρβελέρ, ο γλύπτης και ακαδημαϊκός Γιάννης Παρμακέλης και ο εικαστικός Κώστας Τσόκλης.
«Με αυτόν τον τρόπο σχεδόν απολογούμαι για το τι έχω κάνει» μας απαντάει ο κ. Μαυρωτάς στην ερώτηση πώς αποφάσισε να δημιουργήσει αυτή την ιδιαίτερη έκδοση. «Είναι μια φράση που μου είχε πει η Κική Δημουλά. Συγκεντρώνοντας αυτές τις ομιλίες των τελευταίων 20 χρόνων θυμήθηκα τι είχα ζήσει, σε ποιες εκθέσεις είχα εργαστεί».
Η αλήθεια είναι ότι έχει πολλά να θυμηθεί ο κ. Μαυρωτάς, σήμερα διευθυντής εικαστικού προγράμματος του Ιδρύματος Β. & Μ. Θεοχαράκη, σε μια διαδρομή που ξεκίνησε το 1987 από το Μορφωτικό Iδρυμα Εθνικής Τραπέζης με την πρώτη του έκθεση, τις «Oψεις μιας μεγάλης Ελλάδας» του Εντσο Κρέα. Τη μεγάλη επιτυχία της πρώτης αυτής έκθεσης ακολούθησε αμέσως η δεύτερη, την επόμενη χρονιά, με τον «Απολογισμό μιας Συλλογής» του ιδρύματος, που πραγματοποιήθηκε στην Εθνική Πινακοθήκη.
Ετσι άνοιξε ο δρόμος για τον νεαρό τότε επιμελητή και κριτικό τέχνης για να τον εμπιστευθούν και άλλα μεγάλα ιδρύματα – ενδεικτικά αναφέρουμε μερικές από τις πρώτες του σημαντικές εκθέσεις, ανάμεσά τους η αναδρομική του Δημήτρη Μυταρά στην Πινακοθήκη Πιερίδη, οι τιτλοφορούμενες «Κύπρος – 9.000 χρόνια πολιτισμού» στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΟΚ στην Κέρκυρα, «Ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας στη ζωγραφική του Αλέκου Φασιανού» στο Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών, «Takis – Chryssa», «Η κληρονομιά του Απόλλωνα» και «Κίονες και πεσσοί», επίσης στους Δελφούς, κ.ά.
«Θεωρώ ευλογία στη ζωή μου ότι με έχουν επιλέξει για μεγάλες τους εκθέσεις όλοι αυτοί οι σπουδαίοι καλλιτέχνες, ότι έκανα πολλές αφιερωματικές εκθέσεις, όπως για τους δύο νομπελίστες ποιητές μας, τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Γιώργο Σεφέρη, με τη σύμπλευση πολλών σύγχρονων καλλιτεχνών που εμπνεύστηκαν από το έργο τους και παρουσιάστηκαν στη συνέχεια στο Τελλόγλειο Ιδρυμα Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Βέβαια θα ήταν άστοχο να μη σταθώ και στις εκθέσεις των ξένων καλλιτεχνών, του Πάμπλο Πικάσο και του Ζαν Κοκτό, του Λεονάρντο Κρεμονίνι ή την πρόσφατη του Νοβέλο Φινότι. Είμαι πολύ χαρούμενος, γιατί με τους περισσότερους από τους καλλιτέχνες που θαύμαζα και έχω μελετήσει το έργο τους έχω συνεργαστεί» μας λέει κάνοντας κάτι σαν απολογισμό του έργου του ο κ. Μαυρωτάς, για τον οποίο η πρύτανης Ελένη Αρβελέρ ξεκινά τον πρόλογό της στο βιβλίο του με αυτά τα λόγια: «Πολλοί μίλησαν για την ερωτική μανία, της οποίας «ουδέν σφοδρότερον» (κατά τον Ιουστινιανό). Για τον Τάκη Μαυρωτά σπουδαιότερη είναι όμως η «καλλιτεχνική μανία», μια ασθένεια από την οποία πάσχει παιδιόθεν. Είναι, θα πω, το πηγαίο ταλέντο του, άσχετο από σπουδές και πτυχία, που τον οδηγεί στη σωστή αξιολόγηση, αυτή την κριτική θεώρηση, που αποπνέει σεβασμό για το έργο και αγάπη προς τον καλλιτέχνη. Θα ήθελα, επίσης, να υπογραμμίσω τη σχέση που έχει αποκτήσει με τους καλλιτέχνες, γιατί ανακαλύπτει και προβάλλει πάντα την καλύτερη πτυχή τους».
Ο Γιάννης Παρμακέλης, αντιστοίχως, σημειώνει: «Τα κείμενα του Μαυρωτά μάς συνοδεύουν στην περιήγησή μας, προτείνουν ή εξάπτουν τη φιλομάθεια, την περιέργεια και πολλές φορές ανατρέπουν αυτά που νομίζαμε για την τέχνη». Ενώ ο Κώστας Τσόκλης υπογραμμίζει: «Ολους τους αγαπά (και καλά κάνει), γιατί και ο λιγότερο προικισμένος δημιουργός αξίζει τουλάχιστον σεβασμό και στήριξη. Ποτέ δεν ξέρεις… Αν και προτιμάει το «κριτικός τέχνης» από το «ιστορικός τέχνης», δεν επικρίνει κανέναν. Αφήνει να κρίνουν οι προσδοκίες του κοινού σήμερα και τα καπρίτσια του χρόνου αύριο. Αυτός είναι μια δέσμη φωτός, που αναδεικνύει το έργο και φωτίζει τον δημιουργό. Ο καλός του λόγος δεν παραχωρείται εύκολα σε όλους, μου λέει. Ομως κατορθώνει να μετατρέψει την άρνηση σε απλώς μη κατάφαση. Τον θαυμάζω».
Ο ρόλος του επιμελητή
Ενα από τα πρώτα πράγματα που διαφαίνονται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου είναι ο σημαντικός ρόλος που διαδραματίζει ο επιμελητής σε κάθε έκθεση, κάτι που επιβεβαιώνει και ο ίδιος ο κ. Μαυρωτάς: «Οι επιμελητές έχουν μεγάλη ευθύνη στις επιλογές, στον διάλογο που αναπτύσσεται ανάμεσα στα έργα και κυρίως στην αισθητική της πρόσληψης, δηλαδή πώς θα βρουν τα μεθοδολογικά εργαλεία της άμεσης προσέγγισης του σύγχρονου κοινού.
Γιατί, όπως ξέρετε, μια έκθεση έχει στόχο να φέρει το ευρύτερο κοινό σε άμεση επαφή μαζί της, από τους μυημένους και τους μη μυημένους, τα παιδιά της σχολικής και προσχολικής ηλικίας κ.ά. Υπάρχει μια αγωνία μέχρι την τελευταία μέρα να μπορέσει ο κόσμος να αντιληφθεί το μεγαλείο ενός ζωγράφου, είτε μιλάμε για την έκθεση του Νίκου Εγγονόπουλου, του Γιάννη Γαΐτη, του Θεόφιλου κ.ο.κ. Ο επιμελητής πρέπει να έχει σεβασμό στην εικαστική δημιουργία και φυσικά στους ίδιους τους καλλιτέχνες και να θέλει και εκείνος με τη σειρά του να προσφέρει κάτι στο τεράστιο αυτό θέμα της τέχνης».
Η τέχνη, σύμφωνα με τον κ. Μαυρωτά, είναι εκείνη που μας αναζωογονεί και αποτελεί το μόνιμο καταφύγιό μας: «Είναι εκείνη που δεν θα μας προδώσει, που δίνει φτερά στα όνειρα και τις προσδοκίες μας. Αυτή θέλουμε να αποτελεί ένα κέντρο στη ζωή μας, μια πηγή συνεχούς έμπνευσης. Η τέχνη παράγει στοχασμούς, προβληματισμούς, συγκινήσεις και μεταφέρει αυτό που είναι, δηλαδή την αλήθεια της».
Τέλος, ο κ. Μαυρωτάς δεν παραλείπει να στείλει και ένα μήνυμα στους νεαρότερους συναδέλφους του. Οπως λέει χαρακτηριστικά: «Αυτού του είδους τα βιβλία είναι όλα πολύτιμα γιατί έχουν ως στόχο να παρακινούν τους νεότερους συναδέλφους να δημοσιοποιούν και εκείνοι τα κείμενά τους και να εκδίδουν βιβλία. Η νέα γενιά επιμελητών οπλίζεται με περισσότερες γνώσεις και σπουδές και σε αυτούς ελπίζουμε για ένα καλύτερο αύριο».