― Αυτό που σου έχει απομείνει είσαι εσύ χωρίς εσένα.
― Με αντιτάσσεις στον εαυτό μου.
Πώς θα μπορούσα ποτέ να κερδίσω αυτόν τον αγώνα;
Edmond Jabès
Το τιμιότερο των έργων, που θα μπορούσε να αναλάβει η κριτική, είναι αναμφίβολα η μεσολάβηση μεταξύ του κειμένου και του αναγνώστη. Ομως αυτή η μεσολάβηση γεννά ήδη ερωτήματα σχετικά με την ανάληψη της προσπάθειας για την ευόδωση ενός σκοπού, συνεχώς αναβαλλόμενου. Κάθε εγχείρημα παγίωσής του δεν μπορεί παρά να επιτελείται με τον τρόπο της εξουσίας του Λόγου: αναπόφευκτη περιστολή της σημασίας σε γνώση, σε αυστηρό πρωτόκολλο της πρόσβασης του αναγνώστη στο κείμενο. Εξ ου και ο θεσμικά κατακυρωμένος αναλφαβητισμός του κειμένου. Εμείς μπορούμε να το διαβάσουμε, αλλά εκείνο δεν μπορεί να διαβάσει τον εαυτό του. Υποτίθεται πως αυτήν την ανάγνωση την κατορθώνει «καθρεφτίζοντας» τον εαυτό του στον αναγνώστη. Τι άλλο θα μπορούσε να μας επιτρέψει η παντελής απουσία κάθε υπερβατικότητας; Η ταυτότητα του κειμένου είναι η ετερονομία του
– αλλά η ετερονομία του αναγνώστη ως ενεργούμενου της δεσπόζουσας
ρητορικής.
Η δεσπόζουσα ρητορική, υπό την εξουσία της οποίας μοιραία θα διαβαστεί το ποίημα του Γιώργου Βέλτσου (Σαν) ποίημα, θα απαιτήσει από τον αναγνώστη να αντιληφθεί το (Σαν) ως έναν τροπισμό που είναι και δεν είναι τρόπος. Η περιπλοκή αυτή δεν θα μπορέσει να του προσφέρει την ελάχιστη βοήθεια ως προς τον χαρακτήρα του εν λόγω τροπισμού, αφήνοντάς τον στα χέρια της διαλεκτικής του συρμού: ο Βέλτσος – γνωστός για την επιδεικτική αμφιλογία του – πάλι επιχειρεί να «θολώσει τα νερά» της (μέχρι αυτοχειρίας) απλότητας, που οφείλει να έχει η ποίηση και συγχρόνως να μην έχει. Γράφει κάτι σαν ποίημα, για να διαβάσουμε ένα ποίημα, ενώ διαβάζουμε κάτι όντως σαν ποίημα. Το κλεμμένο γράμμα είναι μπροστά στα μάτια μας και το ξέρουμε.
Μπορούμε ανά πάσα στιγμή να το ανοίξουμε και να το διαβάσουμε. Παρ’ όλα αυτά δεν έχουμε να κάνουμε με ένα κλεμμένο γράμμα, αλλά με ένα (κλεμμένο) γράμμα. Κι ας λέει ο Βέλτσος:
Είπα το παραμύθι μου
γεμάτο λύσσα και φωνές
Αύριο, το φοβισμένο βήμα μου θα κάνω.
Μη με διαβάσετε λοιπόν σαν ποιητή.
Αυτός που θα διαβάσει το (Σαν) ποίημα, δεν πρόκειται να αντιληφθεί την απουσία της παρένθεσης στον στίχο: Μη με διαβάσετε λοιπόν σαν ποιητή. Το πιθανότερο είναι να διαβάσει: Μη με διαβάσετε λοιπόν σαν ποιητή και όχι Μη με διαβάσετε λοιπόν (σαν) ποιητή.
Πράγμα που σημαίνει: Δεν θέλω να με θεωρείτε ποιητή, αν η ποίηση μπορεί να κατορθώσει τον εαυτό της, χωρίς παρενθέσεις. Ποιο σημείο θα μπορούσε να διεκδικήσει τους δύο γιγάντιους συντελεστές, χωρίς να μπει σε παρένθεση, χωρίς να είναι έτοιμο να απουσιάσει, για χάρη του σώματος ή της σκέψης, απαιτώντας να συμπληρώσει το συμπλήρωμά του; Το ποίημα είναι ο ισχυρότερος υποψήφιος.
Κι αφού συμπλήρωμα είναι ταυτόχρονα κάτι που ολοκληρώνει και δύναται να υποκαταστήσει κάτι άλλο, απειλώντας το να μην είναι αυτό που είναι, δίχως την ελλειμματικότητά του τότε μπορούμε να φανταστούμε τι είναι κάτι σαν ποίημα: είναι κάτι που απαιτεί συμπλήρωμα για να είναι ένα ποίημα.
Το ποίημα είναι τελικά ένα κείμενο σαν ποίημα, που ιδρύει την απουσία
– και άρα – την παρουσία του. Το ποίημα δεν έρχεται από μέσα – φεύγει προς τα μέσα, αφού η συμπλήρωση της απουσίας του αντιτίθεται στο ίχνος της απουσίας του: το ποιητικό κείμενο. Μια τέτοια ανάθεση – διαστροφή του «συγγραφέα» – απαιτεί ανθρωπολογικές ρυθμίσεις: απ’ την καρδιά το ποίημα (καν από τον εγκέφαλο – πόσο μάλλον απ’ τον νου) και η καρδιά το (σαν) της ψυχής. Ενα (σαν) και Το ποίημα έκανε φτερά από το ποιητικό κείμενο, για να του εκχωρήσει το προνόμιο της αποκλειστικής εκπροσώπησης. Κι αν η παρένθεση, το σημείο μιας πιθανής παράλειψης, που σταθεροποιεί την παρουσία στην καρδιά της απουσίας, είναι η λέξη για την ποίηση, σε μια γλώσσα, που δεν μιλήθηκε ποτέ;
Ποιος θα κρατήσει την καρδιά εν παρενθέσει;
Τι η παρένθεση φυλά;
Λάρνακα που κατατρώει τον μυϊκό ιστό;
Μήτρα που κυοφορεί νεκρό παιδί;
Φιάλη όπου ο Κλαύδιος βάζει το δηλητήριο;
Αλλά ό,τι κλείνει διαφεύγει συνεχώς.
Ιδού, λοιπόν, άλλο ένα ποίημα από τον Γιώργο Βέλτσο, έναν νομάδα της Αυτοκρατορίας του Λόγου. Αλλο ένα συνοριακό επεισόδιο, από αυτά που συνηθίζει – και για τον φόβο της μόνιμης εγκατάστασης, αναστατώνει την διοικητική μηχανή. Ο Βέλτσος δεν θέλει να εγκατασταθεί. Είναι γνωστό. Ετσι έμπαινε κι έβγαινε πάντα – με τις λάσπες, τις σκόνες και το κάρο του φορτωμένο φιλοσοφία, κοινωνιολογία, δημοσιολογία, ποίηση: λάφυρα στοχαστικών επιδρομών. Απολύτως θεμιτό όσον αφορά την ποίηση. Ετσι κι αλλιώς, όλη η σκέψη είναι ποίηση – κι ας προσπαθήσει ο λογικός άνθρωπος ν’ αποδείξει το αντίθετο, χωρίς ν’ αποδεικνύει στο μεταξύ πως η λογική δεν είναι και τόσο λογική, όσο νομίζει. Η πιο ωραία πονηριά του διαβόλου της ταυτότητας είναι να μας πείσει πως υπάρχει.
Το (ΣΑΝ) ΠΟΙΗΜΑ είναι μια αυτοβιογραφία, ή (σαν) αυτοβιογραφία. Αλλά ήδη αυτή η ζωή είναι μια σύνθεση πρόσκαιρων εγκαταστάσεων σ’ ένα σώμα: τα γεγονότα της είναι επίσης ακαθόριστα, πλανόδια: ροή – όχι πρωτόκολλο σταδιοδρομίας. Ο Βέλτσος συρράπτει τόπους και εποχές. Δεν είναι άγνωστη αυτή η ποιητική τεχνική: βορτικισμός και ιδεογραμμική μέθοδος λέγεται. Επινόηση του Ezra Pound, προκειμένου να δημιουργήσει κάτι σαν ποίημα, που περιέχει ολόκληρη την Ιστορία.
Να ένα δείγμα αυτής της αλήθειας, που γίνεται ποίημα επειδή το ποίημα είναι πάντα επίμονα σαν ποίημα (ας μάθουμε κάποτε πως οι Χίμαιρες είναι η πραγματικότητα, που μας επιτρέπει να αξιοποιούμε την πραγματικότητά μας):
Θα αστειεύεται όποιος ρωτά τι έκανα πριν γράψω
– σαν να ρωτούσαν το Θεό
τι σκόπευε πριν τη Δημιουργία
«Σαν», έκανε ο Θεός
κλείνοντας σε παρένθεση Αδάμ και Εύα.
*
Αφήνω να συμβεί αυτό που θα συμβεί
Αλλο δεν έχω να σας πω.
Ποίημα συναρπαστικό στη στοχαστικότητά του – συγκλονιστικό στην αθωότητά του.