«Δεν φαντάζεται κανείς πόσο ειρηνικές μοιάζουν οι αθηναϊκές Κυριακές πλάι στις δικές μας» παρατηρούσε ο γάλλος αρχαιολόγος, περιηγητής και δημοσιογράφος Γκαστόν Ντεσάν που είχε ζήσει στη χώρα μας μεταξύ 1885 και 1888: «Οικογένειες καταστηματαρχών περπατούν πολύ αργά, ώρες ολόκληρες στις μοναξιές της πλατείας Συντάγματος, γύρω από την εξέδρα όπου η στρατιωτική ορχήστρα σκορπίζει στους τέσσερις ανέμους φανφάρες γαλλικής οπερέτας. Η μητέρα έχει αφήσει το καθημερινό μαντίλι και επιδεικνύει φιλάρεσκα το φέσι με τη χρυσή φούντα που πέφτει πάνω από το αφτί και είναι κόκκινο σαν παπαρούνα. Ο πατέρας, ξυρισμένος και χτενισμένος με φροντίδα, έχοντας ξεχάσει για λίγο το μπακάλικο ή το υπαλληλικό γραφείον του, χαιρετά τους πολυάριθμους γνωστούς του με ένα χαρούμενο «καλημέρα»».
Τι λείπει από το σκηνικό, από αυτή την τρυφερή-ρετρό εικόνα για να είναι πλήρης; Τα ανάκτορα, η σημερινή Βουλή των Ελλήνων, στο πάνω μέρος της πλατείας Συντάγματος και, φυσικά, διαγώνια, το Hôtel Grande Bretagne. Η κοσμοπολίτικη Μεγάλη Βρεταννία που εδώ και ενάμιση αιώνα δεσπόζει στο κέντρο της Αθήνας, αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία μας. Σημείο αναφοράς της πολιτικοκοινωνικής ζωής της χώρας. Κτίριο εμβληματικό, που με τη λειτουργία του σηματοδότησε τη νέα εποχή μιας παραγκούπολης που μεταμορφώθηκε σε κομψή ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, τη νέα εποχή ενός λαού που αφήνοντας πίσω του αιώνες καταπίεσης, φτώχειας και απομόνωσης αγωνιζόταν για ένα μέλλον με προοπτική, με ανάπτυξη και με ελπίδα.
Το πολυτελές κατάλυμα που έχει φιλοξενήσει και εξακολουθεί να φιλοξενεί όλους τους υψηλούς επισκέπτες μας έχει εφέτος πολύ σημαντικά γενέθλια καθώς συμπληρώνει 150 χρόνια λειτουργίας. Η επέτειος εορτάζεται με σειρά από εκδηλώσεις, περιηγήσεις, εκθέσεις και άλλες δράσεις που αναδεικνύουν τη διαχρονική παρουσία της Μεγάλης Βρεταννίας ως κορυφαίου συμβόλου της ελληνικής φιλοξενίας. Εμείς, δραττόμενοι της ευκαιρίας, ταξιδεύουμε πίσω στον χρόνο, ανατρέχουμε στην πλούσια πορεία του σημαντικότερου ξενοδοχείου της Ελλάδας και μαζί σε μερικές από τις σημαντικότερες στιγμές της ιστορίας του τόπου μας.
Το λαμπρό Μέγαρο Δημητρίου
Βρισκόμαστε στο μακρινό 1842. Τη χρονιά που ο Αντώνης Δημητρίου, εύπορος Ελληνας της Διασποράς, αγοράζει μια μεγάλη έκταση στην υπό διαμόρφωση πλατεία Συντάγματος. Επειτα και από προτροπή του βασιλιά Οθωνα, ο οποίος ήθελε να στολίσει την πλατεία όπου βρισκόταν το παλάτι του και με άλλα λαμπρά κτίρια, χτίζει εκεί ένα μέγαρο για την οικογένειά του. Το σχέδια είχε εκπονήσει ο σπουδαίος δανός αρχιτέκτονας Θεόφιλος Χάνσεν που είχε αναλάβει και την επίβλεψη των εργασιών, για να παραδώσει στον ιδιοκτήτη του ένα μέγαρο που λέγεται πως ξεπερνούσε σε πολυτέλεια το παλάτι. Η οικογένεια Δημητρίου θα έμενε εκεί για λίγο, μέχρι το 1852. Στη συνέχεια το κτίριο χρησιμοποιήθηκε ως ξενώνας του παλατιού και ακολούθως ενοικιάστηκε στη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή.
Ενα ανήσυχο επιχειρηματικό πνεύμα
Εδώ μπαίνει στην ιστορία μας ο Σάββας Κέντρος. Ενας αγρότης από το Αργυρόκαστρο ο οποίος αρχικά εργάστηκε ως βοηθός παντοπώλη στο Αγρίνιο, στη συνέχεια ασχολήθηκε με το εμπόριο ζώων, έγινε σωματοφύλακας του εύπορου ομογενούς Αλέξανδρου Νένου και κατέληξε στην Αθήνα για να ασχοληθεί με τη φιλοξενία. Στο νέο επαγγελματικό ξεκίνημά του εργάστηκε στο Ξενοδοχείο των Ξένων (Hotel des Étrangères), απέναντι από τους κήπους των ανακτόρων. Χαρακτήρας ανήσυχος, αποφάσισε κάποια στιγμή να στήσει τη δική του δουλειά. Ετσι, με την οικονομική στήριξη του παλαιού αφεντικού του, του Αλέξανδρου Νένου, ίδρυσε το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία.
Σύμφωνα με το εξαιρετικό βιβλίο του Αγγελου Φ. Βλάχου «Μεγάλη Βρεταννία, ένα ξενοδοχείο-σύμβολο» (εκδόσεις Κέρκυρα), «φαίνεται να υπάρχει μια σύγχυση αναφορικά με την ίδρυση του ξενοδοχείου. Η επικρατούσα άποψη αποδίδει στον Σάββα Κέντρο την πρώτη ίδρυση της επιχείρησης με την εμπορική επωνυμία Μεγάλη Βρεταννία στα μέσα του 1866, ωστόσο ένα ομώνυμο ξενοδοχείο φαίνεται να λειτουργεί από τη δεκαετία του 1840 σε μη κατονομαζόμενη τοποθεσία. (…) Είναι πιθανόν η επιχείρηση του Κέντρου να συνδέεται με κάποιον τρόπο με αυτή (ίσως μέσω εξαγοράς)· σε κάθε περίπτωση, είναι βέβαιο ότι η Μεγάλη Βρεταννία εγκαταστάθηκε στην οικία Γιαννόπουλου (και αργότερα Καλαμαρά), στη γωνία των οδών Σταδίου και Μουσών (σήμερα Καραγεώργη Σερβίας), σε ένα περιορισμένης έκτασης κτίριο, από τα πρώτα που πλαισίωναν την κάτω πλευρά της πλατείας Συντάγματος.
Ως πρώτος πελάτης του ξενοδοχείου, έναντι του οποίου κατέβαλε 150 δραχμές μηνιαίως, αναφέρεται ο Μπενιζέλος Ρούφος, μέλος της προσωρινής κυβέρνησης της Μεσοβασιλείας την περίοδο 1862-1863». Η επιχείρηση είχε τόσο μεγάλη επιτυχία που γρήγορα η επέκτασή της κρίθηκε απαραίτητη. Το 1873 η Μεγάλη Βρεταννία μετακόμισε στο Μέγαρο Δημητρίου, το οποίο είχε μόλις εκκενώσει η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή. Το ξενοδοχείο εγκαινίασε τη λειτουργία του στη νέα στέγη του το 1874, διαβεβαιώνοντας μέσα από διαφημιστική καταχώριση τους πελάτες του «οι τιμαί θέλουσιν είσθαι αι συνήθεις και συμφέρουσαι. Οι εισερχόμενοι έστωσαν βέβαιοι ότι θέλουσιν μείνει κατά πάντα ευχαριστημένοι».
Στάθης και Παλμύρα Λάμψα
Επειτα από τέσσερα χρόνια, το 1878, ο Κέντρος ξεκίνησε τη συνεργασία του με τον Ευστάθιο Λάμψα, πρώην μάγειρα του παλατιού με λαμπρή προϋπηρεσία στον χώρο της φιλοξενίας στη Γαλλία. Οι δύο άνδρες, επιχειρηματίες με όραμα και τόλμη, έλαβαν ένα εξαιρετικά υψηλό για την εποχή δάνειο με στόχο να αναβαθμίσουν ακόμα περισσότερο τις υπηρεσίες του καταλύματος. Η Μεγάλη Βρεταννία ανακαινίστηκε εκ βάθρων και η Αθήνα απέκτησε επιτέλους το πρώτο πραγματικά πολυτελές ξενοδοχείο της. Αυτή όμως τη φορά η επιχείρηση δεν ήταν μόνο ανδρική υπόθεση. Η γαλλίδα σύζυγος του Λάμψα, Παλμύρα Παλφρουά, μια γυναίκα με άποψη και με εκλεπτυσμένο γούστο, ασχολήθηκε πολύ με τη διακόσμηση και την αισθητική των δωματίων και των κοινόχρηστων χώρων και με την επιμόρφωση του προσωπικού, βάζοντας τη σφραγίδα της στη μεταμόρφωση της Μεγάλης Βρεταννίας όχι σε ένα από τα καλύτερα ξενοδοχεία της Ελλάδας αλλά ολόκληρης της Ευρώπης.
Το 1885 ο Κέντρος και ο Λάμψας απέκτησαν την κυριότητα του Μεγάρου Δημητρίου προς 600.000 δραχμές. Λίγο μετά, το 1888, ο Κέντρος πέθανε και ο Λάμψας αγόρασε το μερίδιό του καταβάλλοντας στη χήρα του 300.000 δραχμές. Ετσι έγινε ο μοναδικός ιδιοκτήτης της επιχείρησης, για να συνεχίσει την αναβάθμισή της με τη λειτουργία ενός νέου πολυτελούς εστιατορίου και με τη, μεταξύ άλλων, καθιέρωση δείπνων μετά μουσικής και χορού (με ζωντανή ορχήστρα). To 1888 η Μεγάλη Βρεταννία ήταν ένα από τα πρώτα κτίρια της Αθήνας που ηλεκτροδοτήθηκαν. Στην αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων το 1896 το ξενοδοχείο φιλοξένησε τον βαρόνο Πιερ ντε Κουμπερτέν και τις ξένες αντιπροσωπείες. Σε μια από τις λαμπρές αίθουσές του συνεδρίασε για πρώτη φορά επίσημα επί ελληνικού εδάφους η πρώτη Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή.
Αλλαγή φρουράς και ένας γάμος
Ομως τα χρόνια περνούν, οι εποχές αλλάζουν και μαζί τους αλλάζουν και οι πρωταγωνιστές της ιστορίας μας: Το 1910 ο Λάμψας παραχωρεί τη διεύθυνση του ξενοδοχείου σε έναν άνθρωπο που εκτιμούσε ιδιαιτέρως, τον δημοσιογράφο Θεόδωρο Πετρακόπουλο, ο οποίος στην πραγματικότητα είχε έρθει στην Αθήνα από το Λονδίνο, όπου εργαζόταν ως ανταποκριτής της εφημερίδας «Ακρόπολις», για να αναλάβει τη διεύθυνση της «Εστίας». Τελικά βρέθηκε επικεφαλής της ξενοδοχειακής επιχείρησης του Λάμψα. Και έγινε και γαμπρός του καθώς παντρεύτηκε τη μοναχοκόρη του Μαργαρίτα. Αν και «ερασιτέχνης περί τα τουριστικά», όπως έλεγε ο ίδιος, ο Πετρακόπουλος αφοσιώθηκε στις νέες υποχρεώσεις του οδηγώντας με επιτυχία τη Μεγάλη Βρεταννία στη νέα εποχή της.
Δυστυχώς ο πόλεμος κατάφερε σημαντικά πλήγματα στη λειτουργία της επιχείρησης, θολώνοντας την αστραφτερή μέχρι τότε εικόνα της. Ο δε Λάμψας υπέστη σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο που δεν του επέτρεπε να εργαστεί. Τότε η διοίκηση της επιχείρησης πέρασε αποκλειστικά στα χέρια του γαμπρού του. Ο Πετρακόπουλος έδωσε αγώνες για να ανακτήσει το ξενοδοχείο την παλιά αίγλη του – κάποιες φορές έχοντας απέναντί του ακόμα και την Παλμύρα Λάμψα, την πεθερά του, στην οποία είχε περάσει η διαχείριση της κυριότητας του ξενοδοχείου. Είχε όμως τη στήριξη του προσωπικού του φίλου και πρωθυπουργού της Ελλάδας Ελευθέριου Βενιζέλου. Η παρουσία του οποίου σε συναντήσεις με κορυφαίους επιχειρηματίες «με σκοπό τη συμμετοχή τους σε ένα μεγάλο εταιρικό σχήμα ξενοδοχειακής ανάπτυξης στον ελλαδικό χώρο εγγυόνταν τη σοβαρότητα της επένδυσης».
Εθνικές κρίσεις και γερμανική κατοχή
Το 1919 συστήθηκε η Ανώνυμος Εταιρεία Ελληνικών Ξενοδοχείων. Πρόεδρός της τοποθετήθηκε, τιμής ένεκεν, ο Στάθης Λάμψας και γενικός διευθυντής ο Θεόδωρος Πετρακόπουλος. Οι εθνικές κρίσεις της δεκαετίας του ’20 δημιούργησαν για άλλη μια φορά πολλά προβλήματα στο έργο τους και στη λειτουργία και στην εξέλιξη της επιχείρησης. Το 1922 το ξενοδοχείο νοίκιασε το παρακείμενο ανάκτορο του πρίγκιπα Νικολάου, το αποκαλούμενο Petit Palais, το οποίο χρησιμοποίησε ως κατάλυμα των υψηλών προσωπικοτήτων που επισκέπτονταν την Αθήνα για περίπου μία δεκαετία. Το 1923 ο Λάμψας έφυγε από τη ζωή. Ο Πετρακόπουλος συνέχισε το έργο του, στοχεύοντας πάντα στη διαρκή βελτίωση των υπηρεσιών και των εγκαταστάσεων της επιχείρησης. Στο τέλος της δεκαετίας του ’20 η Μεγάλη Βρεταννία είχε αποκτήσει δύο νέες πτέρυγες, από την πλευρά της Πανεπιστημίου και από την πλευρά της Βουκουρεστίου. Στις 15 Νοεμβρίου 1930 έγιναν τα επίσημα εγκαίνια του πλήρως ανεπτυγμένου κτιρίου.
Το 1940 το ξενοδοχείο επιτάχθηκε και ανεστάλη η λειτουργία του: «Η εταιρεία απώλεσε ένα μέρος του προσωπικού της και η διαχειρίστρια οικογένεια Λάμψα-Πετρακόπουλου τον έλεγχο που ασκούσε αδιάλειπτα επί δεκαετίες». Την ίδια ώρα στο Petit Palais στεγαζόταν η ιταλική πρεσβεία. Από εκεί ξεκίνησε ο ιταλός πρέσβης για να παραδώσει το τελεσίγραφο του πολέμου στον δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά. Στις αίθουσες της Μεγάλης Βρεταννίας πραγματοποιούσε πλέον τις συναντήσεις της η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας. «Το μεγαλύτερο μέρος των υπογείων του συγκροτήματος διαρρυθμίστηκε κατάλληλα για τις ανάγκες του γενικού στρατηγείου που συντόνιζε την πολεμική προσπάθεια στο μέτωπο της Αλβανίας» («Μεγάλη Βρεταννία, ένα ξενοδοχείο-σύμβολο», εκδόσεις Κέρκυρα). «Στους ίδιους χώρους διατηρούσαν ιδιαίτερα γραφεία ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ καθώς και ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Επιπροσθέτως στη Μεγάλη Βρεταννία στεγάζονταν και οι βρετανοί επιτελικοί σύνδεσμοι με την ελληνική κυβέρνηση καθώς και η ηγεσία της ολιγάριθμης βρετανικής αεροπορικής δύναμης που είχε διατεθεί στην Ελλάδα».
Νέα προβλήματα ήρθαν στα μαύρα χρόνια της Κατοχής. Με την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα το ξενοδοχείο επιτάχθηκε για να γίνει αρχηγείο της Βέρμαχτ. Στα δωμάτιά του φιλοξενήθηκαν μεταξύ άλλων ο Χάινριχ Χίμλερ και ο Ερβιν Ρόμελ στο πέρασμά τους από την Ελλάδα. Σύμφωνα με μαρτυρίες, μέλη του προσωπικού που αναγκάζονταν να υπηρετούν τους κατακτητές συμμετείχαν την ίδια στιγμή ενεργά σε αντιστασιακά δίκτυα. Με την απελευθέρωση και με την άφιξη στην Αθήνα του Γεώργιου Παπανδρέου το ξενοδοχείο μετατράπηκε σε έδρα της προσωρινής κυβέρνησης, για να γίνει για άλλη μία φορά μάρτυρας δραματικών γεγονότων, όπως της αιματηρής διαδήλωσης της 3ης Δεκεμβρίου 1944 (Δεκεμβριανά).
Μια νέα εποχή
Η Μεγάλη Βρεταννία άρχισε να λειτουργεί και πάλι ως ξενοδοχείο πολυτελείας. Το 1950 απέκτησε μια ακόμα πτέρυγα (Βουκουρεστίου). Το 1955 απέκτησε έναν ακόμη όροφο. Το 1963, με τον θάνατο του Πετρακόπουλου, την επιχείρηση ανέλαβαν ο γιος του Περικλής (πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος) και ο δισέγγονος του Στάθη Λάμψα, Απόστολος Δοξιάδης (αντιπρόεδρος και συνδιευθύνων σύμβουλος), ενώ ιδιαίτερα δραστήρια παρουσία ήταν και η Μαργαρίτα Λάμψα-Πετρακοπούλου. Το 1976 προστέθηκε στις εγκαταστάσεις του ξενοδοχείου το GB Corner, το οποίο έγινε στέκι πολλών επιφανών Ελλήνων, ανάμεσά τους του Νίκου Γκάτσου και του Μάνου Χατζιδάκι.
Εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 η Μεγάλη Βρεταννία έκλεισε για έναν χρόνο (το 2003) και ανακαινίστηκε ριζικά, αποκτώντας τη νέα λαμπρή μορφή της. Το κόστος των εργασιών έφτασε τα 112 εκατομμύρια ευρώ. Το εκσυγχρονισμένο κτίριο διαθέτει πλέον 320 δωμάτια, συμπεριλαμβανομένης της βασιλικής σουίτας των 400 τ.μ. Στις εγκαταστάσεις του το GB Roof Garden Restaurant και το GB Pool Bar & Grill, το Αίθριο του Alexander’s Lounge, το Bar 8, το Winter Garden City Lounge και τα Alexander’s Bar και Alexander’s Cigar Lounge υποδέχονται καθημερινά τους πελάτες του ξενοδοχείου ή εκείνους που θέλουν να γευματίσουν, να δειπνήσουν, να απολαύσουν ένα γλύκισμα, τον καφέ, το τσάι ή το ποτό τους σε υψηλής αισθητικής, ζεστούς και φιλόξενους χώρους. To GB Spa με τις πισίνες του και το Fitness Studio παρέχουν εξειδικευμένες υπηρεσίες ομορφιάς και άθλησης. Σήµερα η οικογένεια Αθανασίου Λασκαρίδη ελέγχει το µεγαλύτερο ποσοστό του µετοχικού κεφαλαίου της Εταιρείας Ελληνικών Ξενοδοχείων Λάµψα ΑΕ.
Οι επώνυμοι φιλοξενούμενοι
Είναι αδύνατον, λόγω χώρου, να καταγράψουμε όλες τις επιφανείς προσωπικότητες, πολιτικούς, καλλιτέχνες, διασημότητες κ.λπ. που πέρασαν από τις πολυτελείς εγκαταστάσεις της Μεγάλης Βρεταννίας. Ο Τζίμι Κάρτερ, ο Ούλοφ Πάλμε, η Ιντιρα Γκάντι, ο Χέλμουτ Κολ, ο Γιάσερ Αραφάτ, ο Λόρενς Ολίβιε, η Γκρέτα Γκάρμπο, η πριγκίπισσα Γκρέις και ο πρίγκιπας Ρενιέ του Μονακό, ο Φράνσις Φορντ Κόπολα, η Μάργκο Φοντέιν, ο Πίτερ Ουστίνοφ, η Σοφία Λόρεν, η Τζέιν Μάνσφιλντ, ο Γκάρι Κούπερ, η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, η Μαρία Κάλλας, ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν, ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν, ο Ντέιβιντ Μπόουι, ο Αλέν Ντελόν, ο Ρούντολφ Νουρέγεφ, η Μάγια Πλισέτσκαγια και ο Τζόρτζιο Αρμάνι είναι μερικοί μόνο από τους εκατοντάδες διάσημους που πέρασαν από την Ελλάδα και που φιλοξενήθηκαν στο ξενοδοχείο κατά την πολυετή λειτουργία του.
Μερικοί, για να προκαλέσουν μεγάλη αναταραχή: Τα Χριστούγεννα του 1944 το ΕΑΜ παγίδευσε με εκρηκτικά τη Μεγάλη Βρεταννία με σκοπό να την ανατινάξει και να δολοφονήσει τον Ουίνστον Τσόρτσιλ που, όπως είχε ακουστεί, θα φιλοξενούνταν εκεί. Ευτυχώς η ανατίναξη δεν έγινε ποτέ από τον φόβο της παγκόσμιας κατακραυγής που θα ξεσήκωνε. Αλλά ακόμα και αν γινόταν, θα ήταν ένα τεράστιο φιάσκο: Εκείνο το βράδυ ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου δεν διανυκτέρευσε στο ξενοδοχείο, αλλά στο θωρηκτό «Αjax» στο Φάληρο. Φιλοξενήθηκε όμως στη Μεγάλη Βρεταννία σε άλλες επισκέψεις του στη χώρα μας.
Και η ιστορία συνεχίζεται! Η Μεγάλη Βρεταννία από την εποχή που ο Γεώργιος Σουρής την παρωδούσε/αποθέωνε γράφοντας «Ξενοδοχείον ως αυτό δεν έγινε ακόμα/ εκεί το αθάνατο νερό και του πουλιού το γάλα/ κ’ ημεδαποί κι αλλοδαποί φωνάζουν με ένα στόμα/ μάγος ο Λάμψας αληθώς και όλα του μεγάλα» μέχρι σήμερα παραμένει κομψή και μεγαλοπρεπής, ένα από τα ακριβά στολίδια του κέντρου της Αθήνας. Ενα ιστορικό ζωντανό μνημείο που εξακολουθεί στις εγκαταστάσεις του να εξελίσσει και να προάγει την ελληνική φιλοξενία.