Σε ένα ποίημά του για τους ναυτικούς, που μεγάλοι πια σε ηλικία έχουν αποσυρθεί από την ενεργό δράση, ο Κώστας Ουράνης σημειώνει τρυφερά πως «είναι σαν ξένοι στη ζωή τη γύρω τους» και πως διαρκώς «ο νους τους στα ταξίδια τούς πηγαίνει». Oταν, δε, τους βάζει «μ’ υπομονή κι αγάπη» να φτιάχνουν μικρά καράβια από ξύλο για να περάσουν την ώρα τους, υπαινίσσεται πως αν και τα προορίζουν για παιχνίδια των εγγονιών τους, στην πραγματικότητα μπορεί και να τα φτιάχνουν για τους ίδιους. Σε μια προσπάθεια να ικανοποιήσουν την ισόβια ανάγκη τους να παραμείνουν ναυτικοί ακόμα και μέσα από το σαλόνι του σπιτιού τους.
Oποιος έχει συναναστραφεί τέτοιους (παλαιάς κυρίως κοπής) ναυτικούς, όποιος είχε στην οικογένειά του ναυτικό από εκείνους που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε νησί, μέσα στη θάλασσα, και που ταξιδεύοντας στις θάλασσες όλου του κόσμου έζησαν τις οικογένειές τους, μάλλον θα τους αναγνωρίσει σε αυτούς τους στίχους. Γιατί για τον έλληνα ναυτικό το ταξίδι δεν είναι επάγγελμα, είναι τρόπος ζωής. Και η σχέση του με τη θάλασσα είναι πάθος, είναι έρωτας. Αυτή εξάλλου η παθιασμένη σχέση οδήγησε τους Eλληνες από τα πανάρχαια χρόνια να ξεχυθούν στα πέλαγα. Αυτή η παθιασμένη σχέση τούς οδήγησε να κυριαρχήσουν στη δική μας εποχή στον χώρο της διεθνούς ναυτοσύνης. Με τη «διαχρονική συμβίωσή τους με τα θαλάσσια έργα» να οδηγεί «σε επιτεύγματα που χαρακτηρίστηκαν από πολλούς ως θαύμα», όπως εξαιρετικά εύστοχα επισημαίνει ο ιστορικός της ναυτιλίας κ. Γιώργος Μ. Φουστάνος.
Aνθρωπος με επιχειρηματική διαδρομή στην ποντοπόρο ναυτιλία – σπούδασε ναυπηγός στο Σαουθάμπτον και ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του από την οικογενειακή επιχείρηση Valmas Shipping Ltd. –, ο κ. Φουστάνος είναι εκτός των άλλων και συγγραφέας σημαντικών βιβλίων για την ιστορία της ναυτιλίας. Εκδόσεων που μας δίνουν πολύτιμα στοιχεία για τη δημιουργική παρουσία και τα επιτεύγματα των Ελλήνων στους ωκεανούς του κόσμου.
Αποτέλεσµα της ερευνητικής δραστηριότητάς του, της αγάπης του για τη θάλασσα αλλά και της διάθεσής του για κοινωνική προσφορά είναι το πρώτο διαδικτυακό µουσείο για την ελληνική ναυτοσύνη, το Greek Shipping Miracle. Πρόκειται για έναν καλοστημένο και πλούσιο σε πληροφορίες και φωτογραφίες ιστότοπο, «η δημιουργία του οποίου υποστηρίχθηκε από διακεκριμένα μέλη της ελληνικής ναυτιλιακής οικογένειας». Μια «ναυτιλιακή εγκυκλοπαίδεια» που φιλοδοξεί να κάνει γνωστή «την ξεχωριστή διαδρομή των Ελλήνων στον χώρο των θαλάσσιων μεταφορών». Και που σήμερα τροφοδοτεί με το εξαιρετικά ενδιαφέρον υλικό της και τη δική μας προσπάθεια για μια συνοπτική (λόγω χώρου) αναδρομή στη συναρπαστική ναυτική ιστορία της πατρίδας μας.
Το ατµόπλοιο «Ιθάκη»
Το χρονολόγιο του Greek Shipping Miracle ξεκινά πηγαίνοντάς μας πολύ πίσω, το 1870. Τότε που επιχειρούνταν η «σταδιακή μετάβαση των ελλήνων ναυτίλων από τα ιστία στον ατμό υπό τον καταλυτικό ρόλο των ομογενών της Διασποράς». Εκεί, «στα πρώτα ελληνόκτητα ατμόπλοια, αρκετοί καραβοκύρηδες των ιστιοφόρων εργάστηκαν ως πλοίαρχοι, για να εξελιχθούν σταδιακά σε πλοιοκτήτες αποκτώντας πλοία με την οικονομική στήριξη των ομογενών συμπατριωτών τους».
«Το 1873 οι αδελφοί Ιωάννης και Αντώνιος Θεοφιλάτος, επιχειρηματίες εξ Ιθάκης που δραστηριοποιούνταν στη Ρουμανία, παρέλαβαν από βρετανικά ναυπηγεία το πρώτο νεότευκτο υπό ελληνική σημαία φορτηγό ατμόπλοιο. Από τότε και μέχρι το τέλος του 19oυ αιώνα σχεδόν 200 ατμόπλοια, μεταξύ των οποίων και πολλά νεότευκτα, αγοράστηκαν χωρίς την ελάχιστη κρατική συνδρομή και διαχειρίστηκαν από Ελληνες.»
Το 1873 οι αδελφοί Ιωάννης και Αντώνιος Θεοφιλάτος, επιχειρηματίες εξ Ιθάκης που δραστηριοποιούνταν στη Ρουμανία, παρέλαβαν από βρετανικά ναυπηγεία το πρώτο νεότευκτο υπό ελληνική σημαία φορτηγό ατμόπλοιο. Το οποίο, για να τιμήσουν την ιδιαίτερη πατρίδα τους, ονόμασαν «Ιθάκη». Από τότε και μέχρι το τέλος του 19oυ αιώνα σχεδόν 200 ατμόπλοια, μεταξύ των οποίων και πολλά νεότευκτα, αγοράστηκαν χωρίς την ελάχιστη κρατική συνδρομή και διαχειρίστηκαν από Ελληνες, δημιουργώντας χιλιάδες θέσεις εργασίας και φέρνοντας σημαντικά έσοδα από την αλλοδαπή, σε μια εποχή που η χώρα αντιμετώπισε ακόμα και τη χρεοκοπία.
Το πρώτο ελληνικό υπερωκεάνιο
Φτάνουμε, όμως, και στις αρχές του 20ού αιώνα: «Ο ρυθμός με τον οποίo εξελισσόταν η ατμήρης ναυτιλία είχε ενισχύσει το κύρος και κατ’ επέκταση την οικονομία πολλών νησιών, κυρίως της Σύρου, της Κεφαλλονιάς, της Ιθάκης και της ραγδαία ανερχόμενης στον τομέα αυτόν Ανδρου. Εκτός όμως από τα νησιά, ιδιαίτερα ωφελημένος ήταν και ο Πειραιάς, ο οποίος μετεξελισσόταν στο σημαντικότερο βιομηχανικό, εμπορικό και διαμετακομιστικό κέντρο της χώρας». Πολλοί παραδοσιακοί καραβοκύρηδες «εξελίχθηκαν σε εφοπλιστές ατμοπλοίων».
Το 1907 ο πλοίαρχος Δημήτριος Μωραΐτης από την Ανδρο πραγματοποίησε το πρώτο βήμα για την ανάπτυξη της υπερατλαντικής γραμμής με τη ναυπήγηση του υπερωκεανίου «Moraitis», για να τον ακολουθήσουν τον επόμενο χρόνο οι συντοπίτες του, γιοι του Ανδρέα Εμπειρίκου, οι οποίοι εξελίχθηκαν, με επικεφαλής τον Λεωνίδα Εμπειρίκο, σε κορυφαίους πρωταγωνιστές της ελληνικής ναυτιλιακής δραστηριότητας. Η οικογένεια Εμπειρίκου διακρίθηκε και από τα έδρανα της πολιτικής, καθώς ο εφοπλιστής Επαμεινώνδας Κ. Εμπειρίκος διετέλεσε βουλευτής Ανδρου και υπουργός επί των Ναυτικών από το 1908 έως το 1909 συμβάλλοντας καθοριστικά στη δημιουργία νόμου για τη ναυτική υποθήκη, που αποδείχθηκε πολύτιμο εργαλείο για την περαιτέρω εξέλιξη της ναυτιλίας των Ελλήνων.
Ο αιώνας των πολέµων
Ο σπουδαίος ρόλος της εμπορικής ναυτιλίας για την άμυνα της χώρας αναδείχθηκε στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-13 χάρη στην ταχεία μεταφορά στρατευμάτων και εφοδίων σε όλα τα θέατρα του Πολέμου. Μετά το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου και ενώ η χώρα βρισκόταν ακόμα στην ουδετερότητα, «τον Μάρτιο του 1915, με στόλο που πλησίαζε τα 500 ατμόπλοια, η ελληνική ναυτιλία αποτελούσε πλέον την ενδέκατη κατά σειρά δύναμη στην παγκόσμια κατάταξη».
Τον Φεβρουάριο του 1916 ιδρύθηκε η Ενωσις Ελλήνων Εφοπλιστών με πρόεδρο τον Λεωνίδα Α. Εμπειρίκο, ο οποίος στην πορεία στήριξε αποφασιστικά το εγχείρημα του Βενιζέλου να συστήσει την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης στη διάρκεια του μεγάλου διχασμού. Το τέλος του Πολέμου βρήκε τη ναυτιλία αποδεκατισμένη, ενώ λίγο αργότερα μέσα από την τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής αναδείχθηκε για μία ακόμα φορά ο πολυδιάστατος ρόλος της ναυτιλίας που μετέφερε με ασφάλεια στην πατρίδα τον τεράστιο αριθμό των προσφύγων.
Αντιμετωπίζοντας μεγάλες προκλήσεις αλλά και ένα ασταθές πολιτικό περιβάλλον, η ελληνική ναυτιλία συνέχισε την αυτοδύναμη ανάπτυξή της δραστηριοποιούμενη αναγκαστικά με επίκεντρο το Λονδίνο και «το 1925 ξεπέρασε για πρώτη φορά σε μέγεθος τη θέση της σε σχέση με αυτή που κατείχε πριν την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, με σχεδόν πλοία υπερήλικα». Στη συνέχεια, και ενώ η οικονομική κρίση που ξέσπασε με το κραχ του 1929 προκάλεσε σοβαρές αναταράξεις στην παγκόσμια ναυτιλία, αρκετοί έλληνες εφοπλιστές αξιοποίησαν τη συγκυρία, βελτιώνοντας σημαντικά την ποιότητα του στόλου τους με διαδοχικές αγορές πλοίων.
Αυτό επέτρεψε τον σχεδιασμό μιας δυναμικής ανάπτυξης, που χαρακτηρίστηκε από έναν σημαντικό αριθμό ναυπηγήσεων στη Βρετανία, οι οποίες ξεκίνησαν το 1936. Η εξέλιξη όμως αυτή διακόπηκε βίαια με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Σεπτέμβριο του 1939. Στη διάρκειά του, η ναυτιλία μας αποδεκατίστηκε χάνοντας τα ¾ των πλοίων της. Ωστόσο, η συμβολή της στο πλευρό των συμμαχικών δυνάμεων υπήρξε ανεκτίμητη.
Η ανασυγκρότηση
Οπως διαβάζουμε στο Greek Shipping Miracle, «η μεταπολεμική ανασυγκρότηση της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας είχε ένα κοινό χαρακτηριστικό με τη μετάβασή της από τα ιστία στον ατμό επτά δεκαετίες νωρίτερα. Ολα σχεδόν ξεκινούσαν από το μηδέν». Εργαζόμενοι πλέον αναγκαστικά στο εξωτερικό, με επίκεντρο τη Νέα Υόρκη, οι έλληνες εφοπλιστές κατόρθωσαν μέσα σε μία τετραετία να αποκτήσουν υπό διάφορες σημαίες περισσότερα από τριακόσια πλοία τύπου Λίμπερτι. Το ξέσπασμα ενός ακόμα πολέμου, στη μακρινή Κορέα, «είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ευκαιριών στον χώρο της παγκόσμιας ναυτιλίας, τις οποίες οι έλληνες εφοπλιστές κατόρθωσαν να αξιοποιήσουν». Στα τέλη του 1952 «ο υπό ξένες σημαίες εμπορικός στόλος των Ελλήνων είχε ξεπεράσει σε μέγεθος και σε προδιαγραφές τον στόλο που είχε απολεσθεί στη διάρκεια του Πολέμου».
Στα χρόνια που ακολούθησαν, μεγάλο μέρος των κερδών των εφοπλιστών επενδύθηκε στην τοποθέτηση μαζικών παραγγελιών για τη ναυπήγηση πλοίων κυρίως στην Ιαπωνία και στη Δυτική Γερμανία, συμβάλλοντας καθοριστικά στη μεταπολεμική ανασυγκρότηση των κατεστραμμένων οικονομιών τους και κατ’ επέκταση στη διατήρηση ευαίσθητων ισορροπιών στον δυτικό κόσμο.
Με πρωταγωνιστές τους ομίλους Νιάρχου, Ωνάση, Λιβανού, Γουλανδρή και Κουλουκουντή, οι Ελληνες ναυπήγησαν περισσότερα από 500 πλοία στη διάρκεια της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας, πολλά από τα οποία εντάχθηκαν σταδιακά στο ελληνικό νηολόγιο μετά από προσωπικές προσπάθειες του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος «ήταν από τους ελάχιστους πολιτικούς που δήλωναν σε κάθε ευκαιρία ότι πρωτίστως τους ενδιέφερε το ηθικό κέρδος που είχε για την Ελλάδα η παρουσία μιας μεγάλης ναυτιλίας με παγκόσμιο κύρος».
Εν μέσω συνεχών διακυμάνσεων της ναυλαγοράς, η παρουσία της ελληνικής ναυτιλίας άφηνε με αυξανόμενους ρυθμούς ισχυρό όσο και δημιουργικό αποτύπωμα στον διεθνή χώρο, ενώ συγχρόνως, διαρκείς χερσαίες επενδύσεις των εφοπλιστών στην Ελλάδα ισχυροποιούσαν την εθνική οικονομία, διευκολύνοντας την πορεία της προς την ενωμένη ευρωπαϊκή οικογένεια.
Παγκόσµιοι πρωταγωνιστές
Παρά τις αναταράξεις που χαρακτήριζαν την πολιτική ζωή της χώρας, από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970 και ενώ η ναυτιλία βίωνε τις συνέπειες μιας μακρόχρονης κρίσης, με τη σταδιακή ανάκαμψη της ναυλαγοράς «στις αρχές του 1967, οι Ελληνες πρωταγωνιστούσαν για μία ακόμα φορά στις ναυπηγήσεις, ενώ οι νέες κατασκευές χαρακτηρίζονταν από την ανανέωση, τόσο στους τύπους όσο και στα μεγέθη των πλοίων».
Η ανοδική πορεία της ελληνικής ναυτιλίας συνεχίστηκε αμείωτη και τα χρόνια που ακολούθησαν, ενώ το 1972 η παραγγελία για τη ναυπήγηση δύο γιγαντιαίων δεξαμενοπλοίων από τον όμιλο του Γιώργου Σ. Λιβανού σηματοδότησε – και εν πολλοίς καθόρισε – τη δημιουργία ναυπηγικής βιομηχανίας στη Νότια Κορέα, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα τη ραγδαία οικονομική ανάπτυξη της ασιατικής χώρας.
Με την πτώση της δικτατορίας και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας «οι έλληνες εφοπλιστές αποφάσισαν να στηρίξουν τη χώρα συνεισφέροντας ένα δολάριο ανά τόνo για τα πλοία που είχαν υπό τη διαχείρισή τους. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, 60 εκατομμύρια δολάρια τέθηκαν στη διάθεση του Ελληνικού Δημοσίου. Συγχρόνως, οι έλληνες ναυτικοί διεξήγαγαν εράνους πάνω στα πλοία για να συνδράμουν στην εθνική προσπάθεια».
Το 1979 ο υπό ελληνική σημαία στόλος πλησίαζε τα 4.000 πλοία και βρισκόταν στην πρώτη θέση στην παγκόσμια κατάταξη! Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και έχοντας καταφέρει να ξεπεράσουν τα σοβαρά προβλήματα που δημιούργησε η συνεχής ύφεση της ναυλαγοράς από το 1981 έως το 1986, οι έλληνες εφοπλιστές επανήλθαν δυναμικά στα ναυπηγεία.
Αυτό σηματοδότησε την αρχή μιας πρωτοφανούς επενδυτικής πορείας που έχει οδηγήσει μέχρι σήμερα στην κατασκευή ενός τεράστιου αριθμού πλοίων στα ναυπηγεία της Ιαπωνίας, της Κίνας και της Νότιας Κορέας. Χάρη σε αυτές τις ναυπηγήσεις, η ναυτιλία των Ελλήνων έχει πλέον καταξιωθεί ως βασικός πρωταγωνιστής στην υπόθεση της παγκόσμιων θαλάσσιων μεταφορών αλλά και ως πυλώνας ανάπτυξης της χώρας.
Σύμφωνα με την Ετήσια Εκθεση της Ενωσης Ελλήνων Εφοπλιστών για το 2022-23, η Ελλάδα παραμένει η μεγαλύτερη ναυτιλιακή χώρα στον κόσμο, καθώς ο ελληνικός εφοπλισμός ελέγχει το 21% της παγκόσμιας χωρητικότητας, με έναν στόλο 5.520 πλοίων. Η συνολική χωρητικότητα του ελληνόκτητου εμπορικού στόλου έχει αυξηθεί τα τελευταία δέκα χρόνια κατά 50%. Η συνολική συνεισφορά της ναυτιλίας στην ελληνική οικονομία αγγίζει το 7% του ΑΕΠ.
Επιπλέον η ελληνική ναυτιλία είναι η υπεροπλία της Ευρώπης, καθώς κατέχει το 60% του κοινοτικού στόλου, διασφαλίζοντας τη λειτουργία της εφοδιαστικής αλυσίδας, της επισιτιστικής επάρκειας και της ενεργειακής αυτονομίας. Καλοτάξιδη!