Μια φορά κι έναν καιρό, πολύ προτού ο εφιάλτης τελικά μετατραπεί σε ένα αδιανόητο, σχεδόν σουρεαλιστικό, ίσως και λίγο κινηματογραφικό «κυνήγι μαγισσών» (και οι Αμερικανοί, όπως καλά γνωρίζουμε, είναι «μανούλες» σε αυτό), ο Κέβιν Σπέισι δεν ήταν παρά ένας ηθοποιός. Μάλιστα, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν ένας παντελώς άγνωστος ηθοποιός, με φοβερές μεν επιδόσεις στο θέατρο – ανέκαθεν η μεγάλη του αγάπη – αλλά μηδαμινή αναγνωρισιμότητα, αφού δεν έπαιζε παρά ασήμαντους ρόλους ολίγων λεπτών στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Τον θυμάται κανείς κομπάρσο στις «Φλογισμένες σχέσεις» με πρωταγωνιστές τον Τζακ Νίκολσον και τη Μέριλ Στριπ; Μια ταινία που γυρίστηκε το 1986, περίπου την ίδια περίοδο που ο Σπέισι «την έπεσε» στον ηθοποιό Αντονι Ραπ, από τον οποίο άρχισαν όλα… 30 χρόνια αργότερα.
Η σχέση του Κέβιν Σπέισι με τη φήμη έμελλε να αλλάξει στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Το 1995 αποδείχθηκε η χρονιά του. Με την εμφάνισή του στο θρίλερ «Seven» του Ντέιβιντ Φίντσερ (όπου μάλιστα το όνομα του Σπέισι δεν αναγραφόταν επίτηδες στους τίτλους) και στο νεονουάρ «Συνήθεις ύποπτοι», όπου υποδύθηκε τον Κάιζερ Σόζε, έναν από τους πιο μυστηριώδης χαρακτήρες που έχουν περάσει ποτέ από τον κινηματογράφο, ο Κέβιν Σπέισι έπιασε την υφήλιο στον ύπνο, τσέπωσε το πρώτο του Οσκαρ και ξαφνικά έγινε ένας από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς του κόσμου. Ενα δεύτερο Οσκαρ για το «American Beauty» τον έστειλε στα ουράνια πέντε χρόνια αργότερα. Και τον έκανε, βέβαια, εύκολο στόχο. Τι μπορεί να κάνουν ένας-δύο ρόλοι, ε; Αναρωτιέμαι αν ο κ. Ραπ και ο στρατός των «διαμαρτυρομένων κατά Σπέισι» που τον ακολούθησε θα είχαν επαναστατήσει αναζητώντας το «δίκιο τους» αν ο Κέβιν Σπέισι δεν ήταν ο Κέβιν Σπέισι.
Είναι πράγματι σπουδαίος στη δουλειά του (επίσης αξεπέραστος μίμος), την οποία ίσως πλέον να είχαμε ξεχάσει αν δεν υπήρχε αυτό το βίντεο στο Τwitter, το «Let Μe Βe Frank», το οποίο, βεβαίως, φτιάχτηκε ακριβώς για να γίνει θέμα συζήτησης και να μας βάλει όλους μας να σπαζοκεφαλιάζουμε για το τι ήθελε τελικά να πει (που κανείς ακόμη δεν ξέρει). Το σίγουρο είναι ότι ο Σπέισι δείχνει να το διασκεδάζει, ή καλύτερα δείχνει να υποδύεται ότι το διασκεδάζει, ίσως επειδή είναι πράγματι πολύ καλός στη δουλειά του, άρα υποδύεται κάτι που υποτίθεται ότι δεν είναι. ‘Η μήπως… είναι; Ποιος ξέρει πού βρίσκεται η αλήθεια; Εκεί που έχουν φτάσει τα πράγματα, ίσως ούτε ο ίδιος ο Σπέισι να ξέρει.
Είχα καθίσει μια-δυο φορές στο ίδιο τραπέζι μαζί του, για δουλειά βεβαίως – συνέντευξη για προώθηση ταινίας. Σε μία από αυτές τις φορές ήμασταν πέντε δημοσιογράφοι κι εκείνος σε πολυτελές ξενοδοχείο στο Βερολίνο και η αφορμή ήταν η ταινία «Ο δρόμος του χρήματος» (2011). Τον θυμάμαι να μιλάει με πάθος για το Old Vic και τις οικονομικές ανάγκες του, πλήρως αφοσιωμένος ως καλλιτεχνικός διευθυντής μιας επιχείρησης που όντως αναβαθμίστηκε χάρη σε εκείνον. Θυμάμαι να λέει ότι η τέχνη οφείλει να έχει ευγνωμοσύνη στις τράπεζες γιατί «χωρίς την Bank of America, την Barklays, τη Morgan Stanley, χωρίς χρηματοδότες όπως ο Ρίτσαρντ Κέρινγκ, ο Φίλιπ Γκριν και ο Ρόμπερτ Ερλ δεν θα μπορούσα να κάνω τη δουλειά που κάνω στο OId Vic». Τον θυμάμαι επίσης να μιλάει για τον Τζακ Λέμον και να τρέμει η φωνή του από συγκίνηση. Ο Λέμον ήταν ο ηθοποιός από τον οποίο ο Σπέισι είχε επηρεαστεί περισσότερο από κάθε άλλον, έπινε νερό στο όνομά του (είχαν παίξει μαζί στο «Οικόπεδα με θέα» το 1992).
Και δεν θυμάμαι κανέναν να αναφέρεται στον Κέβιν Σπέισι ως το ανθρωπόμορφο τέρας που εκείνη την περίοδο, σύμφωνα με τα όσα σήμερα λέγονται, υποτίθεται ότι ήταν.