Νωρίς το πρωί της Τρίτης 16 Οκτωβρίου 1962, ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας της αμερικανικής κυβέρνησης Μακ Τζορτζ Μπάντι εισερχόταν στα ιδιαίτερα διαμερίσματα του Τζον Κένεντι στον Λευκό Οίκο. Ο πρόεδρος φορούσε ακόμη τις πιτζάμες του και διάβαζε τις πρωινές εφημερίδες, τα παιδιά του έβλεπαν τηλεόραση. Κομιστής ενός επείγοντος μηνύματος του υπουργείου Εθνικής Αμυνας το οποίο είχε προκύψει αργά το προηγούμενο βράδυ από την ανάλυση εικόνων ενός κατασκοπευτικού αεροπλάνου U-2, o Μπάντι δεν έχασε χρόνο με κενολογίες: «Υπάρχουν αδιάσειστες φωτογραφικές αποδείξεις ότι οι Ρώσοι έχουν επιθετικούς πυραύλους στην Κούβα». Ο όρος «επιθετικοί» ήταν ευφημισμός. Και οι δύο συνομιλητές αντιλαμβάνονταν πως ήταν απλό συνώνυμο της λέξης «πυρηνικοί». «Πιθανότατα θα πρέπει να τους βομβαρδίσουμε» ήταν η ενστικτώδης αντίδραση του Κένεντι. Εκείνη του αδελφού του και υπουργού Δικαιοσύνης, Ρόμπερτ Κένεντι, ήταν λιγότερο συγκρατημένη: «Σκατά! Σκατά! Σκατά! Τα καθάρματα οι Ρώσοι». Η περιγραφή του γνωστού βρετανού δημοσιογράφου και ιστορικού Μαξ Χέιστινγκς στο βιβλίο του με τίτλο «The Abyss. The Cuban Missile Crisis 1962» (εκδ. William Collins), το οποίο εκδόθηκε στα αγγλικά στα τέλη Σεπτεμβρίου, εισάγει τον αναγνώστη στα άδυτα της χειρότερης πυρηνικής κρίσης του Ψυχρού Πολέμου. Πριν από 60 χρόνια, σε αντίθεση με τις ως τότε αντιπαραθέσεις που αφορούσαν κατά κανόνα τρίτες χώρες, μακρινές από τα σύνορά τους, και άρα άφηναν περιθώρια για ικανό χρόνο διπλωματικής απόκρισης, ΗΠΑ και Σοβιετική Ενωση θα βρίσκονταν αντιμέτωπες πρόσωπο με πρόσωπο και με ελάχιστη απόσταση μεταξύ τους, με αποτέλεσμα η στρατιωτική εμπλοκή να φαντάζει ως απόλυτα πραγματοποιήσιμο ενδεχόμενο. Για τις επόμενες 13 ημέρες, ως τις 28 Οκτωβρίου 1962, ο κόσμος θα ζούσε με το φάσμα του πυρηνικού πολέμου να πλανάται πάνω του.
JFK vs Χρουστσόφ
Το υπόβαθρο της κρίσης των πυραύλων της Κούβας βρίσκεται στις επιπλοκές που προξένησε στον Ψυχρό Πόλεμο η ανάληψη της εξουσίας από τον Φιντέλ Κάστρο το 1959. Ταλαντευόμενος μεταξύ των υπερδυνάμεων, ο νεαρός επαναστάτης πέρασε σε διάστημα ενός έτους από τη συνάντηση με τον αντιπρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον στις αγκαλιές με τον ηγέτη της ΕΣΣΔ Νικίτα Χρουστσόφ. Κληρονομώντας την πολιτική ανατροπής που πρόκρινε ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, η κυβέρνηση Κένεντι προχώρησε στην αποτυχημένη επέμβαση στον Κόλπο των Χοίρων και στη συνέχεια, σιωπηρά και με δυσφορία, αναγκάστηκε να ανεχθεί την κουβανοσοβιετική συμμαχία και τη συνακόλουθη ενίσχυση του Κάστρο με αμυντικούς εξοπλισμούς. Η συνάντηση κορυφής με τον Χρουστσόφ στη Βιέννη τον Ιούνιο του 1961 υπήρξε οδυνηρή εμπειρία για τον Κένεντι. Ο σοβιετικός ηγέτης μεταχειρίστηκε τον αμερικανό ομόλογό του σαν μαθητευόμενο της πολιτικής γκρεμίζοντας την αυτοπεποίθησή του. «Απλώς με νίκησε κατά κράτος» έλεγε ο 35ος πρόεδρος στον Τζέιμς Ρέστον των «New York Times» μετά το τέλος της συνδιάσκεψης. Πεποίθηση του Κένεντι ήταν πλέον ότι το αντίδοτο στην εντύπωση του Χρουστσόφ περί απειρίας και δειλίας του δεν βρισκόταν στη ρητορική αλλά στη δράση.
Στην πραγματικότητα, όπως σημειώνει ο Μάικλ Ντομπς στο βιβλίο «One Minute to Midnight» (εκδ. Arrow Books), ο Χρουστσόφ αρχικά προτιμούσε τον Κένεντι από τον Αϊζενχάουερ προτού καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ήταν «τα ίδια σκατά». Προβληματιζόταν πάντως περισσότερο από τη γεωστρατηγική ισορροπία με τις ΗΠΑ. Θεωρούσε τις πυρηνικές συστοιχίες Jupiter που είχαν εγκατασταθεί στην Τουρκία το 1961 επιθετικό όπλο, όχι δύναμη αποτροπής. Στη βίλα του στο Σότσι, στις ανατολικές ακτές του Εύξεινου Πόντου, συνήθιζε να δίνει στους καλεσμένους του ένα ζευγάρι κιάλια και να τους ρωτάει τι βλέπουν. Οταν εκείνοι απαντούσαν «τη θάλασσα», τους έλεγε: «Εγώ όμως βλέπω αμερικανικούς πυραύλους να στοχεύουν την ντάτσα μου». Αν η στροφή του Φιντέλ Κάστρο στον κομμουνισμό έθετε πλέον την υπεράσπιση της Κούβας ως θέμα γοήτρου για τη Σοβιετική Ενωση, ίσως προσέφερε και μια ευκαιρία. Η παράτολμη σύλληψη του Χρουστσόφ να διατάξει τη μυστική αποστολή πυραύλων μέσου βεληνεκούς στο νησί της Καραϊβικής λειτουργούσε στη λογική του ως αντίμετρο, αποκατάσταση της ισορροπίας δυνάμεων και μάθημα στους ιμπεριαλιστές: «Ροντιόν Γιακόβλεβιτς», ρώτησε τον υπουργό Αμυνας στρατάρχη Μαλινόφσκι προτού του εκθέσει το σχέδιο τον Απρίλιο του 1962, «τι θα έλεγες να ρίχναμε έναν σκαντζόχοιρο στα βρακιά του Θείου Σαμ;».
Εκ των υστέρων, η εξέλιξη της κρίσης μοιάζει με διαρκή κρημνοβασία όπου οι αντίπαλοι ψηλαφούσαν στα τυφλά το όριο της αβύσσου. Μεταξύ Ιουλίου και Οκτωβρίου, 85 ρωσικά πλοία είχαν μεταφέρει στην Κούβα 42.822 άνδρες, πέντε συστοιχίες πυραύλων, 146 πυρηνικές κεφαλές και 230.000 τόνους εφοδίων. Σκοπός των Κάστρο και Χρουστσόφ ήταν να ανακοινώσουν το τετελεσμένο γεγονός μόλις τα όπλα βρίσκονταν σε επιχειρησιακή ετοιμότητα. Στις 16 Οκτωβρίου, αεροφωτογραφίες αποκάλυψαν τις τοποθεσίες τους. Εξαρχής ήταν κατανοητό πως οποιαδήποτε συμβατική επίθεση ενείχε σοβαρότατο κίνδυνο πυρηνικής κλιμάκωσης. Ο Κέρτις Λε Μέι, αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας, τάχθηκε υπέρ της άμεσης επέμβασης, ο Κένεντι προτίμησε να ανακοινώσει στις 22 Οκτωβρίου τον ναυτικό αποκλεισμό της Κούβας και την επιβολή νηοψιών σε όλα τα πλοία που θα την προσέγγιζαν. Με τη σειρά του ο Χρουστσόφ φρόντισε να ανακαλέσει την επόμενη ημέρα όλα τα σκάφη που μετέφεραν στρατιωτικό εξοπλισμό. Η κίνηση αυτή δεν έγινε γνωστή αμέσως στην άλλη πλευρά, με αποτέλεσμα το επίπεδο συναγερμού στις ΗΠΑ να ανέβει στο DEFCON 2, μία βαθμίδα πριν από εκείνη της κατάστασης πυρηνικού πολέμου. Αναστατωμένος ο Χρουστσόφ δήλωνε στο Πρεζίντιουμ στις 25 Οκτωβρίου ότι «οι Αμερικανοί κιότεψαν» αλλά ο κοινός νους επέβαλλε πλέον συμφωνία αποκλιμάκωσης. Την ίδια ημέρα ο πρέσβης των Ηνωμένων Πολιτειών στον ΟΗΕ, Αντλάι Στίβενσον, θα παρουσίαζε τα πειστήρια της εγκατάστασης των πυραύλων προκαλώντας τον ρώσο ομόλογό του, Βαλέριαν Ζορίν, να επιβεβαιώσει ή να αρνηθεί την ύπαρξή τους. Στις 27 Οκτωβρίου ήταν η σειρά του Κένεντι να θορυβηθεί, καθώς, ενώ διπλωματικά κανάλια είχαν ήδη ανοιχθεί για την επίλυση του ζητήματος, ένα αεροπλάνο U-2 καταρρίφθηκε πάνω από την Κούβα και ένα άλλο βρέθηκε να περιπλανιέται επί εννιακόσια μίλια στον εναέριο χώρο της Σοβιετικής Ενωσης – «πάντοτε υπάρχει κάποιο κάθαρμα που δεν παίρνει το μήνυμα» σχολίασε πικρόχολα για το δεύτερο ο αμερικανός πρόεδρος. Την Κυριακή 28 Οκτωβρίου, ημέρα που ο Χρουστσόφ συμφώνησε με τις ΗΠΑ να απομακρυνθούν οι πύραυλοι με αντάλλαγμα την επίσημη διαβεβαίωση ότι δεν θα εισέβαλλαν στην Κούβα και την ανεπίσημη υπόσχεση ότι οι Jupiter θα αποσύρονταν από την Τουρκία, η αμερικανική αεροπορία προγραμμάτιζε τον βομβαρδισμό θέσεων στο νησί την επόμενη Τρίτη, τα μέλη της κυβέρνησης ενημερώνονταν για τις διαδικασίες εκκένωσης της Ουάσιγκτον και οι κουβανικές δυνάμεις ήταν έτοιμες, εφόσον διατάσσονταν, να εξαπολύσουν επίθεση στη βάση του Γκουαντάναμο.
Panic buying και πόλεμοι δι’ αντιπροσώπων
Ο αντίκτυπος των ημερών είναι μετρήσιμος κυρίως στην αμερικανική πλευρά. Στοιχεία από τη Ρωσία καταγράφονται σε μεμονωμένες ημερολογιακές ή επιστολικές εγγραφές που υποδεικνύουν διάχυτη ανησυχία ή δικαιολογούν τη ρωσική στάση, αλλά δεν αρκούν για να αποσαφηνιστεί το γενικό κλίμα, ενώ στην Κούβα ο Μάικλ Ντομπς ανιχνεύει την αποδοχή της πιθανότητας πολέμου σε όλη τη διάρκεια της κρίσης με αυθόρμητες αντισοβιετικές διαδηλώσεις υπό το σύνθημα «Ο Χρουστσόφ είναι αδερφή» να διαδέχονται στην Αβάνα την είδηση της ρωσικής υποχώρησης. Ζώντας ήδη στη σκιά των σοβιετικών πυρηνικών όπλων για πάνω από μία δεκαετία η βρετανική κοινή γνώμη (και γενικότερα η ευρωπαϊκή) ήταν ιδιαίτερα απρόθυμη να συμμεριστεί την αντίδραση των ΗΠΑ στην προσέγγισή της στις ακτές της, σημειώνει ο Μαξ Χέιστινγκς. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, όμως, η αναμέτρηση με τη Σοβιετική Ενωση στοίχειωνε τη συλλογική συνείδηση της αμερικανικής κοινωνίας. Το κλίμα καταγραφόταν στις δημοσκοπήσεις: το 34% των πολιτών θεωρούσε ότι η ειρηνική συνύπαρξη ήταν αδύνατη, το 57% ότι η στρατιωτική σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη, το 60% των παιδιών είχαν εφιάλτες πυρηνικού πολέμου. Η αίσθηση της απειλής ήταν μέρος της καθημερινής κουλτούρας. Την ημέρα που η κρίση των πυραύλων της Κούβας έγινε γνωστή στο κοινό, στις 22 Οκτωβρίου 1962, κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα «Fail-Safe» (εκδ. Ecco Press) των Γιουτζίν Μπέρντικ και Χάρβεϊ Γουίλερ, όπου ένας λάθος συναγερμός οδηγούσε στην πυρηνική εξολόθρευση της Μόσχας και της Νέας Υόρκης. Εντονο προβληματισμό είχαν προκαλέσει επιστημονικές εκτιμήσεις ότι κατάλοιπα των πολυπληθών ατμοσφαιρικών ατομικών δοκιμών, κυρίως το στρόντιο-90, κατέληγαν στην τροφική αλυσίδα – σε βαθμό ώστε ο Τζον Κένεντι να πιει δημόσια ένα ποτήρι γάλα προκειμένου να κατασιγάσει τις ανησυχίες. Ωστόσο, ήδη το σχετικό εμπόριο ανθούσε: φίλτρα αέρα, φακοί, στολές προστασίας ήταν στην ημερήσια διάταξη. Τον Δεκέμβριο του 1961 στο Ντάλας μπορούσε κανείς να επισκεφθεί την Εκθεση Πυρηνικών Καταφυγίων (ένα τυπικό δείγμα κόστιζε 14.000 δολάρια), ενώ η γνωστή εταιρεία Bendix ανακοίνωνε πωλήσεις 200.000 μετρητών ραδιενέργειας για το τρίμηνο Αυγούστου-Οκτωβρίου, το οποίο συνέπεσε με την ανοικοδόμηση του Τείχους του Βερολίνου. Η αντίδραση της αμερικανικής κοινής γνώμης την εβδομάδα της κρίσης ήταν βουβή αλλά ευδιάκριτη. Σύμφωνα με όσα γράφει η Αλις Τζορτζ στο βιβλίο «Awaiting Armageddon. How Americans Faced the Cuban Missile Crisis» (εκδ. The University of North Carolina Press), στις 24 Οκτωβρίου οι «New York Times» δέχθηκαν μέσα σε εννέα ώρες 15.000 τηλεφωνήματα από πολίτες που αναζητούσαν εναγωνίως ενημέρωση για τις εξελίξεις. Στο Λος Αντζελες επικράτησε πανικός αγορών στα σουπερμάρκετ, στο Ντάλας αυξήθηκαν κατακόρυφα οι πωλήσεις όπλων, στο Σαν Φρανσίσκο οι ξένοι υπήκοοι έσπευσαν να εξασφαλίσουν την έξοδό τους από τη χώρα κλείνοντας αεροπορικά εισιτήρια. Μεταγενέστερο κυβερνητικό υπόμνημα προς τον τότε υφυπουργό Αμυνας Πολ Χένρι Νίτζε εκτιμά ότι περίπου 10 εκατομμύρια Αμερικανοί εγκατέλειψαν τα αστικά κέντρα για την ύπαιθρο, μακριά από πιθανούς στόχους πυρηνικής επίθεσης.
Η μυθολογία της κρίσης, έκδηλη στα βιβλία «Thirteen Days» (εκδ. W.W. Norton) του Ρόμπερτ Κένεντι, «A Thousand Days – John F. Kennedy in the White House» (εκδ. Mariner) του ιστορικού Αρθουρ Σλέσιντζερ και σε εκατοντάδες άλλα έκτοτε, πιστώνει στον JFK έναν περίλαμπρο συνδυασμό διορατικότητας, αποφασιστικότητας και λεπτών διπλωματικών χειρισμών που οδήγησαν στην επικράτηση επί του Χρουστσόφ. Σαν μονομάχοι οι δύο ηγέτες στάθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλον και στο τέλος ήταν ο Σοβιετικός εκείνος που λύγισε. Κατά τον Ντομπς είναι καιρός να αποδομήσουμε την εικόνα αυτή. Αφενός γιατί η ορατή πλευρά του κινδύνου (ο ναυτικός αποκλεισμός της Κούβας και οι πύραυλοι) ήταν λιγότερο σημαντική από την αόρατη (τις υπερπτήσεις των U-2 και τις πυρηνικές κεφαλές): οι πηγές δείχνουν ότι τα ρωσικά πλοία που μετέφεραν τους πυραύλους ανέκρουσαν πρύμναν πολύ νωρίς, αμέσως μετά το διάγγελμα του Κένεντι, εκατοντάδες μίλια πριν από την αμερικανική ζώνη καραντίνας· υποδεικνύουν επίσης πως η ευαίσθητη ισορροπία της στιγμής μπορούσε να ανατραπεί άμεσα από λεπτομέρειες πολύ πέραν του ελέγχου της ηγεσίας – από δυσλειτουργίες, λάθη, παρεξηγήσεις. Αφετέρου, επειδή και οι δύο είχαν αυξημένη αίσθηση του πρωτοφανούς διακυβεύματος: ο Τζον Κένεντι αρνήθηκε να συναινέσει στην κλιμάκωση που ζητούσαν επιτακτικά οι στρατιωτικοί εισβάλλοντας στην Κούβα, ο Νικίτα Χρουστσόφ αγνόησε τη σύσταση του Κάστρο για προληπτική σοβιετική πυρηνική επίθεση. Για τον Ντομπς, η κρίση δεν είχε νικητές και ηττημένους. Η αμερικανική πλευρά πέτυχε την απομάκρυνση μιας σοβαρής απειλής, ωστόσο άντλησε λανθασμένα διδάγματα περί προβολής ισχύος που θα της στοίχιζαν αργότερα στο Βιετνάμ και στο Ιράκ. Οι Σοβιετικοί προστάτευσαν αποτελεσματικά τη σύμμαχό τους, αλλά η εικόνα τους υπέστη βαρύ πλήγμα διεθνώς και ο Χρουστσόφ εκπαραθυρώθηκε το 1964. Ο Φιντέλ Κάστρο εξασφάλισε σχεδόν πενήντα χρόνια εξουσίας, σε μια χώρα όμως όλο και πιο απομονωμένη και οικονομικά εξαθλιωμένη.
Ο Οκτώβριος του 1962 υπήρξε κομβικός για την εξέλιξη του Ψυχρού Πολέμου. Θερμές συγκρούσεις και πόλεμοι δι’ αντιπροσώπων ακολούθησαν, οι υπερδυνάμεις όμως απέφυγαν πολύ προσεκτικά να βρεθούν ξανά ευθέως αντιμέτωπες. Συνειδητοποιώντας ότι οι ανταλλαγές επίσημων διπλωματικών μηνυμάτων ή οι κρυφοί δίαυλοι επαφής ήταν απελπιστικά ανεπαρκείς σε κρίσιμες στιγμές εγκατέστησαν το περίφημο «κόκκινο τηλέφωνο» προς άμεση επικοινωνία των ηγετών τους. Προκειμένου να διασφαλίσει ισότητα σε αριθμό πυρηνικών κεφαλών με τις ΗΠΑ, η ΕΣΣΔ αποδύθηκε σε ένα τεράστιο πρόγραμμα στρατιωτικών δαπανών. Το δυσβάστακτο βάρος της χρηματοδότησής τους επί δύο δεκαετίες συνέβαλε στον μαρασμό της οικονομίας και στην τελική κατάρρευση του συστήματος. Ειρωνικά, ίσως, ο σημερινός πόλεμος στην Ουκρανία είναι ο αντικατοπτρισμός της κρίσης των πυραύλων της Κούβας – με την Ευρώπη στη δύσκολη θέση της υπεράσπισης ενός κράτους που γειτνιάζει με τη Ρωσία, γράφει ο Μαξ Χέιστινγκς. Για τη Δύση, ένα δίδαγμα από το 1962 είναι ότι προϋπόθεση της αποτυχίας του πυρηνικού εκβιασμού και της επιτυχίας της διπλωματίας είναι να καθίσταται διακριτικά σαφής η υπέρτερη ισχύς που τη στηρίζει. Για όλους, ένα δεύτερο και σημαντικότερο δίδαγμα, καταλήγει ο Χέιστινγκς, είναι πως σε έναν κόσμο πυρηνικών όπλων, τώρα όπως και τότε, τις αποφάσεις των ηγεσιών επιβάλλεται να διέπει ο φόβος – ο ορθολογικός και θεμιτός φόβος της ολικής καταστροφής.