Αποτελεί πάντα καλή ιδέα να περάσει κανείς µερικές ηµέρες στη Θεσσαλονίκη, εκεί όπου – εν αντιθέσει µε την Αθήνα – τα εστιατόρια κερνάνε µετά το φαγητό κανονικό επιδόρπιο και όχι παγωτό από οικογενειακή συσκευασία ή παραβρασµένο σιµιγδαλένιο χαλβά. Οσο και να αντιµετωπίζουν µε σκωπτική διάθεση οι κάτοικοι της πρωτεύουσας τη χαλαρότητα που προφέρεται µε πολλά «λ» και τις στολισµένες Θεσσαλονικιές, η έλλειψη νευρώσεων στην ατµόσφαιρα της νύµφης του Θερµαϊκού είναι κάτι το πολύ αναζωογονητικό. Το βλέπεις ακόµη και στα αστικά λεωφορεία: το στρίµωγµα δεν προκαλεί εντάσεις, τα πρόσωπα δεν είναι σκυθρωπά, και δεν ευθυνόταν για τα χαµόγελα που έβλεπα µόνο το 59ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηµατογράφου της πόλης, µια διοργάνωση που, ό,τι και να πεις, ανεβάζει πάντα τη διάθεση (και την κίνηση) όσο διαρκεί.
Το θέμα με τη Θεσσαλονίκη είναι πως πλέον δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα ούτε την Αθήνα ούτε άλλες μεγάλες πόλεις της Νότιας Ευρώπης, εξ ου και φιγουράρει τόσο συχνά τελευταία στις ταξιδιωτικές προτάσεις των σημαντικότερων τουριστικών (και όχι μόνο) εντύπων του εξωτερικού – τον περασμένο Αύγουστο ο Σεθ Σέργουντ των «New York Times» συνέταξε έναν εκτενή οδηγό πόλης για όσους θέλουν να περάσουν «36 ώρες στη Θεσσαλονίκη». Το μεγάλο αξιοθέατο της πόλης ακούει ακόμη στο όνομα Νέα Παραλία και ειδικά τις Κυριακές στην παραθαλάσσια διαδρομή από το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης έως τη Λεωφόρο Νίκης επικρατεί το αδιαχώρητο: οικογένειες με μωρά στα καρότσια και νωχελικοί πεζοί συνυπάρχουν αρμονικά με ποδηλάτες και δρομείς που φορούν high end εξοπλισμό. Υπάρχουν βέβαια σημεία του τόσο σημαντικού τοπόσημου που μοιάζουν ελαφρώς παραμελημένα. Φαντάζομαι πως η ευθύνη για την κατάσταση βαραίνει τους τοπικούς άρχοντες, αλλά σχετίζεται και με την έλλειψη σεβασμού προς τον δημόσιο χώρο που μας διακρίνει ως λαό εν γένει.
Οσον αφορά την εστίαση, τα μαγαζιά της Θεσσαλονίκης τιμούν μια παράδοση που ταιριάζει πολύ στον Βορρά, συνδυάζοντας υψηλή γαστρονομία, πειραγμένη – ενίοτε – ελληνική κουζίνα, με ατμόσφαιρα καφενείου, μοιράσματος, φιλίας. Εστιατόρια όπως το πολυσυζητημένο «Σέμπρικο» αποτελούν αντιπροσωπευτικά δείγματα αυτής της τάσης. Βασική λεπτομέρεια: στα αντίστοιχα εν Αθήναις φαγάδικα πληρώνεις πολύ περισσότερα για αντίστοιχης ποιότητας πιάτα. Η νύχτα στη Θεσσαλονίκη παραμένει γοητευτική, με ωραία cocktail bars να φυτρώνουν παντού στο κέντρο σαν τα μανιτάρια. Ο τίτλος για το πιο hip στέκι ανήκει δικαιωματικά στο εντυπωσιακό «Υψιλον» που στεγάζεται σε κτίριο του 1868 με το δικό του, γεμάτο τραπεζάκια καλντερίμι, και έχει δώσει στα κοκτέιλ του ιδιαιτέρως ευφάνταστα ονόματα (πιείτε ένα «Εις Μνήμην Δημητρίου Τρουσάκωβ» στην υγειά μου).
Στον τομέα «γλυκά», στην πρωτεύουσα της μπουγάτσας την παράσταση κλέβουν τα πρωτότυπα προφιτερόλ στο ορθώς βαπτισμένο «Choureál». Για να μη νομίζετε ότι καλύπτουμε αποκλειστικά και μόνο το ζήτημα καλοπέραση, θα ενημερώσω όσους τυχόν δεν το γνωρίζουν ήδη ότι στη Θεσσαλονίκη υπάρχει και ο ιδανικός χώρος για δουλειά. Στο πανέμορφο flagship store της TΟΜS στην Τσιμισκή, στην ιστορική στοά Πελοσώφ, μπορείς άνετα να καθίσεις με το λάπτοπ σου και να εργαστείς, σκληρά ή όχι, για όσο θέλεις. Ούτως ή άλλως, για κάποιον περίεργο λόγο κοντά στον Λευκό Πύργο η ημέρα μοιάζει να έχει περισσότερες από 24 ώρες.