Πρόκειται να τα εκατοστίσει αλλά μοιάζει σαν να μην έχει περάσει μέρα από πάνω του. Η μοντέρνα αρχιτεκτονική αλλά και ο βιομηχανικός σχεδιασμός δεν θα υπήρχαν χωρίς το Bauhaus και όχι μόνο στη γενέθλια χώρα του Γερμανία. Στον τόπο όπου γεννήθηκε ετοιμάζονται να αποτίσουν εκτεταμένο φόρο τιμής στο κίνημα που έδωσε έμφαση στη χρηστικότητα και τη λειτουργικότητα ενώ αναβάθμισε τα προϊόντα μαζικής παραγωγής. Ομοίως και στην Ελλάδα, το Goethe-Institut, μαζί με συνεργαζόμενους φορείς, γιορτάζει την επέτειο με μια σειρά εκδηλώσεων που εκτείνονται από τον Οκτώβριο του 2018 μέχρι τον Ιούνιο του 2019. Σε αυτή τη γιορτή Bauhaus το κοινό θα μπορεί να ενημερωθεί σφαιρικά για την περίφημη «σχολή» μέσα από έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο (με τίτλο «Bauhaus στο σπίτι μας») που φιλοξενεί βίντεο, φωτογραφίες, κείμενα, φιλμ, αλλά και εκδόσεις (έως τον Ιούνιο του 2019). Επιπλέον, το Ινστιτούτο θα παρουσιάσει εκδηλώσεις όπως για παράδειγμα η προβολή της ταινίας
«Το τριαδικό μπαλέτο» (1922) του ζωγράφου, γλύπτη και χορογράφου Οσκαρ Σλέμερ (1888-1943), εμβληματικής μορφής του Bauhaus, σε μια αναβίωση του έργου το 1970 από καλλιτέχνες της εποχής (στις 19/11). Η δε Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας διοργανώνει ένα διεθνές συνέδριο τον προσεχή Μάιο με τίτλο «Το Bauhaus και η Ελλάδα: Η νέα ιδέα της σύνθεσης στις τέχνες και την αρχιτεκτονική» (από 30/5 έως 1/6 2019), σε συνεργασία με την Κρατική Ακαδημία Καλών Τεχνών Στουτγάρδης προκειμένου να αποτιμήσει τη σημασία και την επιρροή του Bauhaus στις τέχνες και την αρχιτεκτονική στην Ελλάδα. Τι ήταν όμως αυτό το περίφημο Bauhaus;
Η σχολή Bauhaus ή το Bauhaus σκέτο, όπως είναι ευρέως γνωστό, μολονότι δεν πρόκειται για ένα συμπαγές και σταθερό ως προς τα κίνητρα και τις επιδιώξεις του κίνημα, δημιουργήθηκε στην πόλη της Βαϊμάρης το 1919. Δεν είναι τυχαίο το γεωγραφικό σημείο, καθώς ήταν απόρροια της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (1919-1933), εξ ου και η πορεία του Bauhaus είναι σύμφυτη με την άνοδο και την πτώση του εν λόγω πολιτεύματος. Στην ουσία, το Bauhaus αποτελούσε τη σύμπραξη ανάμεσα στην Ακαδημία Καλών Τεχνών και τη Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών της Βαϊμάρης και πρώτος της διευθυντής μέχρι και το 1928 ήταν ο αρχιτέκτονας Βάλτερ Γκρόπιους (1883-1969).
Η φιλοσοφία του ήταν σαφέστατα επηρεασμένη από τις επαναστατικές ιδέες του Γουίλιαμ Μόρις (1834-1896) και τις θέσεις του κινήματος Arts & Crafts Movement στη Βρετανία που αποσκοπούσε να συμφιλιώσει την τέχνη με τη βιομηχανία ως μια υγιή αντίδραση απέναντι στη Βιομηχανική Επανάσταση. Εξίσου επηρεασμένη ήταν και από τη γερμανική απάντηση στα πεπραγμένα της Γηραιάς Αλβιώνας, καθώς στις αρχές του 20ού αιώνα το Deutscher Werkbund, μια ένωση καλλιτεχνών, σχεδιαστών και αρχιτεκτόνων, είχε αποπειραθεί να κάνει κάτι αντίστοιχο επί γερμανικού εδάφους. Μάλιστα, μέλος της υπήρξε και ο αρχιτέκτονας Μις Βαν Ντερ Ρόε (1886-1969), μετέπειτα διευθυντής της σχολής του Bauhaus.
Ο Γκρόπιους ήθελε οι μαθητές της σχολής του Bauhaus να είναι εφοδιασμένοι με προσόντα και κριτική σκέψη που θα τους επέτρεπε να σχεδιάζουν (σχεδόν) τα πάντα: από ένα πόμολο (όπως είχε κάνει και ο ίδιος με την περίφημη λαβή θύρας Γκρόπιους το 1923) μέχρι ένα κτίριο, δεδομένου ότι ήθελε να άρει τη διάκριση ανάμεσα στις εφαρμοσμένες και τις καλές τέχνες. Για αυτόν τον λόγο οι φοιτητές-τεχνίτες δεν διδάσκονταν αρχιτεκτονική αλλά στα εργαστήρια της σχολής παρακολουθούσαν πολλά πρακτικά μαθήματα, από τη βιβλιοδεσία και την υφαντουργία μέχρι τη μεταλλοτεχνία, την τοιχογραφία και την επιπλοποιία. Ταυτόχρονα, οι επιλογές των προσώπων για το διδακτικό προσωπικό, δηλαδή ηγέτες της πρωτοπορίας απ’ όλη την Ευρώπη, αρχιτέκτονες όπως ο Μαρσέλ Μπρόιερ (1902-1981) αλλά και εικαστικοί όπως οι Πάουλ Κλέε (1879-1940), Βασίλι Καντίνσκι (1866-1944), Λάζλο Μοχόλι-Νάγκι (1895-1946), ακόμη και χορογράφοι (μεταξύ άλλων ιδιοτήτων τους), όπως ο προαναφερθείς Οσκαρ Σλέμερ προσέδωσαν στη σχολή μια πολυφωνία και είχαν ως αποτέλεσμα έναν κοσμοπολιτισμό που την έκαναν διεθνώς γνωστή, κι ας είχε εθνική ατζέντα. Οπως εξήγγειλε και το ιδρυτικό μανιφέστο του κινήματος, δάσκαλοι (και όχι καθηγητές) και τεχνίτες (και όχι μαθητές), χαρακτηρισμοί που διατηρήθηκαν στην πρώτη φάση τουλάχιστον του κινήματος, όσο δηλαδή ήταν διευθυντής ο Γκρόπιους, θα δημιουργούσαν το καινούργιο κτίριο του μέλλοντος που θα συνδύαζε την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική και τη ζωγραφική σε μία ενιαία φόρμα.
Το πρόβλημα με το Bauhaus ήταν από την αρχή ότι η σχολή ήταν κρατική και βρισκόταν σε άμεση οικονομική εξάρτηση από την κυβέρνηση για τη χρηματοδότησή της. Το ανανεωτικό πνεύμα της σχολής δεν φαινόταν σε όλους τόσο ζωογόνο. Οπότε με την άνοδο των συντηρητικών δυνάμεων στις εκλογές του 1924 η επιχορήγηση μειώθηκε στο μισό και οι συμβάσεις των καθηγητών ακυρώθηκαν. Ο Γκρόπιους εξωθήθηκε, τρόπον τινά, σε παραίτηση. Η σχολή θα συνέχιζε πλέον τη δράση της στην πόλη Ντεσάου από το 1925 σε ένα κτίριο που σχεδίασε ο ίδιος ο διευθυντής της. Με τον ατσάλινο σκελετό του, τις μεγάλες γυάλινες επιφάνειες και τις εφαρμογές της τεχνολογίας (φώτα, σώματα καλοριφέρ, χειρολαβές) να αποτελούν τον μοναδικό διάκοσμό του, αποτέλεσε την επιτομή της μοντέρνας αρχιτεκτονικής στη Γερμανία και ένα από τα σημαντικότερα κτίρια του εικοστού αιώνα.
Την ίδια χρονιά ο Γκρόπιους ίδρυε την εταιρεία Bauhaus, καθώς είχε εντατικοποιήσει την τυποποίηση προϊόντων και την οικονομική εκμετάλλευσή τους προκειμένου να ανεξαρτητοποιηθεί η σχολή από την κρατική επιχορήγηση. Ο βιομηχανικός προσανατολισμός της με την έννοια της πρακτικής εφαρμογής και συστηματικοποίησης της παραγωγής των αντικειμένων ενισχύθηκε και από την εμφάνιση της κονστρουκτιβιστικής μορφολογίας (ως αντίβαρο στον μέχρι τότε κραταιό εξπρεσιονισμό) που ως ιδεολογία «εισήχθη» από τη Ρωσία μέσα από τους καθηγητές που δίδασκαν στη σχολή. Ετσι ενδυναμώθηκε και το όραμα του Γκρόπιους να υποτάξει την τέχνη στην οργάνωση της ζωής με όπλα τις αρχές της οικονομίας, της απλότητας και της λειτουργικότητας. Εκείνη την περίοδο προσελήφθη ο ελβετός αρχιτέκτονας Χανς Μάγερ (1889-1954) για να διδάξει ένα νέο μάθημα στη σχολή, την αρχιτεκτονική. Αυτός θα γινόταν και ο νέος διευθυντής της σχολής όταν τελικά ο Γκρόπιους θα παραιτούνταν από τη θέση του εξαιτίας των πολιτικών εξελίξεων του 1928. Δύο χρόνια μετά, τον Μάγερ θα τον αντικαταστούσε με τη σειρά του ο Μις Βαν Ντερ Ρόε, ο οποίος θα προσέδιδε αυστηρή αρχιτεκτονική κατεύθυνση στη σχολή. Κύριο μέλημα της πρακτικής και της διδασκαλίας του ήταν η αρμονία του σχεδιασμού και δευτερευόντως η εκτίμηση των αναγκών των χρηστών ενός κτιρίου, το αντίστροφο δηλαδή απ’ ό,τι δίδασκε ο Μάγερ, ο οποίος αγαπούσε τη μαρξιστική ιδεολογία, γεγονός που προσέδιδε πιο έντονο πολιτικό χαρακτήρα στη σχολή.
Τελικά, όπως ο Γκρόπιους πριν από αυτόν, έτσι και ο Βαν Ντερ Ρόε θα αναγκαζόταν το 1932 να μεταφέρει τη σχολή, αυτή τη φορά στο Βερολίνο, όπου στην ουσία υπολειτουργούσε. Εναν χρόνο μετά θα έκλεινε οριστικά και αμετάκλητα. Γιατί, βέβαια, οι άνθρωποι του Bauhaus δεν είχαν καμία θέση στη ναζιστική Γερμανία. Η Γκεστάπο θα όργωνε τη σχολή προκειμένου να βρει φυλλάδια αντιναζιστικής προπαγάνδας που ήταν σίγουρη ότι τυπώνονταν σε αυτό το «άντρο του κομμουνισμού», εξάλλου τόσοι Ρώσοι είχαν υπάρξει καθηγητές εκεί. Οι διδάσκοντες έφυγαν κι εκείνοι μακριά από τη Γερμανία και επέλεξαν τελικά την Αμερική ως νέα τους πατρίδα, όπου μετέδωσαν τα διδάγματα του Bauhaus. Για παράδειγμα, ο Μις Βαν Ντερ Ρόε μετανάστευσε στο Σικάγο, όπου βέβαια δημιούργησε ορισμένα από τα πιο σημαντικά κτίρια της καριέρας του και ανέλαβε τη διεύθυνση του τμήματος αρχιτεκτονικής του Ινστιτούτου Τεχνολογίας του Ιλινόις, οι Μπρόιερ και Γκρόπιους δίδαξαν στο Χάρβαρντ, o Λάζλο Mοχόλι-Νάγκι έγινε διευθυντής της σχολής New Bauhaus, επίσης στο Σικάγο, ενώ ο Γιόζεφ Αλμπερς δίδαξε στο περίφημο Black Mountain College στη Βόρεια Καρολίνα. Προτού καταλήξει στις ΗΠΑ, ο Γκρόπιους είχε βρεθεί και στο Λονδίνο. Εξ ου και δείγματα κτιρίων σχεδιασμένων βάσει των αρχών του Bauhaus ή έστω έντονα επηρεασμένων από αυτές συναντά κανείς σε όλον τον κόσμο. Βεβαίως και στην Ελλάδα.
Εξέχοντα παραδείγματα Bauhaus στην Ελλάδα σχεδιάστηκαν από τον Ιωάννη Δεσποτόπουλο (1903-1992). Ο αρχιτέκτονας και πολεοδόμος φοίτησε στη σχολή του Bauhaus στη Βαϊμάρη και δικά του έργα, τα οποία απηχούν έντονα τα διδάγματα της γερμανικής σχολής, είναι το Ωδείο Αθηνών, μέρος της μη υλοποιημένης του μελέτης για το Πολιτιστικό Κέντρο της Αθήνας. Ο Δεσποτόπουλος σχεδίασε και κτίρια-σανατόρια που είχαν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, όπως τα μεγάλα παράθυρα, η έμφαση στην καθαρότητα των μορφών ή ο φυσικός αερισμός και φωτισμός. Δικά του έργα είναι το Νοσοκομείο Σωτηρία (1932-35), το Σανατόριο Τρίπολης (1936-40). Χαρακτηριστική εφαρμογή των αρχών του Bauhaus συναντάμε και στα προσφυγικά της λεωφόρου Αλεξάνδρας που χτίστηκαν την περίοδο 1933-1935 σε σχέδια των μηχανικών Κίμωνα Λάσκαρη και Δημήτρη Κυριακού. Ο ίδιος ο Βάλτερ Γκρόπιους, στη δύση της καριέρας του, σχεδίασε την αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα, η οποία κατασκευάστηκε την περίοδο 1959-1961. Συνεργάτης του ήταν ο έλληνας αρχιτέκτονας Περικλής Σακελλάριος. Ο Γκρόπιους δεν παρέλειψε την αρχαιοελληνική επιρροή, καθώς το οικοδόμημα είναι εμπνευσμένο από τον Παρθενώνα, αν και αυτό που τον ενδιέφερε πρωτίστως ήταν να δημιουργήσει ένα «κτίριο προσιτό και επομένως δημοκρατικό».