Ο Ρίτσαρντ και η Ελεν Χόιλ, αμφότεροι στη δεκαετία των 80 ετών, φρόντιζαν ο ένας τον άλλο στην ισόγεια κατοικία τους έως το πρωινό της 26ης Απριλίου. Λίγο μετά τις 11 το πρωί εκείνης της ημέρας ο 89χρονος Ρίτσαρντ πυροβόλησε την 85χρονη Ελεν, αναφέρουν τα πρακτικά της δίκης. Στη συνέχεια τηλεφώνησε στην Αμεση Δράση αναφέροντας φόνο και αυτοκτονία και μετά αυτοπυροβολήθηκε. Η Αστυνομία βρήκε το ζευγάρι πλάι-πλάι στο κρεβάτι.

Πάνω στο τραπέζι της κουζίνας βρέθηκαν οι διαθήκες τους μαζί με μια λίστα ονομάτων και αριθμών τηλεφώνου, στο πάνω μέρος της οποίας έγραφε: «ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΔΟΠΟΙΗΘΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΜΟΥ». Η υγεία της Ελεν επιδεινωνόταν διαρκώς, ενώ ο Ρίτσαρντ υπέφερε από πόνους, σύμφωνα με άτομα που τους είχαν δει τους προηγούμενους μήνες. Θεωρούν ότι δεν μπορούσαν πλέον να φροντίζουν ο ένας τον άλλο, δεν ήθελαν να γίνουν βάρος σε άλλους και δεν ήθελαν να φύγουν από το σπίτι τους. Δεν είναι σαφές κατά πόσο η Ελεν είχε εκφράσει την επιθυμία να πεθάνει.

Ενα όλο και μεγαλύτερο ποσοστό των φόνων που συνοδεύονται από αυτοκτονίες – περιπτώσεις εξαιρετικά σπάνιες – αφορά ηλικιωμένους. Η πίεση που υφίστανται οι φροντιστές είναι πιθανό να παίζει ρόλο, λένε ερευνητές που ασχολούνται με το γήρας και έχουν μελετήσει το θέμα. Σε ποσοστό σχεδόν 10% των περιστατικών φόνου – αυτοκτονίας που καταγράφηκαν το 2021 ο δράστης ήταν άνω των 65 ετών, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό το 2019 ήταν 8,9%. Στην ηλικιακή ομάδα των άνω των 80 ετών το ποσοστό είχε τριπλασιαστεί το 2021, φτάνοντας το 4,26% από 1,43% το 2019, σύμφωνα με το Κέντρο Αντιμετώπισης Βίας.

Η Ντόνα Κοέν, συνταξιούχος καθηγήτρια Ψυχιατρικής, η οποία είχε την ευθύνη της έρευνας, ανακάλυψε ότι στις μισές από τις περιπτώσεις συζυγικού φόνου και αυτοκτονίας που αφορούν ανθρώπους άνω των 55 ετών ο άνδρας λειτουργούσε ως φροντιστής της συζύγου του. Το βάρος της σωματικής ασθένειας, το αυξανόμενο κόστος της φροντίδας, η απομόνωση και η απελπισία παίζουν ρόλο, λέει η Κοέν.

Περίπου 20% των περιπτώσεων που αφορούν ηλικιωμένα ζευγάρια χαρακτηρίζονται «συμβιωτικές» από την Κοέν, που σημαίνει ότι αμφότερα τα μέλη του ζευγαριού έχουν εκφράσει την επιθυμία να πεθάνουν, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν σαφείς αποδείξεις μιας τέτοιας συμφωνίας. «Δεν είναι πράξεις αγάπης ή αλτρουισμού. Είναι πράξεις κατάθλιψης και απελπισίας» λέει η Κοέν. Οι γιατροί πρωτοβάθμιας περίθαλψης, η οικογένεια και οι φίλοι συχνά δεν αναγνωρίζουν τα σημάδια της κατάθλιψης στον πάσχοντα, λέει.

Η Σέριλ Τσάτφιλντ, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Κεντ, η οποία έχει ασχοληθεί με τις περιπτώσεις φόνου – αυτοκτονίας σε ηλικιωμένους, λέει ότι σήμερα οι άνθρωποι ζουν περισσότερα χρόνια με προβλήματα υγείας και ότι οι άνδρες συνήθως νιώθουν υπεύθυνοι για τον εαυτό τους και για τη σύζυγό τους. Συχνά υπάρχει και κάποιο προηγούμενο γεγονός το οποίο οδηγεί στο περιστατικό – ο φροντιστής τραυματίζεται ή ασθενεί και δεν μπορεί πλέον να φροντίσει τον ή τη σύντροφό του.

Η υπόθεση του ζεύγους Χόιλ

Η καταγραφή των γεγονότων της υπόθεσης του ζεύγους Χόιλ βασίζεται σε συνεντεύξεις, δικαστικά έγγραφα και άλλα τεκμήρια. Ο Ρίτσαρντ και η Ελεν ήταν ένα ήσυχο ζευγάρι, «κάπως μοναχικοί» λέει ο παλιός συμμαθητής του Ρίτσαρντ, Μάνιουελ Χούπερ. Ο Ρίτσαρντ μεγάλωσε στο Γουέινσβιλ και είχε στενούς δεσμούς με τον τόπο. Μετά το Λύκειο σπούδασε μηχανικός και δούλεψε σε κατασκευαστικά έργα στο εξωτερικό.

Στην πορεία γνώρισε και παντρεύτηκε την Ελεν που είχε μια κόρη, την οποία ο Ρίτσαρντ υιοθέτησε. Το ζευγάρι ζούσε σε διάφορες πόλεις της Νότιας και της Βόρειας Καρολίνας, αλλά ο Ρίτσαρντ ερχόταν στο Γουέινσβιλ για συναντήσεις παλιών συμμαθητών και για γκολφ, λέει ο Χούπερ. Τελικά, οι Χόιλ μετακόμισαν ξανά εκεί. Από τους σχεδόν 150 συμμαθητές στο Λύκειο σήμερα ζουν μόνο οι 15, λέει ο Χούπερ. Κατά τις επισκέψεις του στο σπίτι των Χόιλ, η Ελεν τον χαιρετούσε αλλά δεν καθόταν να κουβεντιάσει μαζί τους. «Ηταν άρρωστη για πολύ καιρό» λέει.

Ο Αλεξ Μακ Κέι γνωρίστηκε με το ζευγάρι στο Hardee’s όπου πήγαιναν για να παραγγείλουν το πρωινό. Ο Ρίτσαρντ προσκάλεσε τον Μακ Κέι στο σπίτι του. Η Ελεν τον χαιρέτησε από την κρεβατοκάμαρά τους. Το σπίτι ήταν ταπεινό αλλά «πολύ περιποιημένο», λέει ο Μακ Κέι.

Οι Χόιλ έβαλαν το σπίτι τους προς πώληση στο τέλος του 2022, αλλά απέσυραν την αγγελία στις αρχές του 2023. Σε μία από τις τελευταίες συζητήσεις τους ο Ρίτσαρντ είπε στον Μακ Κέι ότι με την Ελεν προσπαθούσαν να αποφασίσουν τι θα κάνουν με την κατάστασή τους, με δεδομένη την επιδεινούμενη υγεία της Ελεν. Είπε ακόμη ότι δεν ήξερε αν θα μπορούσαν να μείνουν μαζί σε περιβάλλον υποστηριζόμενης διαβίωσης, καθώς εκείνη χρειαζόταν υψηλότερο επίπεδο φροντίδας.

«Οδηγίες» για τις κηδείες τους

Ο Τσαντ Σέτζερ, μονογονέας, βοηθούσε το ζευγάρι στις δουλειές του κήπου και του σπιτιού. Του μιλούσαν για τα τρία αγαπημένα τους σκυλιά, για το πάθος του Ρίτσαρντ με τις μέλισσες και για τα έργα στα οποία είχε εργαστεί στο εξωτερικό.

Το ζεύγος Χόιλ έγραψε τις διαθήκες του το 2023, αφήνοντας το σπίτι του και τα περιουσιακά του στοιχεία στον Σέτζερ. Κανόνισαν τα σχετικά με τις κηδείες τους, αφήνοντας οδηγίες να σκορπιστούν οι στάχτες τους σε μια εκκλησία στο Ασβιλ.  Περίπου μία εβδομάδα πριν από τους πυροβολισμούς ο Ρίτσαρντ πονούσε πολύ, λέει ο Σέτζερ. «Είχε φτάσει στο σημείο να μην μπορεί να περπατήσει». Την προηγούμενη ημέρα του θανάτου τους, ο παιδικός φίλος του Ρίτσαρντ, ο Χούπερ, είπε ότι μίλησαν στο τηλέφωνο για περίπου 20 λεπτά, κάτι που έκαναν τακτικά.

«Είχα την αίσθηση, δεν ξέρω γιατί, ότι ήθελε να μου πει κάτι» θυμάται ο Χούπερ. Μετά από λίγο είπε: «Κάποιος θα βρεθεί με λεφτά όταν πεθάνουμε».

Η κλήση στην Αμεση Δράση

Λίγο πριν από τις 11 το πρωί της 26ης Απριλίου ο Ρίτσαρντ κάλεσε την Αμεση Δράση. «Εχει γίνει φόνος και αυτοκτονία» είπε στο κέντρο κλήσεων, σύμφωνα με την ηχογραφημένη συνομιλία, και έδωσε τη διεύθυνση.

Πώς το ξέρετε ότι έχει συμβεί αυτό;.

Επειδή εγώ είμαι ο δράστης.

Εσείς είστε που πρόκειται να αυτοκτονήσετε;.

Ναι.

Ο τηλεφωνητής ρώτησε τον λόγο. Ο Ρίτσαρντ δεν απάντησε.

«Τερματίζω αυτή τη συνομιλία» λέει ο Ρίτσαρντ στο τέλος της ηχογράφησης. Αφησε ένα σημείωμα που δεν έχει δοθεί στη δημοσιότητα. Ο αρχηγός της Αστυνομίας του Γουέινσβιλ, Ντέιβιντ Ανταμς, είπε ότι ήταν «κοινώς γνωστό» ότι η Ελεν δεν ήταν καλά και ότι ο Ρίτσαρντ, που ήταν ο φροντιστής της, είχε επίσης πολλά θέματα υγείας.

Η Αστυνομία τηλεφώνησε στον εξάδελφό του, τον Μάικ Σάτον, ο οποίος ήταν στην κορυφή της λίστας με τα πρόσωπα που έπρεπε να ειδοποιηθούν. Η κόρη του ζευγαριού αρνήθηκε να κάνει οποιοδήποτε σχόλιο. Ο μικρός κύκλος φίλων του ζεύγους Χόιλ από την περιοχή ανέφερε πως το ζευγάρι δεν μιλούσε για την κόρη του. Ο Σέτζερ λέει ότι δεν καταλαβαίνει. «Δεν νομίζω ότι έχω δει άλλους ανθρώπους τόσο ερωτευμένους, εκτός από τον παππού και τη γιαγιά μου» λέει. «Ποτέ δεν σκέφτηκα ότι θα έκανε κάτι τέτοιο».

Ο Χούπερ αναρωτιέται γιατί ο Ρίτσαρντ δεν του είπε κάτι στο τελευταίο τους τηλεφώνημα. «Μάλλον θα σκέφτηκε ότι θα πήγαινα αμέσως στο σπίτι του». Ο Χούπερ έβγαλε τον τόμο της σχολικής επετηρίδας του 1953 και έδειξε τα λόγια που του είχε γράψει τότε ο Ρίτσαρντ. «Σίγουρα ήταν υπέροχο να πηγαίνω σχολείο μαζί σου… Είμαι σίγουρος ότι θα μου λείψεις και εσύ και όλοι οι άλλοι όταν όλα τελειώσουν, αλλά ξέρεις τι λένε. Ολα τα ωραία τελειώνουν και υποθέτω ότι αυτό το τέλος μπορεί να έχει έρθει».