Ο περασμένος χρόνος έδειξε ότι οι προοδευτικές πολιτικές που κυριάρχησαν στις περισσότερες βιομηχανοποιημένες χώρες τις δύο τελευταίες δεκαετίες στρίβουν προς τα δεξιά, τροφοδοτούμενες από τις ανησυχίες της εργατικής τάξης για την οικονομία και τη μετανάστευση και από την αυξανόμενη κόπωση για ζητήματα από την κλιματική αλλαγή μέχρι τις ταυτοτικές πολιτικές.
Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, όχι όμως το μοναδικό. Στην Ευρώπη, όπου η οικονομική ανάπτυξη είναι εν πολλοίς στάσιμη, συντηρητικά και λαϊκιστικά δεξιά κόμματα σημειώνουν άνευ προηγουμένου κέρδη.
Στα τρία τέταρτα των κυβερνήσεων στην ΕΕ ηγείται είτε ένα δεξιό κόμμα είτε ένας συνασπισμός στον οποίο συμμετέχει τουλάχιστον ένα δεξιό κόμμα.
Η στροφή αυτή θα συνεχιστεί. Ο Καναδάς φαίνεται ότι θα απαλλαγεί από έναν μη δημοφιλή προοδευτικό πρωθυπουργό και η Γερμανία αναμένεται να καταψηφίσει την κεντροαριστερή κυβέρνησή της. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, τα δύο κορυφαία κόμματα στη Γερμανία εκπροσωπούν την Κεντροδεξιά και την Ακροδεξιά.
Μέρος της στροφής οφείλεται στο συνηθισμένο εκκρεμές της πολιτικής. Η διαφορά σήμερα συνίσταται σε ένα ισχυρό στέλεχος του λαϊκισμού και στην αυξανόμενη απόρριψη των παραδοσιακών κομμάτων. Σε όλο και περισσότερες χώρες πολλοί ψηφοφόροι της εργατικής τάξης, ιδίως εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων, δείχνουν το ίδιο πράγμα: τη δυσπιστία τους προς το κατεστημένο, από πανεπιστημιακούς μέχρι τραπεζίτες και πολιτικούς, και την αίσθηση ότι οι ελίτ δεν νοιάζονται για ανθρώπους σαν αυτούς.
Χρόνια αυξανόμενης μετανάστευσης και ελεύθερου εμπορίου, σε συνδυασμό με χαμηλή οικονομική ανάπτυξη, οδήγησαν στην άνοδο του εθνικισμού καθώς οι άνθρωποι θέλουν να έχουν τον έλεγχο. Η άνοδος των σόσιαλ μίντια επιδείνωσε τις διαιρέσεις και ενίσχυσε τα κόμματα που είναι κατά του κατεστημένου.
«Πρόκειται για μια ευρεία στροφή που αφορά πολλές χώρες» λέει ο Ρούι Τεϊσέιρα, Δημοκρατικός που εργάζεται σήμερα για το κεντροδεξιό θινκ τανκ American Enterprise Institute. «Η εργατική τάξη είναι οργισμένη για τη μετανάστευση, τους πολιτιστικούς πολέμους και τις σχετικά χαμηλές οικονομικές επιδόσεις που διαμόρφωσαν την εμπειρία της εργατικής τάξης τον 21ο αιώνα».
Αν και ένα από τα δύο κόμματα του κατεστημένου κέρδισε στις αμερικανικές εκλογές, οι Ρεπουμπλικανοί κυριαρχούνται από τη μορφή του Τραμπ, που έχει τη σαφή εντολή από τους ψηφοφόρους να ταρακουνήσει τα πράγματα, προσθέτει. Διαβλέπει ότι ούτε η Αριστερά ούτε η παραδοσιακή Δεξιά θα μπορέσουν να προσελκύσουν εύκολα τη λαϊκιστική, πολυφυλετική πλειοψηφία του Τραμπ στην εργατική τάξη.
Στον Καναδά, ο πρωθυπουργός Τζάστιν Τριντό από το κεντροαριστερό Φιλελεύθερο Κόμμα οδεύει προς συντριπτική ήττα, με περίπου 20 μονάδες διαφορά από το Συντηρητικό Κόμμα, στις εκλογές που πρέπει να πραγματοποιηθούν ως τον Οκτώβριο του 2025.
Υστερα από εννέα χρόνια του Τριντό στην εξουσία, οι ψηφοφόροι είναι απογοητευμένοι λόγω του υψηλού πληθωρισμού, του αυξημένου κόστους στέγασης και της μεταναστευτικής πολιτικής των ανοιχτών θυρών, λέει ο Σάτσι Κερλ, πρόεδρος της εταιρείας δημοσκοπήσεων Angus Reid.
Στην Ευρώπη, οι πολιτικοί επίσης αντιμετωπίζουν τον σκεπτικισμό των ψηφοφόρων ύστερα από χρόνια καθηλωμένων πραγματικών μισθών και αυξανόμενης μετανάστευσης. Η γρήγορη ανακατάταξη των προτεραιοτήτων των ψηφοφόρων τα τελευταία χρόνια έχει παραμερίσει ζητήματα όπως η κλιματική αλλαγή, η κοινωνική δικαιοσύνη και οι ταυτοτικές πολιτικές. «Οπως φαίνεται, οι άνθρωποι στη Δύση έχουν σε μεγαλύτερη εκτίμηση τις θέσεις εργασίας τους από το αν μερικά νησιά θα βουλιάξουν στον ωκεανό» λέει η Ούρσουλα Μινχ, διευθύντρια της Ακαδημίας για την Πολιτική Εκπαίδευση στη Γερμανία.
Το Ηνωμένο Βασίλειο πήγε στην αντίθετη κατεύθυνση εφέτος, διώχνοντας από την εξουσία το Συντηρητικό Κόμμα ύστερα από 14 χρόνια και εκλέγοντας το Εργατικό, αλλά αυτό οφείλεται περισσότερο στην απόρριψη του πρώτου, σύμφωνα με τον Τόνι Τράβερς, πολιτικό επιστήμονα από τη London School of Economics.
Το αντιμεταναστευτικό κόμμα Reform UK είναι σε άνοδο εις βάρος των Συντηρητικών και ο πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ είναι βαθιά αντιδημοφιλής ύστερα από μόλις έξι μήνες στην εξουσία.
Τον περασμένο Ιούνιο, οι ψηφορόροι στην ΕΕ εξέλεξαν νέο Ευρωκοινοβούλιο, με σαφή νικητή το συντηρητικό Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα. Αλλά πιο δεξιά τα κέρδη ήταν ακόμη μεγαλύτερα. Κόμματα όπως η γερμανική AfD, η γαλλική Εθνική Συσπείρωση και τα Αδέρφια της Ιταλίας, αν και ανήκουν σε διαφορετικές ευρωομάδες, αποτελούν το δεύτερο μεγαλύτερο μπλοκ στην Ευρωβουλή – μεγάλο άλμα από τις προηγούμενες εκλογές.
Η Εθνική Συσπείρωση έλαβε περίπου το ένα τρίτο των ψήφων στις ευρωεκλογές και στον πρώτο γύρο των γαλλικών εθνικών εκλογών λίγες εβδομάδες αργότερα. Σήμερα αποτελεί το μεγαλύτερο κόμμα στη γαλλική Εθνοσυνέλευση.
Η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) κέρδισε τις πρώτες εκλογές σε κρατίδιο της Ανατολικής Γερμανίας το περασμένο φθινόπωρο και ήρθε δεύτερη σε δύο άλλα κρατίδια. Εν όψει των γενικών εκλογών του Φεβρουαρίου, οι δημοσκοπήσεις της δίνουν 16%-20%, μετά τη Χριστιανοδημοκρατική Ενωση (CDU) που λαμβάνει 30%-34%.
Μια κύρια διαφορά ανάμεσα στους συντηρητικούς, που τείνουν να ευνοούν το στάτους κβο, και τους ακροδεξιούς λαϊκιστές είναι ότι οι δεύτεροι μπορούν να επικρίνουν πιο αξιόπιστα τα καθιερωμένα κόμματα επειδή δεν κατείχαν ποτέ την εξουσία. Οπου ανέλαβαν την εξουσία, όπως στην Ιταλία, έγιναν πιο μετριοπαθείς για να κυβερνήσουν.
Τα ακροδεξιά κόμματα ενισχύθηκαν ασκώντας μόνιμη κριτική στις ελίτ, λέει ο Στέφαν Μάρσαλ, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Heinrich Heine του Ντίσελντορφ, ενώ «τα κόμματα που κινούνται δεξιότερα του Κέντρου, τα οποία έχουν πολύ μεγαλύτερη παράδοση στο πολιτικό σύστημα, δεν μπορούν στην πραγματικότητα να ασκήσουν αυτού του είδους την κριτική στις ελίτ».
Την ώρα που οι ευρωπαίοι ψηφοφόροι κλίνουν όλο περισσότερο προς τα δεξιά, αυτό δεν θα μεταφράζεται αναγκαστικά σε περισσότερες κεντροδεξιές κυβερνήσεις εξαιτίας της έχθρας ανάμεσα στους καθιερωμένους συντηρητικούς και στους ανερχόμενους λαϊκιστές – οι οποίοι εμφανίζουν μεγαλύτερο σκεπτικισμό προς την ΕΕ, το ελεύθερο εμπόριο και την κλιματική αλλαγή που οφείλεται στον άνθρωπο και τηρούν σκληρότερη στάση προς τη μετανάστευση.
Στη Γαλλία, η ηγέτις της Εθνικής Συσπείρωσης Μαρίν Λεπέν έριξε πρόσφατα την κυβέρνηση του συντηρητικού πρωθυπουργού Μισέλ Μπαρνιέ. Στη Γερμανία, η CDU έχει αποκλείσει τον σχηματισμό συνασπισμού με την AfD. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να συνασπιστεί με τους κεντροαριστερούς Σοσιαλδημοκράτες ή τους Πράσινους. Ο κίνδυνος αυτών των περίεργων συνασπισμών των αντιθέτων είναι ότι στερούνται κοινού πολιτικού εδάφους ώστε να κυβερνήσουν αποφασιστικά, προσθέτει η Μινχ. «Αυτό θα μπορούσε να αυξήσει τη δυσαρέσκεια καθώς οι ψηφοφόροι βλέπουν να εγκαθίσταται η πολιτική παράλυση. Αυτό ακριβώς επιθυμούν οι εξτρεμιστές» λέει.