Παλιά με τρομοκρατούσαν οι ποδοσφαιρικοί αγώνες των παιδιών μου. Στεκόμουν έξω από το γήπεδο με γονείς τους οποίους γνώριζα ελάχιστα και πάλευα με τις κουβέντες για το πόσο καλοί είναι οι προπονητές, πόσο καλός είναι ο τάδε που φέρνει πορτοκάλια, τι ωραία που είναι που βγήκε ο ήλιος. Ασχετα με το πόσο ωραία ήταν η μέρα, εγώ ευχόμουν να ήταν μαζί μου, εκεί στην άκρη του γηπέδου, η καλύτερή μου φίλη.

Σε αντίθεση με αυτούς τους σχετικά άγνωστους ανθρώπους εκείνη θα καταλάβαινε γιατί είχα μόλις αστειευόμενη αποκαλέσει την τελευταία φάση «καταστροφή» – ή «omnishambles», κατά τον υπέροχο βρετανικό όρο ο οποίος χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια σειρά από γκάφες και λάθος υπολογισμούς. Αντί να με κοιτάξει με κενό βλέμμα θα κουτσομπόλευε κι εκείνη για άλλα omnishambles, που θα με έκαναν να βγάλω ήχους εύθυμης έκπληξης.

Στις μέρες μας μπορεί να νιώθουμε ότι είναι πιο δύσκολο από ποτέ να συνδεθούμε με ανθρώπους πέρα από τον άμεσο κύκλο μας. Ανησυχούμε ότι ίσως πληγώσουμε κάποιον, ανησυχούμε ότι ίσως πληγωθούμε εμείς. Δεν θέλουμε να ανακατευόμαστε. Στην περίπτωση που είμαστε αναγκασμένοι να αλληλεπιδράσουμε με άλλους αποφεύγουμε την πιθανότητα να βλάψουμε κάποιον, με το να κρατάμε τα πράγματα ασφαλή και πληκτικά. Συζητάμε τον καιρό, τα σνακ, αυτό που συμβαίνει εκείνη την ώρα.

Ως γονέας αναγκασμένος να φλυαρώ με άλλους γονείς, όλα αυτά μου φαίνονται φρικτά. Ομως ως νευροεπιστήμονας έχω δει το πώς η ψιλή κουβεντούλα μπορεί να είναι χρήσιμη – όχι μόνο για να περνά η ώρα ανώδυνα αλλά και για να σφυρηλατείται το κοινό έδαφος που είναι απαραίτητο για πιο ενδιαφέρουσες και ουσιαστικές αλληλεπιδράσεις.

Οι εργαστηριακές έρευνες

Ξέρουμε ότι ορισμένες φορές οι άνθρωποι καθρεφτίζουν τον τόνο και τη γλώσσα του σώματος του ανθρώπου με τον οποίο μιλούν. Στο εργαστήριο παρατηρούμε αυτό το καθρέφτισμα και στον εγκέφαλο. Τομογραφίες δείχνουν ότι όταν οι άνθρωποι έχουν παρόμοιες οπτικές, οι εγκέφαλοί τους ενεργοποιούνται με τον ίδιο τρόπο. Αυτός ο συγχρονισμός, όπως τον αποκαλούμε, μπορεί να είναι βοηθητικός στο να δημιουργήσει μια κοινή κατανόηση. Οδηγεί όμως και σε καλύτερες συζητήσεις;

Για να ελέγξουμε κατά πόσον κάτι τέτοιο ισχύει, οι συνεργάτες μου και εγώ δώσαμε σε ζευγάρια αγνώστων ένα παιχνίδι που ονομάζεται Fast Friends, στο οποίο οι παίκτες απαντούν εκ περιτροπής σε ερωτήσεις για τον εαυτό τους.

Στην αρχή οι ερωτήσεις στοχεύουν περισσότερο στο σπάσιμο του πάγου («Με ποιον θα ήθελες περισσότερο να βγεις για φαγητό;») και σταδιακά γίνονται πιο προσωπικές («Αν επρόκειτο να πεθάνεις απόψε, για ποιο πράγμα θα μετάνιωνες που δεν είπες ποτέ σε κάποιον;»).

Ανακαλύψαμε ότι το παιχνίδι βοηθούσε τον εγκέφαλο ξένων μεταξύ τους ανθρώπων να συγχρονιστεί. Αυτό το αποτέλεσμα, το οποίο δημοσιεύτηκε πέρσι στο περιοδικό «Nature Communications», είναι λογικό από διαισθητική άποψη. Καθώς οι άνθρωποι μαθαίνουν περισσότερα ο ένας για τον άλλον χτίζουν κοινή γλώσσα και κοινή γνώση. Αυτό είναι παρατηρήσιμο στον εγκέφαλο.

Οταν μελετήσαμε φίλους να παίζουν το συγκεκριμένο παιχνίδι, ωστόσο, είδαμε κάτι ελαφρώς διαφορετικό. Είχαν ήδη εκείνη τη βάση κατανόησης, οπότε οι εγκέφαλοί τους άρχισαν να αντικατοπτρίζουν ο ένας τον άλλον πιο γρήγορα από ό,τι συνέβη στις δοκιμές με τους ξένους. Ομως δεν έμειναν συγχρονισμένοι. Αντίθετα, μετά τον αρχικό συντονισμό οι εγκέφαλοί τους διαφοροποιήθηκαν καθώς άρχισαν να εξερευνούν νέα θέματα και ιδέες. Οταν το παιχνίδι τελείωσε ανέφεραν ότι είχαν διασκεδάσει πολύ.

Σε ορισμένες περιπτώσεις οι συζητήσεις μεταξύ αγνώστων είχαν ομοιότητες με εκείνες μεταξύ φίλων. Μετά τον συγχρονισμό τους κατά το στάδιο των πρώτων ερωτήσεων, επιχείρησαν να ασχοληθούν με πιο ποικιλόμορφα θέματα, κατά τη διάρκεια της προσέγγισης των οποίων οι εγκέφαλοί τους απέκλιναν. Οταν ρωτήσαμε πώς ένιωσαν μετά, και οι συγκεκριμένοι συμμετέχοντες ανέφεραν ότι διασκέδασαν πολύ.

Η εύρεση κοινού εδάφους είναι κάτι που ξεκάθαρα έχει σημασία, αλλά είναι καλύτερο να βλέπουμε την ψιλοκουβέντα ως αφετηρία για κάτι άλλο. Οι μετέχοντες που απόλαυσαν πιο πολύ το παιχνίδι Fast Friends χρησιμοποίησαν την άνεση που δημιούργησαν οι πρώτες ερωτήσεις, προκειμένου να βουτήξουν βαθύτερα και να καλύψουν μεγαλύτερο εύρος θεμάτων.

Η νέα οπτική

Τώρα, αντί να δυσανασχετώ με την ψιλή κουβεντούλα, τη βλέπω ως μια πύλη για πιο ουσιαστική επαφή. Πλέον μετά από μια χαλαρωτική κουβέντα νιώθω πιο σίγουρη να πάρω ρίσκο και να κάνω ερωτήσεις οι οποίες ίσως κάποτε ανησυχούσα ότι είναι πολύ προχωρημένες. Από τότε έχω μάθει ότι οι γονείς κάποιου συμπαίκτη στο ποδόσφαιρο θα μπορούσαν να είναι αρχιτέκτονες ή πλανόδιοι μουσικοί αν δεν είχαν παιδιά, ότι αρκετοί συνάδελφοι επιστήμονες έχουν αρχίσει να διαβάζουν ρομαντικά μυθιστορήματα και ότι ένας συνάδελφος λατρεύει τα μυστικά.

Πάντα θα φαίνεται δύσκολο να οδηγήσετε μια συζήτηση σε κάτι πέρα από τον καιρό. Ωστόσο ο καλύτερος τρόπος να καλλιεργήσετε πιο βαθιές συναισθηματικές ανταλλαγές είναι να ξεκινήσετε από τα μικρά.

Η Emily Falk είναι καθηγήτρια Επικοινωνίας, Ψυχολογίας και Μάρκετινγκ στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια. Το βιβλίο της «What We Value: The Neuroscience of Choice and Change» («Τι εκτιμούμε: Η νευροεπιστήμη της επιλογής και της αλλαγής») θα κυκλοφορήσει στις ΗΠΑ στις 8 Απριλίου από τις εκδόσεις Norton.