Δεκάδες εκατομμύρια Αμερικανοί στενάζουν υπό το βάρος δύο δουλειών: της εργασίας για την οποία πληρώνονται και της φροντίδας ηλικιωμένων μελών της οικογένειάς τους. Τα παράλληλα καθήκοντα μπορούν να έχουν κόστος για την καριέρα τους. Οι φροντιστές που παράλληλα εργάζονται με πλήρες ωράριο αναφέρουν ότι απορρίπτουν προαγωγές ή αναζητούν λιγότερο απαιτητικά καθήκοντα. Ορισμένοι αλλάζουν δουλειά ή λένε ότι αναγκάστηκαν να προκρίνουν τον ρόλο του φροντιστή έναντι της καριέρας τους.
Ο Ριτς Μπιούλερ Τζούνιορ, επί 37 χρόνια διευθυντής πωλήσεων σε μια μεγάλη εταιρεία, συνταξιοδοτήθηκε πρόωρα πριν από μερικά χρόνια. Είχε την οικονομική δυνατότητα. Επιπλέον, έπρεπε να φροντίσει τους 89χρονους γονείς του. Η απαιτητική δουλειά του δεν του έδινε την ευελιξία που χρειαζόταν για να εργάζεται και να είναι ταυτόχρονα στη διάθεση των γονιών του. «Σήκωσα τα χέρια ψηλά» λέει ο Μπιούλερ. «Δεν τρελάθηκα. Ημουν απλώς απελπισμένος και απογοητευμένος».
Υπολογίζεται ότι 29 εκατ. εργαζόμενοι, από ανώτερα διευθυντικά στελέχη έως υπαλλήλους εμπορικών καταστημάτων, εργάζονται ενώ παράλληλα φροντίζουν κάποιο ενήλικο μέλος της οικογένειάς τους, σύμφωνα με έρευνα της AARP και της οργάνωσης National Alliance for Caregiving. Εξι στους 10 εργάζονται με πλήρη απασχόληση, σε σύγκριση με ποσοστό 46% το 2009. Αφού εργαστούν 40 ώρες την εβδομάδα, πολλοί περνούν άλλες περίπου 20 ώρες παρέχοντας απλήρωτη φροντίδα, σύμφωνα με την έρευνα.
Αυξητική τάση
Καθώς οι άνθρωποι ζουν πλέον περισσότερα χρόνια με χρόνιες παθήσεις, οι ανάγκες για φροντίδα αυξάνονται και οι εργαζόμενοι καλούνται να τις καλύψουν. Μια απλή πτώση ή μια ξαφνική διάγνωση καρκίνου μπορεί να απαιτήσει παραμονή στο νοσοκομείο και μήνες θεραπείας, σε συνδυασμό με όλα τα σχετικά άγχη.
Οι παροχές των εταιρειών προς το προσωπικό συνήθως δεν περιλαμβάνουν υποστήριξη για τη φροντίδα ηλικιωμένων, όπως άδεια μετ’ αποδοχών ή αποζημίωση για τις σχετικές δαπάνες, ούτε διευκολύνουν όσους εξαντλούνται από τη φροντίδα ενός ατόμου με επιβαρυμένη υγεία. Ορισμένοι εργαζόμενοι φροντιστές έχουν βρεθεί υπόλογοι απέναντι στα αφεντικά τους για την απόδοσή τους. Αλλοι λένε ότι δεν έχουν χρησιμοποιήσει ούτε μία ημέρα άδειας για πραγματικές διακοπές εδώ και χρόνια.
«Η δουλειά μου δεν τελειώνει ποτέ» λέει η Κιμ Μόζερ, η οποία είναι υπεύθυνη σε ένα ερευνητικό εργαστήριο στο Πανεπιστήμιο της Οκλαχόμα, ενώ παράλληλα φροντίζει την 83χρονη πεθερά της. «Δεν βγαίνω ποτέ από την πρίζα».
Πριν από δύο χρόνια ο Μπιούλερ, που είναι σήμερα 65 ετών, παρατήρησε ότι η μνήμη και η κινητικότητα των γονέων του έφθιναν και ότι χρειάζονταν συχνότερα βοήθεια. Ζούσαν κοντά του, οπότε περνούσε μερικές φορές την εβδομάδα για να τους βοηθήσει με τα φάρμακά τους, να τους πάει σε ιατρικά ραντεβού και για ψώνια, επισκέψεις που μπορούσαν να διαρκέσουν αρκετές ώρες.
Ο Μπιούλερ, ο οποίος ζει στο Μπάλγουν του Μιζούρι, έλεγξε τις παροχές της εταιρείας του στο Διαδίκτυο και δεν βρήκε τίποτα σχετικό με τη φροντίδα ηλικιωμένων. Το Τμήμα Ανθρωπίνων Πόρων, λέει, του είπε ότι οι μόνες διαθέσιμες παροχές ήταν όσες προέβλεπε ο νόμος περί αδειών για οικογενειακούς και ιατρικούς λόγους, αλλά δεν ανταποκρίνονταν στις ανάγκες του, επειδή οι γονείς του δεν χρειάζονταν καθημερινή φροντίδα. Ρώτησε τον προϊστάμενό του αν υπήρχε κάποια πιο ευέλικτη θέση που θα αντιστοιχούσε στα προσόντα του αλλά θα απαιτούσε λιγότερο συχνές συναντήσεις με πελάτες και συνεργάτες. Λέει ότι τον συμβούλεψαν να κοιτάξει τον πίνακα με τις θέσεις εργασίας της εταιρείας για αγγελίες.
Τα ζητήματα φροντίδας μπορεί να δημιουργήσουν εντάσεις μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών. Τα αφεντικά μπορεί να υποθέσουν ότι ένας εργαζόμενος που εκτελεί και καθήκοντα φροντιστή δεν θα είναι συγκεντρωμένος ή δεν θα τηρεί τις προθεσμίες ή θα πρέπει να λείψει ξαφνικά για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα.
Οι ομοσπονδιακοί νόμοι παρέχουν περιορισμένη προστασία από διακρίσεις κατά των εργαζομένων που φροντίζουν μέλη της οικογένειάς τους με χρόνιες παθήσεις ή αναπηρία, αλλά ορισμένες Πολιτείες και τοπικοί νόμοι προσφέρουν μεγαλύτερη προστασία στους φροντιστές. Η Σίνθια Τόμας Κάλβερτ, κύρια σύμβουλος του Κέντρου Εργασιακού Δικαίου, λέει ότι οι διακρίσεις στον χώρο εργασίας σε βάρος εργαζομένων που φροντίζουν ενήλικα μέλη της οικογένειάς τους είναι ένα πρόβλημα που διογκώνεται.
«Αναμένουμε ότι θα ενταθεί ακόμα περισσότερο καθώς ο πληθυσμός γερνάει» λέει η Κάλβερτ, η οποία παρέχει επίσης συμβουλές σε εργοδότες για την υποστήριξη των εργαζόμενων φροντιστών. Οι άνθρωποι που εργάζονται σε μικρότερες επιχειρήσεις ή σε μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, που δεν παρέχουν τη δυνατότητα τηλεργασίας, συχνά βασίζονται στην καλή προαίρεση των προϊσταμένων τους. Ο 47χρονος Ολι Λιούις διευθύνει ένα κατάστημα μεταχειρισμένων ειδών της οργάνωσης Volunteers of America στο Γουέστλαντ του Μίσιγκαν, πιάνει δουλειά στις 8 π.μ. και έχει υπό την ευθύνη του μια ομάδα 35 υπαλλήλων. Φροντίζει επίσης τη μητέρα του, η οποία είχε καρκίνο του μαστού, πέρασε εγκεφαλικό επεισόδιο και πρόσφατα διαγνώστηκε με νόσο του Πάρκινσον και άνοια. Ο Ολι, που είναι μοναχοπαίδι, ανέλαβε τη φροντίδα της μητέρας του μετά τον θάνατο του πατέρα του, πριν από οκτώ χρόνια.
Χρησιμοποιεί την κανονική του άδεια και το διάλειμμα για μεσημεριανό φαγητό για να την πηγαίνει στον γιατρό ή στη φυσικοθεραπεία. Κατά τη διάρκεια ενός πρόσφατου ετήσιου συνεδρίου για διευθυντικά στελέχη, τον ειδοποίησαν ότι η μητέρα του βρισκόταν στα επείγοντα και δεν ανταποκρινόταν. Είπε στην περιφερειακή διευθύντρια, Κάρμεν Νιβς, ότι θα έφευγε. Εκείνη τον διαβεβαίωσε ότι θα άνοιγε το κατάστημά του και θα το έκλεινε η ίδια, αν χρειαζόταν να μείνει με τη μητέρα του, μια διαβεβαίωση που, όπως λέει, τον καθησυχάζει. «Ξέρω ότι θα είναι εκεί, αν τη χρειαστώ πραγματικά» λέει.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της AARP και της S&P Global, πάνω από το ένα τρίτο των εργαζόμενων φροντιστών δήλωσαν ότι σχεδιάζουν να εγκαταλείψουν την εργασία τους κυρίως λόγω των αναγκών φροντίδας. Αλλοι δεν έχουν την πολυτέλεια να χάσουν τον μισθό τους, λόγω δανείων και εξόδων για σπουδές, και ωθούν τον εαυτό τους στα άκρα.
Αυτοί που εγκατέλειψαν
Περίπου οι μισοί εργαζόμενοι που άφησαν τη δουλειά τους για λόγους φροντίδας ήταν ανώτερα στελέχη και διευθυντές, σύμφωνα με έκθεση του Harvard Business School του 2024. Οι επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν καθιερώσει από παλιά τις παροχές μητρότητας και πατρότητας για να προσελκύουν και να διατηρούν το προσωπικό τους, αρχίζουν να προσφέρουν υποστήριξη και σε όσους φροντίζουν ηλικιωμένα μέλη της οικογένειάς τους. Περίπου οι μισοί εργοδότες δήλωσαν ότι οι παροχές για τους ηλικιωμένους αποτελούσαν προτεραιότητα εφέτος, έναντι ποσοστού 43% το 2023, σύμφωνα με έρευνα της Care.com, μιας διαδικτυακής πλατφόρμας για την οικογενειακή φροντίδα.
Ορισμένες εταιρείες επιτρέπουν στους εργαζομένους να εντάσσουν τους γονείς τους στα προγράμματα ασφάλισης υγείας τους ή τους φέρνουν σε επαφή με ειδικούς σε θέματα φροντίδας. Η Citigroup ανακοίνωσε πρόσφατα ότι θα παρέχει δύο εβδομάδες άδεια με αποδοχές ετησίως για τη φροντίδα άμεσου μέλους της οικογένειας. Η σημαντικότερη παροχή, σύμφωνα με έρευνες σε εργαζομένους, είναι η ευελιξία.
Η Κιμ Μόζερ, η υπεύθυνη του εργαστηρίου στην Οκλαχόμα, και ο σύζυγός της, ο Γκρεγκ, προσαρμόζουν τα ωράρια εργασίας τους, ώστε να βρίσκεται πάντα κάποιος στο σπίτι με τη μητέρα του, τη Σαρλίν. Πριν από μερικούς μήνες ο 56χρονος Γκρεγκ, ο οποίος εργάζεται τη νύχτα ως υπεύθυνος φύλαξης στο πανεπιστήμιο, έσπασε το πόδι του. Η Κιμ έπρεπε να τους φροντίσει και τους δύο. Αρχισε να πηγαίνει στο εργαστήριο μετά το βραδινό φαγητό – μερικές φορές ξεκινούσε στις 8 και δούλευε όλη τη νύχτα.
Αυτή η λύση τελικά αποδείχθηκε προβληματική, επειδή η Κιμ έπρεπε να βρίσκεται στο εργαστήριο κατά τη διάρκεια της ημέρας για να βοηθάει τους φοιτητές. Λέει ότι ο προϊστάμενός της έδειξε κατανόηση, αλλά την κάλεσε στο γραφείο του για να της πει ότι οι φοιτητές τη χρειάζονταν στο εργαστήριο για να τους καθοδηγεί. Συζήτησαν πώς θα μπορούσε να το κάνει αυτό και να εξακολουθεί να παρέχει φροντίδα στο σπίτι. «Ηταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που με κάλεσε ο προϊστάμενος για να συζητήσουμε αν η προσωπική μου ζωή επηρεάζει την επαγγελματική μου ζωή» λέει η Κιμ, η οποία εργάζεται στο πανεπιστήμιο εδώ και 23 χρόνια και ο μισθός της είναι η κύρια πηγή εισοδήματος της οικογένειας. Η Κιμ και ο Γκρεγκ συζήτησαν τις επιλογές τους εκείνο το βράδυ. Είχε αρκετό υπόλοιπο αδείας, αλλά δεν ήθελε να το χρησιμοποιήσει. Εχει διαβήτη και υψηλή αρτηριακή πίεση και ήθελε να κρατήσει την άδειά της για την περίπτωση που θα αρρώσταινε η ίδια. Με την υποστήριξη του προϊσταμένου της, κανόνισε να της δώσουν οι φοιτητές τα προγράμματά τους. Με αυτόν τον τρόπο μπορούσε να ρυθμίσει το δικό της πρόγραμμα, ώστε να βρίσκεται στο εργαστήριο όταν θα ήταν εκεί και εκείνοι.
Η Κιμ πιέζεται πολύ να αντεπεξέλθει στα παράλληλα καθήκοντά της ως εργαζομένης και φροντίστριας και έχει επιβαρυνθεί ψυχολογικά. Εχει ήδη εξαντλήσει τις ώρες για συμβουλευτική ψυχικής υγείας που δικαιούται στο πλαίσιο της ασφάλισής της.
«Εχω περάσει δύσκολα» λέει.