Τα βαθύτερα αίτια της έξαρσης του λαϊκισμού

Δημοσκόποι και αναλυτές εκτιμούν ότι βασικό κίνητρο για τους ψηφοφόρους αποτελεί η απώλεια εμπιστοσύνης προς τις κυβερνήσεις και όχι το Μεταναστευτικό και οι φόβοι που συνδέονται με την οικονομία και την ασφάλεια.

Ο αντισυστημικός λαϊκισμός βρίσκεται σε άνοδο στην Ευρώπη, τροφοδοτούμενος όχι μόνο από το Μεταναστευτικό και τους φόβους που συνδέονται με την οικονομία και την ασφάλεια, αλλά και από μια βαθύτερη τάση: την υποχώρηση της εμπιστοσύνης στην ικανότητα των κυβερνήσεων να αντεπεξέλθουν σε αυτές τις προκλήσεις.

Την περασμένη Κυριακή, στη Γερμανία, το ακροδεξιό AfD και ένα νέο ακροαριστερό λαϊκιστικό κόμμα συγκέντρωσαν αθροιστικά σχεδόν 50% των ψήφων στις εκλογές στο ανατολικό κρατίδιο της Θουριγγίας και επίσης πάνω από 40% στη γειτονική Σαξονία. Στη Θουριγγία, το AfD τερμάτισε πρώτο και έγινε ο πρώτος ακροδεξιός πολιτικός σχηματισμός που κερδίζει εκλογές σε κρατίδιο στη μεταπολεμική Γερμανία.Στη Γαλλία ακόμη δεν έχει σταθεί δυνατό να σχηματιστεί κυβέρνηση δύο μήνες μετά τις βουλευτικές εκλογές στις οποίες κανένα κόμμα δεν εξασφάλισε κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ενώ ο ακροδεξιός Εθνικός Συναγερμός απέσπασε σχεδόν το ένα τέταρτο του συνόλου των εδρών – σημειώνοντας μεγάλη αύξηση σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές.

Οι κρίσεις «γεννούν» νίκες

Ενα γαϊτανάκι κρίσεων, από το Μεταναστευτικό έως τον πληθωρισμό και τον πόλεμο στην Ουκρανία, βοήθησε τα τελευταία χρόνια τους λαϊκιστές να σημειώσουν εκλογικές νίκες από την Ιταλία έως τις Κάτω Χώρες και από τη Σουηδία έως τη Φινλανδία. Ωστόσο, κάποιοι δημοσκόποι και αναλυτές επισημαίνουν ότι οι κρίσεις δεν είναι κάτι καινούργιο. Το καινούργιο στοιχείο είναι ότι έχει κλονιστεί σοβαρά η εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων στην ικανότητα των εκλεγμένων κυβερνήσεων να τις επιλύουν.

«Οι κρίσεις συνήθως ωφελούν τις κυβερνήσεις» σχολίασε ο Manfred Gullner, επικεφαλής του ομίλου δημοσκοπήσεων Forsa. «Οι πολίτες συσπειρώνονται γύρω από τους ηγέτες του έθνους. Αυτό συνέβη μετά την 11η Σεπτεμβρίου, μετά την οικονομική κρίση, ακόμη και στο πρώτο διάστημα της πανδημίας. Σήμερα όμως δεν συμβαίνει το ίδιο. Οι κρίσεις συσσωρεύονται και η υποστήριξη προς τις κυβερνήσεις βρίσκεται στο ναδίρ».

Σε έρευνα της Forsa σε γερμανούς ψηφοφόρους που δημοσιεύθηκε την περασμένη εβδομάδα, το 54% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι δεν έχει εμπιστοσύνη σε κανένα κόμμα για την επίλυση των προβλημάτων της χώρας. Μόνο το 16% δήλωσε ότι έχει εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση. Μία άλλη έρευνα σε ψηφοφόρους στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία και την Πολωνία, που διεξήχθη από το Πανεπιστήμιο Sciences Po του Παρισιού νωρίτερα φέτος, έδειξε ότι το 60% των ερωτηθέντων δεν έχουν καμία εμπιστοσύνη στους πολιτικούς θεσμούς. Το ίδιο ποσοστό δήλωσε ότι η δημοκρατία δεν λειτουργεί.

Για τον Gullner η άνοδος των λαϊκιστικών και νεοεμφανιζόμενων μη συστημικών κομμάτων είναι η κορυφή του παγόβουνου της δυσαρέσκειας, ενώ το μεγάλο τμήμα του κάτω από την επιφάνεια είναι η αποχή. Στη Σαξονία και τη Θουριγγία το ποσοστό της αποχής έχει αυξηθεί κατά 26% και 56% αντίστοιχα σε σύγκριση με τις πρώτες εκλογές μετά την επανένωση της χώρας το 1990, είπε.

Η πολιτική αναποφασιστικότητα συχνά οδηγεί σε φαύλο κύκλο. Καθώς οι ψηφοφόροι χάνουν την εμπιστοσύνη τους στις κυβερνήσεις, στρέφονται στους λαϊκιστές και τιμωρούν τα συστημικά κόμματα, με αποτέλεσμα να προκύπτουν ολοένα και πιο κατακερματισμένα κοινοβούλια. Αυτό, με τη σειρά του, οδηγεί σε δυσκίνητους και συχνά αναποφάσιστους κυβερνητικούς συνασπισμούς που δυσκολεύονται να κυβερνήσουν.

Η απώλεια εμπιστοσύνης είναι επίσης αισθητή στη Γερμανία, όπου η οικονομία έχει σημειώσει μηδαμινή άνοδο από το 2019 και η συρρίκνωση των επενδύσεων εδώ και αρκετά χρόνια έχει δημιουργήσει μια γενική αίσθηση ότι τίποτα – από την αστυνομία μέχρι τα τρένα και τον στρατό, τη Δικαιοσύνη και την εκπαίδευση – δεν λειτουργεί πλέον.

Μετά τη δολοφονία τριών ατόμων στη Γερμανία στις 23 Αυγούστου από έναν σύρο αιτούντα άσυλο, στο πλαίσιο τρομοκρατικής επίθεσης την ευθύνη για την οποία ανέλαβε το Ισλαμικό Κράτος, οι Αρχές δήλωσαν ότι ο δράστης έπρεπε να είχε απελαθεί πριν από δύο χρόνια, το οποίο ωστόσο δεν είχε συμβεί. Οι Αρχές προσπάθησαν να τον απελάσουν τον Ιούνιο, αλλά δεν κατάφεραν να τον εντοπίσουν. Δεν προσπάθησαν ξανά, σύμφωνα με την περιφερειακή κυβέρνηση.

«Ο καγκελάριος χάνει τον έλεγχο της χώρας» δήλωσε μετά την επίθεση ο Φρίντριχ Μερτς, ηγέτης του συντηρητικού κόμματος της αντιπολίτευσης CDU. «Αυτό ήταν. Δεν πάει άλλο».

Για τον Thomas Biebricher, πολιτικό επιστήμονα και συγγραφέα που ασχολείται με τον πολιτικό συντηρητισμό, το σχόλιο του Μερτς «ανεβάζει τον πήχη… Δημιουργεί προσδοκίες που είναι απίθανο να εκπληρωθούν όταν είσαι στην κυβέρνηση».

Δημιουργία κλίματος

Ο Herfried Munkler, ένας από τους κορυφαίους πολιτικούς επιστήμονες της Γερμανίας, πιστεύει ότι η έλλειψη εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση είναι εν μέρει προϊόν της σφοδρής λαϊκιστικής ρητορικής, η κινδυνολογία της οποίας δημιουργεί μια αίσθηση εκτάκτου ανάγκης στην οποία καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί ποτέ να φανεί επαρκής.Ταυτόχρονα, «οι κρίσεις συσσωρεύονται πιο γρήγορα από ό,τι είναι εφικτό να επιλυθούν» είπε, κάνοντας μια αναλογία με τη δεκαετία του 1920 στην Ευρώπη. «Οι κυβερνήσεις είναι πελαγωμένες… Πασχίζουν να πείσουν τον κόσμο ότι ναι μεν τα προβλήματα είναι υπαρκτά, αλλά μπορούν να επιλυθούν».

Υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους οι κυβερνήσεις μπορεί να φαίνονται λιγότερο αποτελεσματικές στις μέρες μας. Στη Γαλλία, την Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, το υψηλό δημόσιο χρέος περιορίζει τις πολιτικές επιλογές των κυβερνήσεων. Οταν η πρωθυπουργός της Βρετανίας Λιζ Τρας παρουσίασε ένα σχέδιο για μεγάλες φοροελαφρύνσεις μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά της, το 2022, οι επενδυτές, ανήσυχοι, προκάλεσαν μεγάλη άνοδο των βρετανικών κρατικών ομολόγων, η λίρα υποχώρησε σε ιστορικό χαμηλό έναντι του δολαρίου και η ίδια η Τρας παραιτήθηκε μετά από έξι εβδομάδες στο αξίωμα.

Σε ολόκληρη την Ευρώπη, η ταχεία γήρανση του πληθυσμού έχει αυξήσει τη ζήτηση για τις υπηρεσίες υγείας. Σε συνδυασμό με την αυξανόμενη έλλειψη εξειδικευμένου υγειονομικού προσωπικού, αυτό έχει οδηγήσει σε μεγαλύτερους χρόνους αναμονής για περίθαλψη, οδηγώντας τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας να προειδοποιεί για επικείμενη υγειονομική κρίση στην περιοχή.

Εξαρτήσεις και εκβιασμοί

Σύμφωνα με αναλυτές, σε ορισμένες περιπτώσεις τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κυβερνήσεις είναι τόσο πολύπλοκα και απαιτούν τόσα χρήματα για να επιλυθούν ώστε οι πολιτικοί καταλήγουν να παριστάνουν ότι δεν υπάρχουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της εξάρτησης της Γερμανίας από το εισαγόμενο ρωσικό φυσικό αέριο, την οποία το Βερολίνο δεν έκανε καμιά προσπάθεια να περιορίσει μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Μόσχα το 2014.

Το γεγονός αυτό άφησε το Βερολίνο ευάλωτο σε εκβιασμούς από το Κρεμλίνο, το οποίο άρχισε να κλείνει τη στρόφιγγα της παροχής φυσικού αερίου στη Γερμανία μετά την πλήρους κλίμακας εισβολή του στην Ουκρανία το 2022. Μην έχοντας άλλη επιλογή, η Γερμανία αντέδρασε τελικά, στρεφόμενη στο ακριβότερο υγροποιημένο φυσικό αέριο από τις ΗΠΑ και άλλες χώρες.

Η απόφαση του Βερολίνου να υποδεχθεί εκατοντάδες χιλιάδες αιτούντες άσυλο που είχαν εγκλωβιστεί στην Ανατολική Ευρώπη τον Αύγουστο του 2015 είναι ένα ακόμη παράδειγμα. Η απόφαση αυτή γύρισε μπούμερανγκ στην κυβέρνηση και σηματοδότησε την έναρξη της ανόδου της δημοτικότητας του AfD.

Στο βιβλίο του Die Getriebenen – «Οι αποφασισμένοι» – ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Robin Alexander αφηγείται τα γεγονότα εκείνου του καλοκαιριού, καθώς φάλαγγες μεταναστών, κυρίως από τη Μέση Ανατολή, ξεκινούσαν ένα οδοιπορικό μέσω των Βαλκανίων προς τη Γερμανία. Η αφήγηση, που αργότερα έγινε τηλεοπτική σειρά, περιγράφει πώς η κυβέρνηση της Ανγκελα Μέρκελ δεν αποφάσισε να ανοίξει τα σύνορα, απλώς απέτυχε να τα κλείσει, κυρίως από τον φόβο των νομικών επιπτώσεων, παραιτούμενη ουσιαστικά από τον έλεγχο. Σήμερα, ο πολιτικός κατακερματισμός δυσχεραίνει το έργο των κυβερνήσεων, υπονομεύοντας περαιτέρω την εμπιστοσύνη των πολιτών. Στη Γερμανία, η τρικομματική κυβέρνηση του Σολτς στην οποία συμμετέχουν σοσιαλδημοκράτες, φιλελεύθεροι και οικολόγοι – ο πρώτος συνασπισμός τέτοιου είδους στη μεταπολεμική Γερμανία – μετά βίας κατόρθωσε να καταλήξει σε συμφωνία για τον προϋπολογισμό φέτος, εν μέσω συνεχιζόμενων εσωτερικών διαφωνιών.

«Ισως φτάνουμε στα όρια του πολιτικού συμβιβασμού» λέει ο Munkler. «Αυτό δεν είναι καλό σημάδι, γιατί θα μπορούσε να ωθήσει την πλειοψηφία των ψηφοφόρων να αναζητήσουν μια ισχυρή προσωπικότητα, άνδρα ή γυναίκα. Κάποιον που δεν θα συμβιβάζεται, απλώς θα αποφασίζει».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.